Kathimerini.gr
Το «κοκτέιλ» της ασθενούς οικονομικής δραστηριότητας και του αυξανόμενου αριθμού ακραίων καιρικών φαινομένων είναι πλέον εκρηκτικό, γι’ αυτό οι κυβερνήσεις δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να ασχολούνται με την κλιματική κρίση επιλεκτικά ή όταν δεν έχουν επείγουσες οικονομικές ανησυχίες. Η πίεση για περιβαλλοντική δράση αυξάνεται συνήθως σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, γι’ αυτό και ενισχύθηκε η υποστήριξη του πράσινου κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο τέλος της δεκαετίας του 1980, αλλά και παραμονές της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008. Η κλιματική κρίση, όμως, πλέον «φωνάζει», με την 4η Ιουλίου να είναι η πιο θερμή ημέρα που έχει καταγραφεί ποτέ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Και ενώ η θερμοκρασία αυξάνεται, η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να επιβραδύνεται. Η Γερμανία βρίσκεται ήδη σε ύφεση και πολλές άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, φαίνεται να οδεύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Την ίδια στιγμή, η ανάκαμψη της Κίνας μετά το lockdown ασθμαίνει, ενώ η δυναμική της αγοράς εργασίας των ΗΠΑ επιβραδύνεται ως απάντηση στα υψηλότερα επιτόκια. Η αμερικανική οικονομία μπορεί τεχνικά να αποφύγει την ύφεση, αλλά το γεγονός ότι οι πρόσφατες δασικές πυρκαγιές του Καναδά έπνιξαν τη Νέα Υόρκη σε μια επιβλαβή αιθαλομίχλη, «δείχνει» έναν πλανήτη που οδεύει προς καταστροφική ύφεση. Κατά μία έννοια, λοιπόν, η πραγματική ύφεση είναι η οικολογική.
Και το πρόβλημα γίνεται πιεστικό, με δεδομένο ότι οι κυβερνήσεις επικεντρώνονται στο μέλλον του πλανήτη όταν αισθάνονται ότι δεν έχουν άλλους λόγους να ανησυχούν. Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η τάση μέχρι τώρα. Η ύφεση, ακόμη και η απειλή ύφεσης, κάνει τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής να επικεντρώνονται στο τώρα. Τα σφιχτά δημοσιονομικά, σε συνδυασμό με την επιθυμία να παραμείνουν δημοφιλείς, γεννούν στους ηγέτες μια νοοτροπία να πετύχουν ανάπτυξη πάση θυσία. Μέσα στο κλίμα αυτό ενισχύονται οι φόβοι για το κόστος μετάβασης σε μια πιο καθαρή οικονομία με λιγότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Ορισμένες από αυτές τις ανησυχίες βέβαια είναι θεμιτές. Οι αντλίες θερμότητας είναι ακριβές. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα εμφανίζονται μόνο στους δρόμους ανεπτυγμένων οικονομιών. Και τα ορυκτά καύσιμα αποτελούν τα τρία τέταρτα του ενεργειακού μείγματος του Ηνωμένου Βασιλείου. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι πολιτικοί πιστεύουν ότι έχουν πιο πιεστικά ζητήματα να αντιμετωπίσουν από το να πετύχουν καθαρούς μηδενικούς στόχους.
Αυτό μπορεί να είναι κοντόφθαλμο. Αλλά για όσους βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, ο πειρασμός να καθυστερήσουν τη δράση παραμένει ισχυρός. Η απόφαση του Ρίσι Σούνακ, λόγου χάρη, να αρνηθεί τη δέσμευση 11,6 δισ. λιρών για να βοηθήσει τις φτωχές χώρες να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Θα ήταν βέβαια λάθος να υποθέσουμε ότι φταίνε μόνο οι πολιτικοί, καθώς και εκείνοι ανταποκρίνονται στα μηνύματα που λαμβάνουν από τους ψηφοφόρους. Και το μήνυμα δεν είναι σε καμιά περίπτωση ξεκάθαρο.
Πολλοί, λόγου χάρη, υποστηρίζουν ομάδες ποδοσφαίρου που χρηματοδοτούνται από συμφέροντα ορυκτών καυσίμων και οι οπαδοί πραγματικά δεν νοιάζονται αν ο νέος επιθετικός αγοράστηκε με «βρώμικα» χρήματα από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής, εφόσον σκοράρει. Οι άνθρωποι ανησυχούν περισσότερο για το μέλλον του πλανήτη από ό,τι πριν από μισόν αιώνα, αλλά αυτό που πραγματικά θέλουν είναι μια ανώδυνη μετάβαση, που δεν θα τους αναγκάσει να σταματήσουν αγαπημένες συνήθειες, όπως η οδήγηση ή οι διακοπές στο εξωτερικό.
Υπάρχει ακόμη χρόνος για δράση. Για αρχή, το πράσινο κίνημα πρέπει να θεραπεύσει το χάσμα μεταξύ εκείνων που δεν υποστηρίζουν την ανάπτυξη και εκείνων που ευνοούν τη βιώσιμη ανάπτυξη και να επικεντρωθεί στον πραγματικό εχθρό: μια μορφή καπιταλισμού που «τρώει τον εαυτό του». Ειδικά για τη Μ. Βρετανία, το think tank IPPR προτείνει ένα πακέτο δημοσίων επενδύσεων ύψους 30 δισ. λιρών ετησίως, συμπεριλαμβανομένης της καθαρής ενέργειας, το οποίο λέει ότι θα ενισχύσει την ανάπτυξη και θα είναι καλό για τα δημόσια οικονομικά. Υπάρχουν κι άλλες προτάσεις για το πώς η κυβέρνηση θα μπορούσε να επιταχύνει την πράσινη μετάβαση, οι οποίες, σύμφωνα με τους επικριτές, είναι ανεύθυνες και ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Στην πραγματικότητα, ανεύθυνοι είναι εκείνοι που θεωρούν ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να εκμεταλλευόμαστε τον φυσικό κόσμο για να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας. Αν αυτό είναι θέμα της οικονομίας, χρειαζόμαστε μια νέα οικονομία.