Kathimerini.gr
Η επανεμφάνιση και σταθεροποίηση του πληθυσμού του λύκου στην Πάρνηθα τα τελευταία χρόνια αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη, που από τη μια δείχνει τη δύναμη της φύσης και της άγριας ζωής, αλλά από την άλλη δημιουργεί και νέες προκλήσεις στη διαχείριση ενός ορεινού εθνικού πάρκου δίπλα στην πολυπληθή πρωτεύουσα. Οι πρώτες ομάδες λύκων εντοπίστηκαν στην Πάρνηθα το 2014, ύστερα από 60 χρόνια εξαφάνισης από τον συγκεκριμένο χώρο, όπως και από πολλές άλλες περιοχές της νότιας Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Γιώργο Ηλιόπουλο, δρ Βιολογίας με εξειδίκευση στα θέματα του λύκου, στην Πάρνηθα σήμερα υπάρχουν τέσσερις ομάδες λύκων, με συνολικό πληθυσμό 30 με 40 άτομα.
Πού οφείλεται αυτή η επανεμφάνιση, όταν είναι γνωστό πως ο λύκος δεν αλλάζει εύκολα περιοχή; «Ενας πρώτος λόγος είναι πως το ζώο δέχθηκε πιέσεις σε άλλες περιοχές. Από κει και πέρα έπαιξε ρόλο η μεγάλη αλλαγή που έχει συντελεστεί στην Πάρνηθα τα τελευταία χρόνια. Η Πάρνηθα παλιά ήταν κατοικημένο βουνό, υπήρχαν πολλές οικονομικές δραστηριότητες. Τώρα ερημοποιήθηκε από χρήσεις, κι έτσι ο λύκος –και άλλα είδη– βρήκε χώρο», λέει στην «Κ» ο Γιώργος Χατζηνάκος, ανθρωπογεωγράφος και μέλος της ομάδας Κοινωνικών Διαστάσεων της περιβαλλοντικής οργάνωσης «Καλλιστώ». «Ταυτόχρονα, η Πάρνηθα άλλαξε ταυτότητα. Με την κρίση και με την πανδημία την ανακάλυψαν ξανά οι Αθηναίοι, αλλά πλέον είναι ένα διαφορετικό βουνό. Τα Σαββατοκύριακα υπάρχει κυκλοφοριακή συμφόρηση, πολλά σκουπίδια. Δυστυχώς δεν υπάρχει ενημέρωση για το πώς κινείσαι σε έναν δρυμό και σε ένα βουνό, για παράδειγμα πως δεν επιτρέπεται να έχεις μαζί κατοικίδιο ζώο, δεν υπάρχει κάποιο κέντρο ενημέρωσης για τη συμπεριφορά σου, τι να κάνεις με τα σκουπίδια σου, να μη φοβάσαι, αλλά να σέβεσαι τη φύση», εξηγεί ο κ. Χατζηνάκος.
Ο λύκος είναι ένα είδος που βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. «Ρυθμίζει άλλους πληθυσμούς, όπως για παράδειγμα τα ελάφια. Ο λύκος αποφεύγει τον άνθρωπο», συμπληρώνει. Περιπτώσεις επιθέσεων λύκου σε άνθρωπο είναι τόσο σπάνιες, που στη βιβλιογραφία καταγράφονται μόνο δύο θάνατοι ανθρώπων από επίθεση λύκου σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική τα τελευταία 40 χρόνια.
Ταυτόχρονα όμως, καθώς πολλές κατοικίες ξεφυτρώνουν γύρω από την Πάρνηθα και πληθαίνουν και οι επισκέπτες στο βουνό, είναι ανάγκη να υπάρχει εκπαίδευση των υπηρεσιών αλλά και του πληθυσμού, καθώς και σχέδιο διαχείρισης.
Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Life Wildwolf» αποσκοπεί στην υλοποίηση δράσεων που θα επιτρέψουν τη συνύπαρξη του ανθρώπου με τον λύκο σε περιαστικές περιοχές στην Ευρώπη. Οπως αναφέρουν οι συντελεστές του (από την Ελλάδα η «Καλλιστώ») στοχεύει σε μία ισορροπημένη και μακροπρόθεσμη διατήρηση των λύκων σε αστικές και περιαστικές περιοχές οκτώ χωρών της νότιας και κεντρικής Ευρώπης (Ελλάδα, Γερμανία, Ιταλία, Κροατία, Πορτογαλία, Σουηδία, Σλοβενία και Τσεχία), μέσα από τη βελτίωση της τεχνικής και επιχειρησιακής ικανότητας των αρμόδιων αρχών να διαχειρίζονται και να αποτρέπουν συγκρούσεις που σχετίζονται με τον άνθρωπο. Παράλληλα, ενθαρρύνει βιώσιμες πρακτικές που διατηρούν την άγρια φύση του λύκου και βελτιώνουν την ικανότητα των ανθρώπων να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που δυνητικά δημιουργούν.
Καθώς αυξάνονται οι κατοικίες γύρω από το βουνό και πληθαίνουν και οι επισκέπτες, είναι ανάγκη να υπάρχει εκπαίδευση των υπηρεσιών αλλά και του πληθυσμού.
«Θέλουμε να αναβαθμίσουμε τη σχέση του ανθρώπου με την άγρια ζωή και τον τόπο του. Εργαζόμαστε με πλαίσιο συλλογικής οργάνωσης για να εμπλέξουμε τις τοπικές κοινότητες σε μια διαδικασία κοινωνικής μάθησης», σημειώνει ο κ. Χατζηνάκος. Με βάση αυτή τη λογική έχει δημιουργηθεί η «Πλατφόρμα συνύπαρξης Πάρνηθα», με τη συμμετοχή της περιβαλλοντικής οργάνωσης «Καλλιστώ», του ΟΦΥΠΕΚΑ (Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής) από το υπουργείο Περιβάλλοντος, του Δήμου Αχαρνών και του Δασαρχείου, η οποία προχωράει σε ανοικτές συναντήσεις –όπως και σήμερα– με σκοπό να συμμετέχουν και πολίτες.
«Υπάρχουν πολλά μικρά και μεγάλα θέματα που πρέπει να συζητηθούν. Ενα σημαντικό είναι τα πολλά αδέσποτα σκυλιά που τα παρατάνε πάνω στο βουνό. Πέρα από περιπτώσεις επιθέσεων, τα σκυλιά αυτά μπορεί να ζευγαρώσουν με λύκους και να δημιουργηθούν υβριδικά είδη, που είναι επίσης άγρια, αλλά πιο εξοικειωμένα με τον άνθρωπο. Επίσης, χρειάζεται προσοχή στο να μην αφήνουμε σκουπίδια και αποφάγια, που εύκολα προσεγγίζονται, γιατί ο λύκος έρχεται πιο κοντά, συνηθίζει στην ανθρώπινη παρουσία».
Ο διάλογος
Την άνοιξη πραγματοποιήθηκε στο Αθλητικό Κέντρο του Ορειβατικού Συλλόγου Αχαρνών ένα συμμετοχικό εργαστήριο με θέμα «Ο λύκος της Πάρνηθας μέσα από μία άλλη ματιά: ανοιχτός διάλογος για τη συνύπαρξη ανθρώπου και άγριας ζωής». Εχουν ενδιαφέρον οι εντυπώσεις που καταγράφηκαν. Στο ερώτημα τι σημαίνει η παρουσία του λύκου στην Πάρνηθα, οι παρευρισκόμενοι απάντησαν τόσο με θετικά όσο και με αρνητικά αισθήματα. Στα θετικά περιλαμβάνονταν ικανοποίηση, χαρά και ελπίδα για την ανάκαμψη του οικοσυστήματος, η ευκαιρία για μάθηση και η κατανόηση της ανάγκης για συνύπαρξη με την άγρια ζωή, καθώς και αισθήματα όπως σεβασμός και δέος για τον λύκο, καθώς και εγρήγορση για πιθανές πράξεις αντεκδίκησης, όπως η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων. Στα αρνητικά, υπήρχαν η ανησυχία από το άδειασμα από ανθρώπινες δραστηριότητες της ορεινής υπαίθρου, που αντανακλάται στην επιστροφή του λύκου στην Πάρνηθα, η ανησυχία σχετικά με τη θηρευτική πίεση στον πληθυσμό του ελαφιού, ο φόβος για την ανθρώπινη ασφάλεια και η συνειδητοποίηση για τα όρια που πρέπει να έχουν οι επισκέπτες του εθνικού δρυμού, καθώς και η αντιμετώπιση μύθων για τον λύκο που εντείνουν την ανησυχία του κόσμου.
