Money Review
Μια ανάσα πλέον πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, τις κατά πολλούς ιδιαιτέρως κρίσιμες –μεταξύ άλλων– και ως προς το πώς θα διαμορφωθούν εφεξής οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της υπερδύναμης, αφενός με τον ισχυρότερο ανταγωνιστή της, την Κίνα, και αφετέρου με τον σημαντικότερο εταίρο της, την Ε.Ε., και ως προς το κατά πόσον θα υπάρξει νέος εμπορικός πόλεμος – παγκόσμιος και ίσως πιο θηριώδης από τον προηγούμενο.
Όσο πλησιάζει η κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση φαίνεται όλο και περισσότερο ρεαλιστική η εκτίμηση πως όποια κι αν είναι η έκβασή της θα υπάρξει νέος εμπορικός πόλεμος. Πρώτα απ’ όλα επειδή η οικονομία και η ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής βιομηχανίας παραμένουν πρώτη προτεραιότητα της Ουάσιγκτον, αλλά και επειδή τα υλικά του εμπορικού πολέμου βρίσκονται ήδη εδώ και πλήρως ενεργά. Εστω κι αν τόσο η Ε.Ε. όσο και η Κίνα ανησυχούν σαφώς περισσότερο για μια ενδεχόμενη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ και για τη λαίλαπα δασμών που αυτή συνεπάγεται. Και υπό μία έννοια ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει σταματήσει ποτέ από το 2018, οπότε τον εγκαινίασε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Από ευρωπαϊκής πλευράς επικρατεί κλίμα εγρήγορσης, με τη Γερμανία ιδιαιτέρως ανήσυχη ενόψει ενδεχόμενης λαίλαπας δασμών στα γερμανικά αυτοκίνητα που θα μπορούσαν να εξουθενώσουν τις ήδη αποδυναμωμένες αυτοκινητοβιομηχανίες της και μαζί με αυτές και την οικονομία της. Σύμφωνα με διεθνή μέσα ενημέρωσης, που επικαλούνται ανώνυμες πηγές, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί προεξοφλούν πως η Ουάσιγκτον θα τηρήσει την πολιτική «πρώτα η Αμερική» όποιος κι αν είναι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου, γιατί ο μεν Τραμπ έχει δεσμευθεί πως θα βάλει δασμούς 10% σε όλα ανεξαιρέτως τα εισαγόμενα προϊόντα και θα πλήξει έτσι την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και η Κάμαλα Χάρις θα συνεχίσει την πολιτική του Τζο Μπάιντεν. Και μια συνέχεια της πολιτικής Μπάιντεν συνεπάγεται έναν έμμεσο οικονομικό πόλεμο με την Ευρώπη καθώς ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θέσπισε το πακέτο των επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών συνολικού ύψους 370 δισ. δολ. σε όσες πράσινες επενδύσεις γίνουν εντός ΗΠΑ. Υιοθέτησε, έτσι, μια βιομηχανική πολιτική εχθρικά ανταγωνιστική προς τις οικονομίες όσων χωρών δεν έχουν ανάλογες δυνατότητες να επιδοτήσουν τις βιομηχανίες τους και τις βλέπουν να παίρνουν την άγουσα για την Αμερική. Ανάλογες είναι οι εκτιμήσεις και από πλευράς των πολιτικών και επιχειρηματικών κύκλων της Κίνας, που βλέπουν τον εμπορικό πόλεμο με την Ουάσιγκτον να συνεχίζεται και πιθανώς να κλιμακώνεται, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εκλογών. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Βου Σινμπό, διευθυντή του Κέντρου Αμερικανικών Μελετών στο Πανεπιστήμιο Φουντάν της Σαγκάης, που μιλώντας στο CNN τόνισε ότι «στην Κίνα επικρατεί απαισιοδοξία και για τους δύο υποψηφίους προέδρους των ΗΠΑ, καθώς το προφίλ τους και οι ικανότητές τους δεν συγκρίνονται με τους ηγέτες του παρελθόντος, γι’ αυτό και πολλοί πιστεύουν πως όποιος κι αν εκλεγεί οι σινοαμερικανικές σχέσεις δεν θα βελτιωθούν». Εύλογο, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ είναι αυτός που έφτασε στο ιλιγγιώδες 365% τους δασμούς σε ορισμένα κινεζικά προϊόντα όπως, για παράδειγμα, σε ορισμένα αλουμινένια εξαρτήματα και έχει υποσχεθεί πως αν εκλεγεί τώρα θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς 60% σε όλα τα κινεζικά προϊόντα. Αλλά και η Κάμαλα Χάρις θα συνεχίσει την πολιτική Μπάιντεν, που όχι μόνον διατήρησε σε ισχύ σχεδόν το σύνολο των δασμών του Τραμπ, αλλά προχώρησε σε νέους και σαφώς σκληρότερους περιορισμούς στις εξαγωγές αμερικανικής τεχνολογίας προς την Κίνα.
