Kathimerini.gr
Εντείνονται οι έλεγχοι για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών από την ΕΚΤ, η οποία μέχρι το τέλος του έτους ενδέχεται να αυξήσει τις απαιτήσεις, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Bloomberg. Ειδικότερα, στη νέα ετήσια αξιολόγηση των κινδύνων για τις τράπεζες του μπλοκ, η ΕΚΤ είναι πιθανό να εστιάσει στη διαχείριση των ρευστών διαθεσίμων, ενδεχομένως ανεβάζοντας τον πήχυ στους βασικούς δείκτες, όπως τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας. Επιπλέον, αναμένεται να ζητήσει καλύτερη επικοινωνία μεταξύ των τραπεζών και της ΕΚΤ επί του θέματος.
Η κατάρρευση της Credit Suisse και των αμερικανικών τραπεζών τον Μάρτιο έθεσε στο επίκεντρο την ετοιμότητα των τραπεζών σε περίπτωση μαζικής εκροής των καταθέσεων, αλλά και την αποδοτικότητα των δεικτών που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της αντοχής τους. Αξίζει να σημειωθεί πως ενώ η ρευστότητα είναι σημαντικό κομμάτι της τραπεζικής εποπτείας, το τελευταίο έτος η προσοχή έχει στραφεί περισσότερο στους κινδύνους που ανακύπτουν από την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού.
Η Κεντρική Τράπεζα εξετάζει εναλλακτικά το ενδεχόμενο ενίσχυσης του ελέγχου ποιότητας των αποθεματικών ή της δυνατότητας διαχείρισής τους.
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της ετήσιας αξιολόγησης αναμένεται να περιέλθουν στα χέρια της ΕΚΤ μέσα στο καλοκαίρι. Στη συνέχεια, οι αξιωματούχοι αναμένεται να χωρίσουν τις τράπεζες σε διαφορετικές ομάδες, ανάλογα με το πόση έκθεση έχουν στις εκροές καταθέσεων, σύμφωνα με το Bloomberg.
Στο επίκεντρο της προσοχής θα βρεθούν κατά πάσα πιθανότητα οι καταθέσεις πλουσίων πελατών, καθώς οι εκροές τέτοιου είδους καταθέσεων μπορεί να ασκήσουν σημαντικές πιέσεις στη ρευστότητα των τραπεζών. Επίσης, θα εξεταστεί η χρηματοδότησή τους και ο τρόπος με τον οποίο αξιολογούν οι πελάτες την ασφάλεια των αποταμιεύσεών τους.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως για την κατάρρευση της Credit Suisse ευθύνονται εν μέρει οι εκροές καταθέσεων από πλούσιους πελάτες. Μάλιστα, μόλις λίγες ημέρες πριν από την εξαγορά από τη UBS, οι ελβετικές αρχές δήλωναν πως η τράπεζα είχε επαρκή ρευστότητα.
Βέβαια, οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες και οι αρμόδιες αρχές έχουν τονίσει πως η περίπτωση της Credit Suisse ήταν εξαίρεση, καθώς και ότι το μπλοκ δεν εκτίθεται άμεσα στους κινδύνους από τις τραπεζικές καταρρεύσεις των ΗΠΑ. Πράγματι, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας δεν έχει βιώσει αντίστοιχη αλυσιδωτή κατάρρευση, ιδίως διότι οι τράπεζες ακολουθούν τις ελάχιστες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας και περνούν stress tests. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, έχουν επίσης μικρότερη έκθεση στην αύξηση των επιτοκίων σε σχέση με τις αμερικανικές.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες οφείλουν να διακρατούν ρευστά διαθέσιμα υψηλότερης αξίας απ’ ό,τι θα μπορούσε να διαρρεύσει μέσα σε 30 μέρες πίεσης. Η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να ανεβάσει περαιτέρω τον πήχυ. Πάντως, το τέταρτο τρίμηνο του 2022 ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ανήλθε στο 165%, πολύ υψηλότερα από το ελάχιστο όριο του 100%, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA).
Ως εναλλακτική στην αύξηση της ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας, η ΕΚΤ εξετάζει το ενδεχόμενο ενίσχυσης του ελέγχου ποιότητας των αποθεματικών ή της δυνατότητας διαχείρισής τους. Οσες τράπεζες έχουν μικρότερο ενεργητικό, ενδέχεται να λαμβάνουν σχετική ειδοποίηση, κλιμακώνοντας την πίεση για βελτίωση των ισολογισμών τους ή διακυβεύοντας τη βαθμολογία τους στη διαχείριση ρίσκου.
Ο επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου του SSM, Αντρέα Ενρία, δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση των τραπεζών. Δεδομένης της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, «έχουμε εντοπίσει μια ανάγκη εστίασης στη βιωσιμότητα των χρηματοδοτικών σχεδίων των τραπεζών», δήλωσε χαρακτηριστικά.