Στις προτάσεις που έχουν κατατεθεί για τη συνύπαρξη ανθρώπου – λύκου στην Πάρνηθα ξεχώρισαν η ανάγκη βιώσιμης διαχείρισης του δάσους, η παρακολούθηση του πληθυσμού των λύκων με συνδρομή και των χρηστών του δάσους, η καλή ενημέρωση των επισκεπτών με κεντρικό ρόλο της Μονάδας Διαχείρισης της Πάρνηθας και άλλα. Ως βασικό στοιχείο αναδείχθηκε να γνωρίζει ο κόσμος τι πρέπει να κάνει (ή να μην κάνει) σε έναν εθνικό δρυμό, όπως για παράδειγμα να μην ταΐζει τα άγρια ζώα.
Το συνολικό μήνυμα είναι ο σεβασμός στη φύση και την άγρια ζωή, η διαμόρφωση μιας στάσης που μας εντάσσει στο οικοσύστημα και δεν στέκεται εγωιστικά και κατακτητικά απέναντί του.
Απαραίτητη η εκπόνηση σχεδίου
Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει στην Ευρωπαϊκή Ενωση μια συζήτηση σχετικά με το νομικό καθεστώς του λύκου, με προτάσεις υποβάθμισης του επιπέδου προστασίας του, οι οποίες ωστόσο βρίσκουν μεγάλες αντιρρήσεις από περιβαλλοντικούς φορείς. Ειδικά όμως για την Ελλάδα, οργανώσεις για την προστασία της άγριας ζωής θεωρούν πως υπάρχουν επιπλέον λόγοι για να μην αλλάξει ο ορισμός του είδους ως προστατευόμενου. Αφενός, η πληθυσμιακή του συγκέντρωση, παρά τη σημαντική ανάκαμψη του λύκου τις τελευταίες δεκαετίες, δεν ανήκει ακόμα στην κατηγορία «ικανοποιητική». Αφετέρου η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμα σχέδιο δράσης για τον λύκο, μία από τις λίγες χώρες της Ε.Ε. όπου δεν έχει ακόμα εκπονηθεί. Το σχέδιο δράσης είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων του είδους με τις ανθρώπινες δραστηριότητες και την εξειδίκευση της διαχείρισης του λύκου γεωγραφικά και ανά περίπτωση. Υπάρχουν φόβοι πως η γενική χαλάρωση του προστατευτικού καθεστώτος για τον λύκο θα οδηγήσει σε αύξηση της ανθρωπογενούς θνησιμότητας.
Ο λύκος, ως ανώτερος θηρευτής, μπορεί να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στους πληθυσμούς της άγριας ζωής, όπως για παράδειγμα στα αγριογούρουνα, που σε πολλές περιοχές της χώρας έχουν αυξηθεί πολύ, προκαλώντας καταστροφές και δημιουργώντας κινδύνους στο οδικό δίκτυο.
