ΚΥΠΕ
Καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για παράνομη απευθείας ανάθεση από το Υπουργείο Οικονομικών, σε σχέση με τη Συμφωνία Παραχώρησης για την Ανάπτυξη και Διαχείριση των Αερολιμένων Λάρνακας και Πάφου θα υποβάλει ο Γενικός Ελεγκτής.
Σε ανακοίνωσή του ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης αναφέρεται σε δημοσιεύματα στον Τύπο σχετικά με την Επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Γενικό Εισαγγελέα ημερομηνίας 19.1.2023. Από αυτήν, όπως αναφέρεται, προκύπτουν τρία σημαντικά θέματα τα οποία σχολιάζει ο Ελεγκτής.
Σύμφωνα με το Γενικό Ελεγκτή, στις 2 Ιανουαρίου 2023 ενημέρωσαν τον Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών ή αστικών αδικημάτων σε σχέση με τη σύναψη από το Υπουργείο Οικονομικών δύο συμβάσεων με χρηματοοικονομικούς συμβούλους, μία τον Νοέμβρη του 2021 και μία τον Ιούλη του 2022, χωρίς την ύπαρξη διαθέσιμων πιστώσεων και με απευθείας ανάθεση, χωρίς προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας δημοσίων συμβάσεων. Τις σχετικές αποφάσεις, αναφέρεται, είχαν λάβει ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου του.
«Από την επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 19.1.2023 προκύπτει ότι το Υπουργείο, εξασφάλισε τον Οκτώβρη του 2022, δηλαδή μετά που αναδείξαμε για πρώτη φορά το θέμα της παράνομης απευθείας ανάθεσης των δύο συμβάσεων, γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι η απευθείας ανάθεση ήταν νόμιμη».
Αυτό που επιβεβαιώνεται από την επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών, αναφέρεται, είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας καλείται να εξετάσει πιθανά ποινικά αδικήματα των ιθυνόντων του Υπουργείου Οικονομικών οι οποίοι όμως ενήργησαν στη βάση δικής του καθοδήγησης και/ή δικής του εκ των υστέρων κάλυψης.
Η τεκμηρίωση του παράνομου της απευθείας ανάθεσης, προστίθεται, παρατίθεται στην παράγραφο 3 της επιστολής της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ημερ. 2.1.2023 που δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα.
«Επειδή δε προφανώς ο Γενικός Εισαγγελέας δεν μπορεί αντικειμενικά να εξετάσει το θέμα και επειδή η δεύτερη ανάθεση ύψους €191.238 αφορά δημόσια σύμβαση που με βάση τη σχετική νομοθεσία θα έπρεπε, λόγω του ύψους της, να είχε προκηρυχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα διαβιβάσουμε σχετική καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την παράνομη απευθείας ανάθεση», αναφέρεται.
«Ψεύδεται το Υπουργείο Οικονομικών»
Ακόμη η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει ότι στην επιστολή του ημερ. 19.1.2023 το Υπουργείο Οικονομικών ψεύδεται ως προς την εξασφάλιση πιστώσεων πριν από την υπογραφή των δύο συμβάσεων.
Όπως αναφέρεται, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Υπουργείο Οικονομικών υπέγραψε δύο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, η πρώτη (ημερ. 18.11.2021) με τον ελεγκτικό οίκο Ernst Young αξίας €80.000 και η δεύτερη (ημερ. 14.7.2022) με τον ελεγκτικό οίκο PwC αξίας €191.238, χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί προηγουμένως οι διαθέσιμες πιστώσεις. Συγκεκριμένα, προστίθεται, οι δύο συμβάσεις υπογράφτηκαν ενώ οι αναγκαίες πιστώσεις ήταν δεσμευμένες στον κρατικό Προϋπολογισμό. Στην πρώτη περίπτωση το αίτημα για αποδέσμευση υποβλήθηκε στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού εκ των υστέρων στις 1.12.2021 και η σχετική έγκριση δόθηκε από την Επιτροπή στις 7.12.2021. Στην δεύτερη περίπτωση το αίτημα για αποδέσμευση υποβλήθηκε εκ των υστέρων στις 8.9.2022 και ουδέποτε εγκρίθηκε από την εν λόγω Επιτροπή.