Σύγκρουση για την ηλεκτροκίνηση
Ενώ ο πλανήτης αναμένει την έκβαση των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, ανεβαίνει το θερμόμετρο στο μέτωπο του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στην Κίνα και την Ε.Ε., που αρκετά όψιμα προσπαθεί να θωρακίσει την οικονομία της από την κινεζική επέλαση. Μέσα στην εβδομάδα ξεκίνησε ευρωπαϊκή αποστολή για το Πεκίνο για νέο γύρο συνομιλιών, με την ελπίδα να βρεθεί εναλλακτική έναντι της πολιτικής των δασμών στο ακανθώδες θέμα των κινεζικών ηλεκτροκίνητων οχημάτων.
∆ύο ημέρες προτού αναχωρήσει η ευρωπαϊκή αποστολή, οι Βρυξέλλες είχαν επιβάλει πρόσθετους δασμούς στις εισαγωγές ηλεκτροκίνητων οχημάτων από την Κίνα συμπεριλαμβανομένων και των κινεζικής κατασκευής Tesla, στα οποία οι δασμοί είναι 7,8%, ενώ στα οχήματα της SAIC Motor ανέρχονται σε ένα επιθετικό 35,3%.
Εχουν προηγηθεί από πέρυσι έρευνες της Ε.Ε. για τις επιδοτήσεις του Πεκίνου στα ηλεκτροκίνητα οχήματα και επανειλημμένες διαμαρτυρίες των Βρυξελλών, ότι οι συντριπτικά χαμηλές τιμές τους υπονομεύουν την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Σημειωτέον ότι μόνο μέσα στο περασμένο έτος το Πεκίνο χορήγησε στην κινεζική βιομηχανία μπαταριών για ηλεκτροκίνητα οχήματα, την CATL, επιδοτήσεις ύψους περίπου 790 εκατ. δολ., ποσό διπλάσιο από το αντίστοιχο που είχε λάβει έναν χρόνο νωρίτερα.
Οπως ακριβώς και για τις ΗΠΑ, τα φθηνά ηλεκτροκίνητα οχήματα της Κίνας αποτελούν απειλή για τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, καθώς χάρη στις προσιτές τιμές τους κατακλύζουν τις ευρωπαϊκές αγορές φέρνοντας σε αδιέξοδο τις εγχώριες βιομηχανίες. Το μέτρο των δασμών στα κινεζικά αυτοκίνητα έχει, βέβαια, διχάσει τις χώρες-μέλη της Ε.Ε., δεδομένου ότι επιβάλλεται και σε όσα οχήματα ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών έχουν παραχθεί σε μονάδες εντός Κίνας.
Ως εκ τούτου, δεν συμφέρει πρωτίστως τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, τη Γερμανία, οι αυτοκινητοβιομηχανίες της οποίας πραγματοποιούν περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των πωλήσεών τους στην Κίνα και έχουν ήδη πληγεί από την πτώση των εξαγωγών τους, συνεπακόλουθο των προβλημάτων της κινεζικής οικονομίας και της στροφής των Κινέζων στην εγχώρια παραγωγή. Από την πλευρά του, το Πεκίνο έχει προσφύγει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κατά της Ε.Ε. και χαρακτηρίζει αδικαιολόγητους και αθέμιτους τους ευρωπαϊκούς δασμούς στα κινεζικά προϊόντα. Από τη στιγμή όμως που οι Βρυξέλλες εξέφρασαν την πρόθεση να επιβάλουν τους επίμαχους δασμούς και προτού ακόμη προχωρήσουν στην υλοποίησή τους, το Πεκίνο εγκαινίασε σειρά ερευνών στις επιδοτήσεις σε ευρωπαϊκά αγροτικά και γαλακτοκομικά προϊόντα και ειδικότερα σε 20 προγράμματα επιδοτήσεων σε όλη την Ε.Ε. των 27 χωρών-μελών που αφορούν τυριά, κρέμες και γάλα παραγωγής Αυστρίας, Βελγίου, Κροατίας, Τσεχίας, Φινλανδίας, Ιταλίας, Ιρλανδίας και Ρουμανίας.