Βεβαίως υπάρχουν καταγγελίες κτηνοτρόφων για επιθέσεις λύκων, οι οποίοι πιέζονται πάρα πολύ το τελευταίο διάστημα από μια σειρά παράγοντες (ακρίβεια ζωοτροφών, έλεγχος αγοράς από ολιγοπώλια κ.λπ.). Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΑ, αναφέρει ο Γ. Ηλιόπουλος σε σχετική μελέτη του, υπάρχει σημαντική πτώση στις επιθέσεις λύκων σε αιγοπρόβατα, λόγω και της δραματικής συρρίκνωσης της αιγοπροβατοτροφίας στην Ελλάδα. Από την άλλη οι επιθέσεις σε βοοειδή αυξάνονται, καθώς μεγαλώνει ο αριθμός τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει ελλιπής εφαρμογή των μέτρων πρόληψης. Η αναβάθμιση των μέτρων αυτών, καθώς και η καταβολή δίκαιων αποζημιώσεων στους κτηνοτρόφους θεωρούνται απαραίτητα μέτρα.
«Με μελέτη και εκπαίδευση θα αποκτήσουμε σεβασμό στην άγρια ζωή»
«Ο κακός ο λύκος» είναι μία από τις πιο συχνές μεταφορές, που σφραγίζει τα παραμύθια, τις αφηγήσεις, τον προφορικό λόγο, τη λογοτεχνία. «Ο λύκος διαχρονικά διαμορφώθηκε σαν το απόλυτο κακό, στην πιο απόλυτη, επίμονη, συχνή μεταφορά που εμφανίζεται στον ανθρώπινο λόγο», λέει στην «Κ» η Ηλέκτρα Λαζάρ, συγγραφέας του βιβλίου «Λύκε, λύκε, είσαι εγώ; – Η παραμορφωμένη αφήγηση και η πίσω μεριά της λογοτεχνίας», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κυαναυγή. «Υπάρχει μια μεταφορά του λύκου στον δημόσιο λόγο που μόνο λύκος δεν είναι. Είναι μια ανθρώπινη κατασκευή, του έχουμε προσδώσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματική του φύση. Εμφανίζεται ως μη λύκος. Για παράδειγμα, όταν ο λύκος προσπαθεί να επιβιώσει, αυτός και τα παιδιά του και πρέπει να τραφεί, τότε εμφανίζεται πως θέλει να εξοντώσει», αναφέρει η κ. Λαζάρ. Η εικόνα του αιμοσταγούς λύκου είναι εξαιρετικά διαδεδομένη…
Σύμφωνα με τη συγγραφέα, ο λύκος είναι το ζωικό είδος που είναι περισσότερο πολιτισμικά καταγεγραμμένο, περισσότερο και από τον αμνό, το περιστέρι ή το κοράκι. Και είναι εκείνο που βαρύνεται με μια εικόνα εξαιρετικά αρνητική. «Η αρκούδα για παράδειγμα έχει συνδεθεί με το γλυκό μέλι, αν και οι αιχμαλωτισμένες αρκούδες βασανίστηκαν για πολλά χρόνια με τον χαλκά στη μύτη για να διασκεδάζουν τους ανθρώπους».
Ακόμα και στην προπαγάνδα χρησιμοποιείται ο λύκος. Η κ. Λαζάρ στο βιβλίο της παραθέτει και σχολιάζει προπαγανδιστικές εικόνες από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου όλες οι εμπόλεμες πλευρές παρουσιάζουν ως λύκους τους αντιπάλους τους, δηλαδή ως το απόλυτο κακό.