Σημειώνεται ακόμα ότι το Υπουργείο Οικονομικών σε καμία από δύο τις περιπτώσεις δεν ενημέρωσε την υπό αναφορά Επιτροπή ότι οι συμβάσεις για τις οποίες ζητούσε αποδέσμευση πιστώσεων είχαν ήδη υπογραφεί.
«Το γεγονός ότι, όπως μας πληροφορεί το Υπουργείο Οικονομικών, ο οίκος PwC αποφάσισε να μην ζητήσει τα δεδουλευμένα του, δεν διορθώνει το πρόβλημα αλλά το κάνει ακόμη πιο σοβαρό», αναφέρεται.
«Κολοσσιαίο το μέγεθος της τροποποίησης»
Ο Ελεγκτής αναφέρει ότι όπως ενημέρωσε και την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών, κάθε τροποποίηση σε δημόσια σύμβαση εξ ορισμού ενέχει κινδύνους για θέματα διαφθοράς, οι οποίοι κίνδυνοι αυξάνονται όσο πιο μεγάλη είναι η τροποποίηση.
«Στην προκειμένη περίπτωση, η τροποποίηση με τη διαχειρίστρια εταιρεία αφορά απευθείας ανάθεση εργασίας με ακαθάριστα έσοδα ύψους €1,5 δις. Το μέγεθος είναι κολοσσιαίο», αναφέρεται.
Προστίθεται ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία ενημέρωσε επίσης την Επιτροπή, ότι στέλεχος της Hermes είχε παραδεχθεί το 2015 στο σκάνδαλο ΣΑΠΑ ότι είχε δώσει μίζες και ότι προσχέδιο έκθεσης της Ελεγκτικής Υπηρεσίας στο Υπουργείο Μεταφορών είχε κοινοποιηθεί από τους ίδιους στην Hermes χωρίς τούτο να προβλεπόταν στη διαδικασία.
«Τονίσαμε ότι σε καμία περίπτωση δεν κατηγορούμε την εταιρεία ή στελέχη της ή οποιονδήποτε άλλο για διαφθορά, αλλά ότι, ως ελεγκτές, οφείλουμε πάντα κατά τη διενέργεια ελέγχου να αξιολογούμε επαρκώς τους κινδύνους που υπάρχουν ώστε να τους λάβουμε υπόψη κατά το σχεδιασμό και διενέργεια του ελέγχου», αναφέρεται.
Το Υπουργείο Οικονομικών, αναφέρεται περαιτέρω, «μας καταγγέλλει λοιπόν επειδή ενημερώσαμε για αυτά τα θέματα την αρμόδια Επιτροπή η οποία, η ίδια αυτοβούλως μας είχε ζητήσει ενημέρωση. Θεωρεί δε μεμπτό το Υπουργείο Οικονομικών ότι ενημερώσαμε την Επιτροπή για την απαράδεκτη και ετεροβαρή συμφωνία που δρομολογούσαν».
«Όσον αφορά τους ανυπόστατους και γελοίους ισχυρισμούς του Υπουργείου Οικονομικών περί διαρροής εμπιστευτικού εγγράφου, τους έχουμε ήδη σχολιάσει στην ανακοίνωση μας ημερ. 21.1.2023», αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Προσθέτει ότι από την επιστολή του ΥΠΟΙΚ ημερ. 19.1.2023 που τώρα διαβάζουν, φαίνεται ότι είναι ανυπόστατη η καταγγελία εις βάρος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και αφορά μόνο γεγονότα του Σεπτέμβρη του 2022 και όχι και κάποιο μεταγενέστερο γεγονός.
«Διερωτάται λοιπόν κανείς γιατί αυτή δεν υπεβλήθη τότε αλλά δύο εβδομάδες μετά την δική μας καταγγελία», αναφέρεται. Προφανώς προστίθεται, επειδή οι «κατηγορούμενοι μετατρέπονται σε κατηγόρους» στη βάση αστήρικτων καταγγελιών που αποτελούν «προπέτασμα καπνού και αποπροσανατολισμού».