Σε «αναμμένα κάρβουνα» Καναδάς και Μεξικό
Η ανησυχία για τους νέους φραγμούς που ενδέχεται να αντιμετωπίσει το διεθνές εμπόριο, όποιος κι αν είναι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου, δεν περιορίζεται στην Ευρώπη και την Κίνα. Ο Καναδάς και το Μεξικό, εταίροι της Ουάσιγκτον στο πλαίσιο της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου που υπέγραψαν οι τρεις χώρες το 2018, της USMCA, βλέπουν την υπερδύναμη να παγιώνει μια πολιτική προστατευτισμού. Μοιραία ανησυχούν για τις επιπτώσεις στις εμπορικές τους σχέσεις με τις ΗΠΑ, στις οποίες καταλήγει το 80% των εξαγωγών τους.
Αν και η Ουάσιγκτον δεσμεύεται από την USMCA, που έχει τεθεί σε ισχύ από 1ης Ιουλίου 2020 και έχει υποκαταστήσει τη NAFTA, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει προτείνει μεταξύ άλλων την επιβολή δασμών ύψους 200% έως και 500% σε όσα οχήματα εισάγονται από το Μεξικό και γενικότερα την οριζόντια επιβολή δασμών σε ό,τι εισάγεται στις ΗΠΑ. Οχι μόνον ο Τραμπ αλλά και η Κάμαλα Χάρις έχουν δηλώσει ότι σχεδιάζουν να διαπραγματευθούν εκ νέου την USMCA, η σημασία της οποίας είναι καθοριστική. Οπως σχολιάζει σε σχετικό δημοσίευμά της η Wall Street Journal, η σημασία της συμφωνίας για τις δύο χώρες γίνεται αντιληπτή όταν δει κανείς τη μονίμως φορτωμένη γέφυρα Αμπάσαντορ, που συνδέει τη βιομηχανική καρδιά του Καναδά με το Ντιτρόιτ. Από αυτήν διέρχονται καθημερινά προϊόντα αξίας περίπου 320 εκατ. δολ. «Θα διαπραγματευτώ τη συμφωνία ξανά προς όφελος της χώρας», δήλωσε προ ημερών ο Τραμπ σε τηλεοπτική συνέντευξη και συμπλήρωσε με τον χαρακτηριστικό του τόνο, «μας έχουν αλλάξει τα φώτα το Μεξικό, η Κίνα, ο Καναδάς και η Ευρωπαϊκή Ενωση».
Σε ό,τι αφορά τη Χάρις, θεωρείται μεν λιγότερο επιθετική σε ό,τι αφορά την πολιτική των δασμών, αλλά είναι γεγονός ότι το 2020 ψήφισε κατά της εφαρμογής της USMCA και προ εβδομάδων έγραψε στο Χ ότι η συμφωνία αυτή «δεν ήταν επαρκής για να προστατεύσει τη χώρα και τους εργαζομένους της». Επιπλέον το 2022 η Ουάσιγκτον εξαπέλυσε εμπορικό πόλεμο κατά του Μεξικού, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι ευνοεί τις εταιρείες κοινής ωφελείας της χώρας, όπως και την πετρελαϊκή της εταιρεία εις βάρος των αμερικανικών επιχειρήσεων. Ο Καναδάς έχει αποδυθεί σε μια συστηματική διπλωματική προσέγγιση των Αμερικανών βουλευτών, προσπαθώντας να καλλιεργήσει σχέσεις υποστήριξης ενόψει της νέας διαπραγμάτευσης για την USMCA. Η Καναδή πρέσβειρα στις ΗΠΑ, Κίρστεν Χίλμαν, έχει ήδη συναντήσει 45 κυβερνήτες αμερικανικών πολιτειών και προσπαθεί διαρκώς να τους υπενθυμίζει πόσο σημαντική και πόσο ευεργετική έχει αποδειχθεί η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στις δύο χώρες. Ζητούμενο, να προστατεύσει το διμερές εμπόριο που ανέρχεται σε 900 δισ. δολ., καθώς έχει αυξηθεί κατά 46% από τα μέσα του 2020 οπότε τέθηκε σε ισχύ η επίμαχη συμφωνία.