Από πού ξεκινάει όλη αυτή η διαδικασία; «Eχει βαθιές ρίζες και περίπλοκες διαδρομές. Στην αρχαία λαϊκή παράδοση υπάρχει η αρνητική μεταφορά του λύκου, η Μόρμω που μεταμορφώνεται σε Μορμολύκη. Η ομηρική Λύσσα που είναι το θηλυκό του λύκου. Τα ρωμαϊκά Λουπερκάλια. Υπάρχει ο μύθος του Λυκάονος, κ.ο.κ. Αλλά εκεί διατηρούνταν κάτι το «ανέγγιχτο», το «από μακριά». Ηταν ψυχοπομποί, είχαν σχέση με τον άλλον κόσμο. Η χριστιανική εκκλησία είναι αυτή που συνέχισε τον συμβολισμό αυτόν αλλά κυρίως αυτή που χρησιμοποίησε τον συμβολισμό για να εξοντώσει τον λύκο», σημειώνει η κ. Λαζάρ. «Υπάρχουν τέτοιες αναφορές στην Αγία Γραφή, η νυκτερινή παρουσία που τρώει τον αμνό. Εχει περιγραφεί ως ο σκύλος του διαβόλου, ως πλάσμα δαιμονικό. Οι αντιλήψεις αυτές σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκαν στον 3ο αιώνα, όταν οι χριστιανοί επηρεάστηκαν από την επαφή με τις τεράστιες ζωόμορφες αιγυπτιακές θεότητες, μπροστά στις οποίες ένιωθαν δέος και φόβο».
Οι μεταφορές αυτές θα συνεχισθούν στον Μεσαίωνα, όπου αναπτύσσεται ο φόβος για το σκοτεινό δάσος. «Υπήρχαν άνθρωποι που κατηγορήθηκαν ως λυκάνθρωποι επειδή ζούσαν μόνοι τους στο δάσος…», σχολιάζει η κ. Λαζάρ.
«Διαχρονικά διαμορφώθηκε σαν το απόλυτο κακό, στην πιο απόλυτη, επίμονη, συχνή μεταφορά που εμφανίζεται στον ανθρώπινο λόγο», λέει στην «Κ» η συγγραφέας Ηλέκτρα Λαζάρ.
Το μέλλον
Και τώρα τι; «Ο λύκος είχε εξαφανιστεί από την Ελλάδα και μεγάλο μέρος της Ευρώπης για δεκαετίες και τώρα που εμφανίζεται ξανά, τώρα που βγαίνει από το βιβλίο και έρχεται στη ζωή, εμφανιζόμαστε ανέτοιμοι γι’ αυτό. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Ενωση πολύ βιαστικά θεωρεί πως μπορεί να ξαναρχίσει το κυνήγι του!», λέει η συγγραφέας. «Στην Πάρνηθα το αστικό εισβάλλει στο φυσικό, χωρίς να εναρμονίζεται με αυτό. Το αστικό δεν συμμορφώνεται, θέλει να επιβάλλει το δικό του στη φύση, που όμως αποτελεί βιότοπο για τόσα άλλα είδη», τονίζει.
Υπάρχουν προβλήματα και συγκρούσεις από την παρουσία του λύκου; «Καταλαβαίνω τις δυσκολίες για τον άνθρωπο της υπαίθρου, που επιβιώνει δύσκολα, χάνει από χίλιες μεριές κι έρχεται και ο λύκος, ο οποίος μπορεί να προκαλεί καταστροφές σε κοπάδια. Υπάρχουν όμως απαντήσεις άλλες από το κυνήγι…».
Καταγράφονται στον σύγχρονο λόγο ρωγμές στην παραδοσιακή μεταφορά του λύκου; «Είναι τόσο συμπαγές το πλαίσιο για τον λύκο, που μόνο για ρωγμές μπορούμε να μιλήσουμε σήμερα. Αλλά ναι, υπάρχουν, ακόμα και στα παιδικά παραμύθια, όπως και στη λογοτεχνία. Και προέρχονται κυρίως από βιβλία γυναικών συγγραφέων, που έχουν κι αυτές κληρονομιά μειονότητας, καταγωγή εκτόπισης», λέει η κ. Λαζάρ. «Χρειάζεται μελέτη, εκπαίδευση και πολλή προσπάθεια για να αποκτήσουμε σεβασμό απέναντι στην άγρια ζωή και στον λύκο».