
Kathimerini.gr
Ο πλουσιότερος άνθρωπος του Χονγκ Κονγκ, ο «Σούπερμαν» όπως τον αποκαλούν, Λι Κα Σινγκ βρίσκεται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, καθώς φουντώνουν οι συζητήσεις για το μέλλον της διώρυγας του Παναμά. Το συμβόλαιο που κατέχει εδώ και δεκαετίες η εταιρεία του CK Hutchison Holdings είναι ο λόγος που ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κάνει λόγο για κινεζική επιρροή στην πλωτή οδό και απειλεί να ανακτήσει τον έλεγχό της, ακόμη και με στρατιωτικά μέσα. Η Panama Ports Company, θυγατρική της CK Hutchison, διαχειρίζεται δύο από τα πέντε λιμάνια του καναλιού, σε μια συμφωνία που ισχύει από το 1997 έπειτα από παραχώρηση της κυβέρνησης του Παναμά.
Η Panama Ports Company, θυγατρική της CK Hutchison, διαχειρίζεται δύο από τα πέντε λιμάνια του καναλιού
Ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο δήλωσε πρόσφατα ότι είναι «απαράδεκτο» εταιρείες με έδρα στο Χονγκ Κονγκ να ελέγχουν τα σημεία εισόδου και εξόδου του καναλιού, υποστηρίζοντας ότι εάν το Πεκίνο το αποφασίσει θα μπορούσε να κλείσει τη διέλευση, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο του Παναμά εξετάζει πλέον αίτημα για την ακύρωση της σύμβασης. H συμφωνία ανανεώθηκε το 2021 για 25 χρόνια, οι επικριτές της ωστόσο υποστηρίζουν ότι η εταιρεία επωφελήθηκε, μεταξύ άλλων, από αδικαιολόγητες φορολογικές ελαφρύνσεις και τη χαρακτηρίζουν «αντιδημοκρατική». Η νομική διαμάχη ξεκίνησε όταν ο Τραμπ απείλησε να πάρει πίσω το κανάλι – που κατασκευάστηκε από τις ΗΠΑ και παραδόθηκε στον Παναμά το 1999, ισχυριζόμενος ότι η Κίνα είναι ουσιαστικά εκείνη που το «λειτουργεί». Η CK Hutchison Holdings είναι ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων του Χονγκ Κονγκ, που δραστηριοποιείται σε λιμάνια, υποδομές και τηλεπικοινωνίες, και επεκτάθηκε χάρη στις στρατηγικές επενδύσεις του στη Δύση. Το 2023, η εταιρεία του ανέφερε κέρδη 3 δισ. δολαρίων. Και ενώ κατάφερε να αντικρούσει τις επικρίσεις για συνδέσμους με την Κίνα στο παρελθόν, οι δοκιμασίες της στον Παναμά σημειώνονται την ώρα που δέχεται πιέσεις να ενισχύσει τις μετοχές της, που έχουν υποχωρήσει περισσότερο από 40% τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο 96χρονος σήμερα Λι Κα Σινγκ ξεκίνησε με την κατασκευή πλαστικών προτού επεκταθεί στα ακίνητα και στις τηλεπικοινωνίες. Οπως πολλοί μεγιστάνες της γενιάς του, διηύθυνε την εταιρεία του διαφορετικά από εκείνες στην ηπειρωτική Κίνα. Αλλά μετά την παράδοση της επικράτειας στην Κίνα το 1997, οι επιχειρήσεις του Χονγκ Κονγκ γίνονται όλο και περισσότερο αντιληπτές ως κινεζικές. Το 2020, η κυβέρνηση Τραμπ ανακάλεσε τα ειδικά εμπορικά προνόμια του Χονγκ Κονγκ και επισήμανε ότι οι ΗΠΑ δεν θεωρούν πλέον την πόλη αυτόνομη από την Κίνα, με τις εταιρείες του να παγιδεύονται πλέον στη διελκυστίνδα μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Ενώ ορισμένοι μεγιστάνες του Χονγκ Κονγκ –ιδίως εκείνοι με σημαντικές επενδύσεις στην Κίνα– έχουν έρθει πιο κοντά με κορυφαίους αξιωματούχους του Πεκίνου μετά την παράδοση, ο Λι και η CK Hutchison είχαν πιο δύσκολη σχέση. Ο Λι στήριξε τον διορισμό του σκληροπυρηνικού Τζον Λι, που υποστηρίζεται από το Πεκίνο, ως ηγέτη του Χονγκ Κονγκ το 2022 και την εισαγωγή του νόμου για την εθνική ασφάλεια. Εχει επίσης επιβεβαιώσει την υποστήριξή του στον Σι Τζινπίνγκ. Ωστόσο, το γεγονός ότι έσπευσε να απεμπλακεί από τον κτηματομεσιτικό κλάδο εν μέσω της κρίσης, προκάλεσε έντονη κριτική στα κρατικά ΜΜΕ. «Πολλές κυβερνήσεις όμως, ιδιαίτερα αυτή των ΗΠΑ, θεωρούν ότι οποιαδήποτε εταιρεία του Χονγκ Κονγκ είναι πράκτορας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, κάτι που είναι προφανώς αναληθές, ιδιαίτερα η CK Hutchison», σχολιάζει ο Ζαν-Πιερ Καμπεστάν, ερευνητής στο think-tank Asia Center με έδρα στο Παρίσι.