ΚΥΠΕ
Απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε επιστολή της Ελεγκτικής Υπηρεσίας επιβεβαιώνει ότι η έγκριση που είχε δώσει ο τέως Υπουργός Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου του, για απευθείας ανάθεση δύο συμβάσεων ήταν παράνομη, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ελεγκτική Υπηρεσία, η οποία διαβίβασε σήμερα αυτή την αλληλογραφία στον Υπουργό Οικονομικών.
Αναφέρει ακόμη ότι η "εκ των υστέρων και/ή εκ των προτέρων γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η απευθείας ανάθεση στις δύο συμβάσεις ήταν νόμιμη, ήταν εσφαλμένη" και ζητά διαχωρισμό των εξουσιών του νομικού συμβούλου του κράτους από αυτών του δημοσίου κατήγορου.
Οπως σημειώνει, σε ανακοίνωσή της στις 23.1.2023 είχε αναφέρει ότι στις 2.1.2023 ενημέρωσε τον Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών ή αστικών αδικημάτων σε σχέση με τη σύναψη από το Υπουργείο Οικονομικών δύο συμβάσεων με χρηματοοικονομικούς συμβούλους, μία τον Νοέμβρη του 2021 αξίας €95.200 και μία τον Ιούλη του 2022 αξίας €191.238, χωρίς την ύπαρξη διαθέσιμων πιστώσεων και με απευθείας ανάθεση, χωρίς προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας δημοσίων συμβάσεων.
Τις σχετικές αποφάσεις, προστίθεται, είχαν λάβει ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου του. Οι συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο των δύο συμβάσεων αφορούσαν την ετεροβαρή για το κράτος και παράνομη συμφωνία που δρομολογούσε η Κυβέρνηση για επέκταση της συμφωνίας των αεροδρομίων κατά 5,5 χρόνια.
Όπως προκύπτει, αναφέρει η ΕΥ, το Υπουργείο εξασφάλισε τον Οκτώβρη του 2022, δηλαδή μετά που η Υπηρεσία ανέδειξε για πρώτη φορά το θέμα της παράνομης απευθείας ανάθεσης των δύο συμβάσεων, γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι η απευθείας ανάθεση ήταν νόμιμη. Επίσης, στην επιστολή της ΕΥ, ημερομηνίας 2.1.2023 είχε καταγράψει ισχυρισμούς του Υπουργείου Οικονομικών ότι και κατά τον ουσιώδη χρόνο σύναψης των δύο συμβάσεων είχαν τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα για την απευθείας αυτή ανάθεση. Μάλιστα, αναφέρει η Υπηρεσία στην ανακοίνωσή της, αυτό περιλαμβάνεται και σε κοινή δήλωση των Υπουργείων Οικονομικών και Μεταφορών ημερομηνίας 27.9.2022.
"Αυτό σημαίνει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας κλήθηκε να εξετάσει πιθανά ποινικά αδικήματα των ιθυνόντων του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι όμως ενήργησαν στη βάση δικής του καθοδήγησης και/ή δικής του εκ των υστέρων κάλυψης. Επειδή δε προφανώς ο Γενικός Εισαγγελέας δεν μπορούσε αντικειμενικά να εξετάσει το θέμα και επειδή η δεύτερη ανάθεση ύψους €191.238 αφορά δημόσια σύμβαση –που με βάση τη σχετική νομοθεσία θα έπρεπε, λόγω του ύψους της να είχε προκηρυχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο–, είχαμε αναφέρει ότι θα διαβιβάσουμε σχετική καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την παράνομη απευθείας ανάθεση" συμπληρώνει η ΕΥ.
Πράγματι, αναφέρει, την 1.2.2023 απέστειλε σχετική επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την οποία έλαβε απάντηση στις 30.3.2023, εκ της οποίας επιβεβαιώνεται ότι η έγκριση που είχε δώσει ο τέως Υπουργός Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου του, για απευθείας ανάθεση των δύο συμβάσεων ήταν παράνομη, και ότι η εκ των υστέρων και/ή εκ των προτέρων γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η απευθείας ανάθεση στις δύο πάνω συμβάσεων ήταν νόμιμη, ήταν εσφαλμένη.
Η αλληλογραφία αυτή διαβιβάστηκε σήμερα στον Υπουργό Οικονομικών.
"Κατά την άποψη μας, τα πιο πάνω γεγονότα εντείνουν την ανάγκη άμεσης προώθησης των κατάλληλων συνταγματικών και άλλων μεταρρυθμίσεων, ώστε να υπάρχει διαχωρισμός των εξουσιών του νομικού συμβούλου του κράτους από αυτών του δημοσίου κατήγορου. Όπως δε μας υποδεικνύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην υπό αναφορά επιστολή της, θα έχουμε την ευχέρεια να ενημερώσουμε για το θέμα αυτό την αντιπροσωπεία της με την οποία θα έχουμε αύριο συνάντηση για το θέμα του κράτους δικαίου (rule of law)" προσθέτει η Υπηρεσία.
Αναφέρει ακόμα ότι στην προκειμένη περίπτωση η Υπηρεσία, ασκώντας τις εκ του Συντάγματος εξουσίες της για έλεγχο των πληρωμών και των δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται, εξέφρασε την άποψη ότι οι δύο συμβάσεις που υπέγραψε το Υπουργείο Οικονομικών ήταν παράνομες και ότι ο Γενικός Εισαγγελέας τις χαρακτήρισε νόμιμες.
Υπενθυμίζει η ΕΥ ότι "σε πολλές περιπτώσεις ο Γενικός Εισαγγελέας απαίτησε να υποτάξουμε τη δική μας ανεξάρτητη ελεγκτική γνώμη στις δικές του γνωματεύσεις ως να είμαστε παράρτημα της Νομικής Υπηρεσίας, θέση την οποία έχουμε κατηγορηματικά απορρίψει εξηγώντας ότι, με βάση τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα, ο ελεγκτής ευθύνεται πάντα ο ίδιος για την ελεγκτική του γνώμη, έστω και αν αυτή βασίστηκε στη γνώμη ειδικών όπως είναι οι νομικοί σύμβουλοι".
"Ιδού, λοιπόν, ένα παράδειγμα όπου, εάν υιοθετούσαμε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, θα είχαμε εκφράσει ελεγκτική γνώμη που θα ήταν εσφαλμένη, κάτι που θα έπληττε την αξιοπιστία του δικού μας θεσμού" καταλήγει η Ελεγκτική Υπηρεσία.