ΤΖΟΡΤΖΕΛΙΝΑ ΝΤΟ ΡΟΖΑΡΙΟ / REUTERS
Χώρες που έχουν προβλήματα χρέους, όπως η Ζάμπια και η Σρι Λάνκα, που απευθύνονται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για οικονομική βοήθεια, αντιμετωπίζουν άνευ προηγουμένου καθυστερήσεις για να εξασφαλίσουν προγράμματα διάσωσης, διότι η Κίνα και οι δυτικές οικονομίες συγκρούονται για το πώς να προσφέρουν ελάφρυνση χρέους.
Η χρηματοδότηση του ΔΝΤ είναι συχνά η μόνη οικονομική σωτηρία που διατίθεται σε χώρες οι οποίες τελούν σε συνθήκη κρίσης χρέους, και αποτελεί το κλειδί για να αποδεσμευθούν άλλες πηγές χρηματοδότησης. Οι όποιες καθυστερήσεις ασκούν πιέσεις στα δημόσια οικονομικά, στις εταιρείες και στους πληθυσμούς.
Στην περίπτωση της Ζάμπιας χρειάστηκαν 271 ημέρες μεταξύ της επίτευξης συμφωνίας ύψους 1,3 δισ. δολαρίων με το προσωπικό του ΔΝΤ –μια προκαταρκτική συμφωνία χρηματοδότησης, που συνήθως συνομολογείται κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη χώρα– και την υπογραφή του εκτελεστικού συμβουλίου του Ταμείου, προϋπόθεση για τις πραγματικές εκταμιεύσεις. Ηταν η πρώτη αφρικανική χώρα που χρεοκόπησε στην εποχή της πανδημίας το 2020, ενώ οι συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους της με τη συμμετοχή της Κίνας παρακολουθήθηκαν στενά από άλλες χώρες ως υπόδειγμα για τη διαδικασία δανεισμού από το ΔΝΤ προς αναδυόμενες αγορές.
Αν και οι συμφωνίες σε επίπεδο προσωπικού μπορούν να επιτευχθούν χωρίς διαβεβαιώσεις χρηματοδότησης, το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ τις χρειάζεται για να εγκρίνει το πρόγραμμα. Αυτές είναι εγγυήσεις ότι οι κυβερνήσεις που δανείζουν και οι πιστώτριες τράπεζες με τη σειρά τους θα διαπραγματευθούν μια αναδιάρθρωση, σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του ΔΝΤ, παρέχοντας ανακούφιση και χρηματοδότηση, όταν χρειαστεί.
Η Σρι Λάνκα περίμενε 182 ημέρες για να οριστικοποιήσει το πρόγραμμα διάσωσης μετά μια συμφωνία 2,9 δισ. δολαρίων σε επίπεδο προσωπικού τον Σεπτέμβριο, ενώ η Γκάνα, έχοντας αθετήσει το εξωτερικό της χρέος τον Δεκέμβριο, μετά μία προκαταρκτική συμφωνία με το ΔΝΤ, δεν έχει λάβει ακόμη την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου 80 ημέρες αργότερα. Αυτό συγκρίνεται με έναν μέσο όρο 55 ημερών, που χρειάστηκαν οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος την τελευταία δεκαετία για να μεταβούν από την προκαταρκτική συμφωνία στην υπογραφή, σύμφωνα με δημόσια στοιχεία από περισσότερες από 80 περιπτώσεις, που συγκέντρωσε το ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς.
Αυτές οι καθυστερήσεις έχουν προκληθεί από διάφορους λόγους, αλλά οι ειδικοί αναλυτές του χρέους επισημαίνουν ως κύριο παράγοντα το γεγονός πως η Κίνα εξακολουθεί να είναι απρόθυμη να προσφέρει ελάφρυνση χρέους σε συγκρίσιμους όρους με άλλους εξωτερικούς πιστωτές.
«Είναι μέρος του λόγου για τον οποίο αυτές οι διαπραγματεύσεις είναι τόσο οδυνηρά αργές», δήλωσε ο Κέβιν Γκάλαχερ, διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής Παγκόσμιας Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου της Βοστώνης. «Δεν είναι πια μόνο η Λέσχη των Παρισίων και μερικές τράπεζες της Νέας Υόρκης, οι οποίες εμπλέκονται στη διαδικασία». Ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ δήλωσε την Τετάρτη ότι η χώρα του είναι πρόθυμη να συμμετάσχει «εποικοδομητικά» στην επίλυση των προβλημάτων χρέους των αντίστοιχων χωρών σε ένα πολυμερές πλαίσιο. Ωστόσο, το Πεκίνο ανέκαθεν υπογράμμιζε ότι όλοι οι πιστωτές πρέπει να ακολουθούν την αρχή της «κοινής δράσης, δίκαιης επιβάρυνσης» στη ρύθμιση του χρέους.