ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Από τον Ροκφέλερ στον Μασκ και τους άλλους 24 υπερπλουσίους

Πώς άλλαξε η σύνθεση των μεγιστάνων και αυξήθηκε ο πλούτος τους

Kathimerini.gr

Το 1987, όταν το αμερικανικό περιοδικό Forbes δημοσίευσε την πρώτη λίστα δισεκατομμυριούχων, ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου ήταν ο Ιάπωνας Γιοσιάκι Τσουτσούμι, ένας μεγιστάνας του real estate, με περιουσία 20 δισ. δολαρίων. Το Forbes είχε εντοπίσει εκείνη τη χρονιά 140 δισεκατομμυριούχους ανά τον πλανήτη, η συνολική περιουσία των οποίων άγγιζε τα 295 δισ. δολάρια.

Σήμερα, ο Ελον Μασκ ελέγχει μόνος του πλούτο σχεδόν 420 δισ. δολαρίων. Ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου είναι 21 φορές πιο πλούσιος από τον Τσουτσούμι. Αλλά είναι και τουλάχιστον 2 εκατομμύρια φορές πλουσιότερος από το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό.

Ο Μασκ είναι πρώτος ανάμεσα στους superbillionaires, έναν όρο τον οποίο χρησιμοποιεί η Wall Street Journal για να περιγράψει τους μεγιστάνες της εποχής, που έχουν περιουσία άνω των 50 δισ. δολαρίων. Οι 24 superbillionaires του πλανήτη ελέγχουν συνολική περιουσία 3,3 τρισ. δολαρίων, που αντιστοιχεί στο 16% του πλούτου των δισεκατομμυριούχων (σε μια εντυπωσιακή αύξηση από το 4% το 2014). Ο πληθυσμός των superbillionaires αποτελείται κυρίως από επιχειρηματίες που έβγαλαν χρήματα στον τεχνολογικό κλάδο ή σε εταιρείες που έφτασαν σε νέα ύψη λόγω της τεχνολογικής προόδου. Μόνο τρεις είναι γυναίκες και μόνο επτά έχουν την έδρα τους εκτός των συνόρων των ΗΠΑ.

Η άνοδος των superbillionaires αποτυπώνει μια δραστική αλλαγή στη σύσταση του πλούτου ανά τον κόσμο. Τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου ήταν βιομήχανοι, θυμίζει η Wall Street Journal. Ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ έκανε τη Standard Oil ένα πανίσχυρο μονοπώλιο του πετρελαίου, ο Αντριου Κάρνεγκι κυριαρχούσε στη βιομηχανία του χάλυβα και ο Κορνίλιους Βάντερμπιλτ έχτισε μια περιουσία στους σιδηροδρόμους. Ο πλούτος τους αντανακλούσε μια εποχή υποδομών και μεταποίησης, με τη Standard Oil να δίνει στον Ροκφέλερ τον τίτλο του πρώτου δισεκατομμυριούχου της Ιστορίας, το 1916.

Τότε, χειροπιαστά περιουσιακά στοιχεία, όπως τα ακίνητα και ο βιομηχανικός εξοπλισμός, έκαναν κάποιον πλούσιο, ενώ σήμερα ένας επιχειρηματίας αξίζει δισεκατομμύρια λόγω της αποτίμησης των πνευματικών του δικαιωμάτων και των υποσχέσεων για μελλοντική αύξηση κερδών της εταιρείας του.

Ο Μασκ της Tesla, ο Τζεφ Μπέζος της Amazon, ο Λάρι Ελισον της Oracle, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ της Meta, ο Σεργκέι Μπριν της Google, αλλά και ο πρώην CEO της Microsoft, Στιβ Μπάλμερ, έχουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου τους σε μετοχές της εταιρείας που είτε ίδρυσαν είτε διηύθυναν. Αυτό σημαίνει ότι το ύψος της περιουσίας τους μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνεται κατά δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε μικρά χρονικά διαστήματα, ανάλογα με τις διαθέσεις των επενδυτών.

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενιές, όταν μια περιουσία χρειαζόταν δεκαετίες για να χτιστεί, η σημερινή οικονομία κινείται γύρω από την τεχνολογία, κάτι που σημαίνει ότι ένας επιχειρηματίας μπορεί να συσσωρεύσει τεράστια ποσά μέσα σε λίγα χρόνια.

Είναι ενδεικτικό ότι πριν από τη σύλληψή του, το 2022, ο ιδρυτής του χρεοκοπημένου πλέον χρηματιστηρίου κρυπτονομισμάτων FTX, Σαμ Μπάνκμαν-Φριντ, έφτασε να διαθέτει περιουσία 26 δισ. δολαρίων πριν καν κλείσει τα 30 του χρόνια. Η σημερινή σύνθεση του πλούτου δείχνει και μια άλλη στροφή, καθώς αντί να κληρονομούν δισεκατομμύρια, όλο και περισσότεροι από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου είναι πλέον αυτοδημιούργητοι.

«Οι μεγάλες αμερικανικές περιουσίες τού σήμερα είναι νέο χρήμα, όχι παλιό», λέει μια περυσινή έκθεση του think tank Heritage Foundation, επισημαίνοντας ότι θρυλικές δυναστείες του αμερικανικού πλούτου, όπως οι Αστορ, Κάρνεγκι, Μέλον, Ροκφέλερ και Βάντερμπιλτ δεν εμφανίζονται πια στη λίστα Forbes 400.

Σύμφωνα με τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, μέρος της ανόδου των υπερπλουσίων σχετίζεται με την αδυναμία των αντιμονοπωλιακών νόμων να αντιμετωπίσουν τη συγκέντρωση δυνάμεων στον τεχνολογικό κλάδο. Οι αντιτράστ νόμοι που λειτούργησαν στην περίπτωση της Standard Oil δεν δουλεύουν στη σφαίρα της τεχνολογίας, εξηγεί. Και προσθέτει ότι οι superbillionaires έχουν γίνει ειδικοί της φοροαποφυγής, καθώς εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες των νόμων εταιρικής διακυβέρνησης για να πάρουν τεράστια ποσά σε μισθούς και μπόνους, με το πακέτο των 50 δισ. δολαρίων του Ελον Μασκ από την Tesla, το οποίο συζητείται στις δικαστικές αίθουσες τον τελευταίο χρόνο, να αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Και βέβαια, η έκρηξη του πλούτου των δισεκατομμυριούχων έρχεται σε μια εποχή μεγάλων οικονομικών ανισοτήτων. Το 2024, το 1% των πλουσιότερων αμερικανικών νοικοκυριών κατείχε πλούτο 49,2 τρισ. δολαρίων ή περίπου το 30% του συνολικού πλούτου της χώρας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το top 1% κατείχε το 23% του συνολικού αμερικανικού πλούτου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση