BLOOMBERG, CNBC
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η πολιτική μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό και η πτώση των κινεζικών χρηματιστηρίων έχουν πλήξει την οικονομία της Κίνας, με άμεση αντανάκλαση στον πλούτο των Κινέζων μεγιστάνων, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο αριθμός όσων εξ αυτών κατατάσσονται στην κατηγορία των βαθύπλουτων. Στο μεταξύ, η πολιτική των αλλεπάλληλων lockdowns πλήττει όλο και περισσότερο το κινεζικό ΑΕΠ.
Η εικόνα προκύπτει από τη λίστα της ερευνητικής εταιρείας Hurun, που κατατάσσει τους πλουσιότερους ανθρώπους στη χώρα με ελάχιστο ύψος πλούτου τα 5 δισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 692 εκατ. δολαρίων. Φέτος ο αριθμός των βαθύπλουτων εμφανίζεται μειωμένος κατά 11% σε σύγκριση με το περασμένο έτος και περιορίζεται σε 1.305 πολίτες της Κίνας που υπερβαίνουν το όριο. Στο σύνολό τους συγκεντρώνουν πλούτο ύψους 3,5 τρισ. δολαρίων, μειωμένο κατά 18% σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μεγέθη του περασμένου έτους. Ακόμη πιο εμφανής είναι η ραγδαία πτώση του κινεζικού πλούτου στους κροίσους της χώρας, με περιουσία δηλαδή 10 δισ. δολ. και άνω, καθώς ο αριθμός τους μειώθηκε κατά 29 άτομα, στους 56 πολίτες. Σε ό,τι αφορά όσους έχουν περιουσία αξίας ενός δισ. δολ., ο αριθμός τους και πάλι μειώθηκε κατά 239 άτομα, στους 946 Κινέζους. Όπως τονίζει ο Ρούπερτ Χούγκεβερφ, πρόεδρος και κύριος ερευνητής της Hurun, «φέτος είδαμε τη μεγαλύτερη πτώση που έχει καταγραφεί τα τελευταία 24 χρόνια στον αριθμό των βαθύπλουτων του καταλόγου μας».
Πέραν όμως της παγκόσμιας συγκυρίας, που πλήττει έτσι κι αλλιώς πολλές οικονομίες και της πολιτικής των lockdowns, που έχει πλήξει πολλές βιομηχανίες, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν πολλοί επιχειρηματίες, έχει προηγηθεί μια διετία εκστρατείας του Πεκίνου κατά των κινεζικών τεχνολογικών κολοσσών και όσων εταιρειών ενισχύθηκαν τόσο ώστε να υψώσουν το ανάστημά τους στην κινεζική ηγεσία. Ανάμεσά τους οι κολοσσοί των Alibaba Group και Tencent Holdings, που βρέθηκαν στο στόχαστρο και είδαν την επιρροή τους να μειώνεται και τις επιχειρήσεις τους να συρρικνώνονται. Η ανησυχία που γεννά, άλλωστε, στους κύκλους των επιχειρηματιών η στροφή του προέδρου Σι από την οικονομία στην ιδεολογία για την κοινή ευημερία και τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, έχει κάμψει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Ως εκ τούτου τις τελευταίες εβδομάδες έχουν σημειώσει μεγάλες απώλειες τα χρηματιστήρια του Χονγκ Κονγκ, αλλά και της κινεζικής ενδοχώρας.
Ανάμεσα στους πιο γνωστούς στον δυτικό κόσμο Κινέζους επιχειρηματίες που είδαν τον πλούτο τους να μειώνεται συγκαταλέγεται ο Ζανγκ Γιμίνγκ, ιδρυτής της Byte Dance, μητρικής εταιρείας της δημοφιλούς εφαρμογής στη νεολαία και του δυτικού κόσμου, TikTok.
Ο Ζανγκ Γιμίνγκ παραμένει στη δεύτερη θέση ανάμεσα στους Κινέζους μεγιστάνες, με πλούτο ύψους 35 δισ. δολ. που, ωστόσο, έχει μειωθεί φέτος κατά 28% εξαιτίας της πτώσης που σημείωσε η χρηματιστηριακή αξία της Byte Dance. Ομοίως ο Πόνι Μα, ιδρυτής της Tencent, του οποίου ο πλούτος παραμένει στα 14,6 δισ. δολ., αλλά σημείωσε τη δεύτερη σε μέγεθος πτώση, αν και εξακολουθεί τοποθετείται στην πέμπτη θέση ανάμεσα στους πλουσιότερους πολίτες της Κίνας. Ο Τζακ Μα, ιδρυτής της πλατφόρμας ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba, και η οικογένειά του βρίσκονται πλέον στην ένατη θέση έχοντας υποχωρήσει κατά τέσσερις θέσεις.
Στο μεταξύ, νέο μοντέλο υπολογισμού των μακροοικονομικών μεγεθών που εκπόνησε η ιαπωνική επενδυτική Nomura, φέρει τα lockdowns —και γενικότερα κάθε είδους περιοριστικά μέτρα που υιοθετεί το Πεκίνο για να ελέγξει την πανδημία– να πλήττουν όλο και μεγαλύτερο τμήμα του κινεζικού ΑΕΠ. Βάσει των τελευταίων μετρήσεων έχει πληγεί το 12,2% του κινεζικού ΑΕΠ, ενώ προ μίας εβδομάδας το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 9,5%.
Ο αυξημένος αντίκτυπος κατεγράφη μάλιστα την εβδομάδα στη διάρκεια της οποίας επικράτησε στα χρηματιστήρια η φημολογία πως επίκειται χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και της πολιτικής μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό. Μια φημολογία που, ωστόσο, έσπευσε να διαψεύσει το Πεκίνο εμμένοντας στην αυστηρή πολιτική του έναντι της πανδημίας. Όπως τονίζει ο Κλάους Ζένκελ, αντιπρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ε.Ε. στην Κίνα, «ένα πράγμα είναι σαφές, ότι έχουν αναβληθεί ή και ακυρωθεί πλήρως πολλές επιχειρηματικές δραστηριότητες και εμπορικές εκδηλώσεις».
Ο ίδιος εξηγεί ότι οι περιορισμοί είναι υπερβολικά πολλοί και «ο κόσμος δεν τολμάει να ταξιδέψει», ενώ τονίζει πως εταιρείες από την Γκουαντζού και τη Σεντζέν «ούτε καν μπορούν» να συμμετάσχουν στη διεθνή έκθεση εισαγωγών που διοργανώνεται αυτή την εβδομάδα στη Σαγκάη. Και διερωτάται, «πώς να διατηρήσουν τις σχέσεις οι επιχειρήσεις με τους πελάτες τους, όταν δεν μπορούν να τους συναντήσουν πρόσωπο με πρόσωπο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;».