Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Από τη στιγµή που ξέσπασε η Αραβική Ανοιξη, το 2011, και για τουλάχιστον μία δεκαετία, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είχε ηπιότερους χαρακτηρισμούς για τον Μπασάρ Ασαντ από τις λέξεις «φονιάς» και «δικτάτορας». Εχοντας ποντάρει στο άλογο των Αδελφών Μουσουλμάνων, ο Τούρκος πρόεδρος στήριξε την ισλαμική αντιπολίτευση στον Σύρο πρόεδρο και έγινε ο βασικός σπόνσορας του λεγόμενου «Ελεύθερου Συριακού Στρατού» (FSA). Αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα…
Τον περασμένο Αύγουστο ο Ερντογάν δήλωσε ότι δεν επιδιώκει πλέον την ανατροπή του Ασαντ. Το επόμενο βήμα έγινε στο περιθώριο της τελετής έναρξης του Μουντιάλ, στο Κατάρ. Εκεί ο Τούρκος πρόεδρος αντάλλαξε χειραψίες και χαμόγελα με τον Αιγύπτιο ομόλογό του Αμπντελφατάχ αλ Σίσι, τον οποίο επίσης χαρακτήριζε μέχρι πρότινος δικτάτορα, ύστερα από την αιματηρή ανατροπή της κυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων από τον στρατό. Επιστρέφοντας στην Τουρκία, δήλωσε: «Οπως ομαλοποιήθηκαν τα πράγματα με την Αίγυπτο, έτσι μπορούν να διορθωθούν και οι σχέσεις μας με τη Συρία».
Αμ’ έπος, αμ’ έργον. Στις 28 Δεκεμβρίου ο Τούρκος υπουργός Αμυνας Χουλουσί Ακάρ συναντήθηκε στη Μόσχα με τον Σύρο ομόλογό του Αλί Μαχμούντ Αμπάς, παρουσία του Ρώσου υπουργού Αμυνας Σεργκέι Σοϊγκού. Η συνέχεια αναμένεται με ενδιαφέρον, καθώς παραμονή Πρωτοχρονιάς ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε ότι η Αγκυρα «βλέπει θετικά» πρόταση του Σεργκέι Λαβρόφ για συνάντησή του με τον υπουργό Εξωτερικών της Συρίας εντός Ιανουαρίου. Oπως δήλωσε ο ίδιος ο Ερντογάν την Πέμπτη, κάτι τέτοιο θα ήταν το τελικό βήμα για μια επόμενη συνάντηση κορυφής του ιδίου με τους Ασαντ και Πούτιν.
Η «παγωμένη» εισβολή
Αν έτσι εξελιχθούν τα πράγματα, θα πρόκειται για θεαματική μεταστροφή της Aγκυρας. Από τον Νοέμβριο ο Ερντογάν έχει προαναγγείλει νέα τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία εναντίον της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG, που ελέγχει μεγάλο μέρος της περιοχής, με στόχο τη δημιουργία «ασφαλούς ζώνης» πλάτους τριάντα χιλιομέτρων, κατά μήκος των τουρκικών συνόρων. Η προαναγγελθείσα επιχείρηση είχε έντονα προεκλογική οσμή, ενόψει των πολύ κρίσιμων (και δύσκολων για τον Ερντογάν) φετινών προεδρικών και βουλευτικών εκλογών, καθώς η τουρκική κοινή γνώμη θα την υποστήριζε και η αντιπολίτευση δεν θα είχε περιθώριο να εναντιωθεί. Ωστόσο η Ρωσία, ο καθοριστικός στρατιωτικός παράγοντας στη Συρία και η δύναμη που ελέγχει τον συριακό εναέριο χώρο, δεν έδωσε το πράσινο φως στον Ερντογάν, απαιτώντας πριν από οποιαδήποτε κίνηση να έρθει σε συμφωνία με τον Ασαντ.
Στήριξη της τουρκικής οικονομίας από τις αραβικές μοναρχίες του Κόλπου και μαζική επιστροφή Σύρων προσφύγων στη χώρα τους, οι βασικές επιδιώξεις του.
Οι ενδείξεις επικείμενης συνδιαλλαγής Αγκυρας – Δαμασκού θορύβησαν τις ΗΠΑ (το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάλεσε την Τουρκία «να σκεφθεί δύο φορές» μια τέτοια κίνηση), καθώς θα σήμαινε, πιθανότατα, την έξοδο των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία. Παράλληλα, προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στους κόλπους της φιλοτουρκικής συριακής αντιπολίτευσης, με τον FSA να οργανώνει διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του Ερντογάν, καθώς οι ηγέτες του φοβούνται ότι μπορεί να γίνουν τα αυριανά θύματα ενός ματωμένου γάμου συμφέροντος. Κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με τη ματαίωση της τουρκικής εισβολής, θα επιφέρει πολιτική ζημιά για τον Ερντογάν μεταξύ των εκτός συνόρων συμμάχων του. Ωστόσο τα κέρδη στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο της Τουρκίας μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερα.
Ο Τούρκος πρόεδρος φιλοδοξεί να έρθει σε συνεννόηση με τον Ασαντ για τον επαναπατρισμό τουλάχιστον ενός από τα 3,7 εκατομμύρια των Σύρων προσφύγων που ζουν σήμερα στην Τουρκία – ήδη τουρκικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις εργάζονται πυρετωδώς για την κατασκευή συγκροτημάτων κατοικιών στις περιοχές που ελέγχονται από τον τουρκικό στρατό. Το θέμα έχει εξαιρετική σημασία ενόψει εκλογών, καθώς οι Τούρκοι, στην πλειονότητά τους, έχουν αναπτύξει αρνητικά αισθήματα έναντι των προσφύγων υπό την επίδραση της οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, η συνεννόηση με τον Ασαντ (και τη Ρωσία) θα μπορούσε να γίνει οριστική ταφόπλακα στις κουρδικές φιλοδοξίες για αυτόνομη ζώνη στη βόρεια Συρία, κάτι που αποτελεί στρατηγική επιδίωξη για το σύνολο των τουρκικών ελίτ.
Αλλά οι οβιδιακές μεταμορφώσεις του Ερντογάν δεν περιορίζονται στη Συρία. Οι πρόσφατες κινήσεις συμφιλίωσής του με τον Σίσι, αλλά και με τους ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας, των Εμιράτων, ακόμη και του Ισραήλ έχουν εξίσου έντονο προεκλογικό άρωμα. Με το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών να έχει εκτιναχθεί στα 110 δισ. δολάρια, η Τουρκία θα χρειαστεί 216 δισ. για να εξυπηρετήσει το χρέος της εντός του 2023. Προκειμένου να αποφύγει την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει το πολιτικό του τέλος, ο Ερντογάν υποχρεώθηκε να καταφύγει στα πετροδολάρια των αραβικών μοναρχιών του Κόλπου, βάζοντας στο «ψυγείο» την υπόθεση Κασόγκι και τις σχέσεις του με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τη Χαμάς.
Τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά. Εμιράτα και Σαουδάραβες έριξαν αρκετά δισ. στην τουρκική κεντρική τράπεζα, η λίρα σταθεροποιήθηκε, ο πληθωρισμός ήταν τον Δεκέμβριο γύρω στο 1% και σε ετήσια βάση 64% (έναντι 85% τον προηγούμενο μήνα), ενώ ο Ερντογάν μπόρεσε να ανακοινώσει διπλασιασμό του κατώτατου μισθού. Βέβαια, ο Τούρκος πρόεδρος εξακολουθεί να κινείται πάνω σε τεντωμένο σκοινί, χωρίς προστατευτικό δίχτυ. Οι Αραβες ηγέτες δεν ξεχνούν τον ρόλο που έπαιζε μέχρι χθες ο Ερντογάν, ενισχύοντας τους πιο απειλητικούς εχθρούς τους και ειδικά ο Ασαντ δεν έχει κανέναν λόγο να νομιμοποιήσει την τουρκική κατοχή στη βόρεια Συρία, αντίθετα είναι μάλλον βέβαιο ότι θα επιμείνει στην απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αμφίβολο αν η φθορά που έχει υποστεί το ΑΚΡ είναι αναστρέψιμη στους λίγους μήνες που απομένουν μέχρι τις κάλπες, χωρίς κάποιου είδους δικαστικο-πολιτικό πραξικόπημα. Αυτό υποδηλώνουν οι πρόσφατες δηλώσεις Ερντογάν περί ενδεχόμενης επίσπευσης των εκλογών (πιθανόν τον Απρίλιο), σε συνδυασμό με τις κινήσεις για να κηρυχθεί εκτός νόμου το φιλοκουρδικό κόμμα HDP (η σχετική δικαστική απόφαση είναι πιθανό να ανακοινωθεί την Τρίτη) και για να εμποδιστεί η υποψηφιότητα του πιο επικίνδυνου αντιπάλου του Τούρκου προέδρου, Εκρέμ Ιμάμογλου. Ούτε το ενδεχόμενο να επενδύσει ο Ερντογάν σε μια νέα ελληνοτουρκική κρίση μπορεί να αποκλειστεί, αν και ο μεγαλομανής, αλλά όχι τυχοδιώκτης, πρόεδρος αντιλαμβάνεται ότι θα επρόκειτο για ένα παιχνίδι με τη φωτιά.