ΡΟΥΠΑΚ ΓΚΟΟΥΖ / REUTERS BREAKINGVIEWS
Oι μετοχές των τραπεζικών ομίλων μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 υποτίθεται πως θα ήταν ανιαρές και δεν θα παρουσίαζαν ενδιαφέρον: περισσότερα κεφάλαια, περισσότερη συμμόρφωση, λιγότερος κίνδυνος έκρηξης συναλλαγών. Η ιδέα ήταν ότι οι μέτοχοι θα αποδέχονταν χαμηλότερες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων με αντάλλαγμα ένα σταθερότερο και περισσότερο προβλέψιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Εντούτοις, αυτό το ιδεατό κατασκεύασμα υπονομεύθηκε από τις πρόσφατες εξελίξεις. Ενα από τα συμπεράσματα που εξήχθησαν έχει να κάνει με το ότι είναι επικίνδυνο να αγοράζεις μετοχές σε μεγάλους, πολύπλοκους τραπεζικούς ομίλους, ακόμη κι αν με μια πρώτη ανάγνωση δείχνουν πως είναι φθηνές.
Είναι πολύ πιο δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς πώς λειτουργούν οι τράπεζες εν συγκρίσει με τους περισσότερους άλλους τύπους εταιρειών. Πρώτον, η αξία τους βρίσκεται σε έναν ισολογισμό υψηλής μόχλευσης. Επομένως, η εστίαση στα ετήσια έσοδα, στο κόστος και στα κέρδη κινδυνεύει να χάσει την ουσία. Τα φαινομενικά σκοτεινά παράγωγα, οι μη ρευστοποιημένοι τίτλοι ή τα τιτλοποιημένα δάνεια μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες απώλειες.
Προτού η Credit Suisse αποκαλύψει ένα πλήγμα 5,5 δισ. δολαρίων από την κατάρρευση των επενδυτικών κεφαλαίων της Archegos Capital Management, λίγοι επενδυτές είχαν πιθανώς ακούσει για τον πελάτη της αυτόν ή είχαν ασχοληθεί με αυτήν τη δραστηριότητά, η οποία για αρκετό καιρό ήταν και η βασική της στο πεδίο του χρηματιστηρίου. Είναι αλήθεια ότι τα κέρδη των τραπεζών επηρεάζουν πολλές φορές την αντίστοιχη τιμή της μετοχής. Απλώς δείτε το χάσμα στην αποτίμηση του τίτλου μεταξύ της Morgan Stanley με τις υψηλές αποδόσεις και της Goldman Sachs.
Ωστόσο, αυτό που έχει εξίσου σημασία για τους μετόχους είναι ο κίνδυνος μιας σχεδόν ή ολικής διάλυσης, όπως αποδεικνύεται στην περίπτωση της Silicon Valley Bank και της Credit Suisse. Γι’ αυτό ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, Τζέιμι Ντάιμον, αρέσκεται να μιλάει για τον «ισολογισμό-φρούριο». Η διαχείριση κινδύνου, όχι τα τριμηνιαία κέρδη, είναι αυτό που πραγματικά έχει σημασία.
Εκεί εντοπίζεται η δεύτερη δυσκολία: η αδιαφάνεια. Οι τράπεζες δημοσιεύουν τεράστιο όγκο χρηματοοικονομικών πληροφοριών, ιδιαίτερα μετά τις κατασταλτικές ρυθμίσεις εξ αφορμής της κρίσης του 2008. Παρά ταύτα, τα πιο σημαντικά στοιχεία συχνά κρύβονται. Κανένας επενδυτής δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η Credit Suisse επέτρεψε στην Archegos να χρηματοδοτήσει τις συναλλαγές της με ανεπαρκή εξασφάλιση σε μετρητά. Ομολογουμένως, ορισμένοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι είναι πιο πρόθυμοι από άλλους να αγνοήσουν την πεπατημένη. Ενδεχομένως το επενδυτικό κοινό θα μπορούσε στις αποτιμήσεις του να συνεκτιμήσει αυτό το στοιχείο. Αλλά τα πράγματα αλλάζουν.
Η γερμανική Deutsche Bank, για παράδειγμα, φαινόταν να υποπίπτει πολύ εύκολα σε σφάλματα και να πέφτει σε παγίδες, έως ότου αίφνης έπαψε να το κάνει. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ακόμη και οι ρυθμιστικές αρχές, που έχουν πολύ καλύτερες πληροφορίες και πρόσβαση στη διαχείριση καταστάσεων, συχνά φαίνεται πως υστερούν. Απλώς κοιτάξτε τη FINMA, θεματοφύλακα του κλάδου στην Ελβετία, η οποία υπογράμμισε την υποτιθέμενη ισχυρή οικονομική θέση της Credit Suisse λίγες μέρες πριν η ίδια διαγράψει δικούς της τίτλους και συνδράμει στη σύμπηξη της συμφωνίας να διασωθεί από την UBS.
Οι ίδιες οι εποπτικές αρχές αποτελούν μια άλλη πηγή αβεβαιότητας. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν μοναδική σημασία για την υπόλοιπη οικονομία, ενώ είναι και πολιτικά τοξικά, γεγονός το οποίο καθιστά συχνό φαινόμενο τις απρόβλεπτες κινήσεις σε επίπεδο ρυθμιστικής πολιτικής. Ο ύπατος επόπτης των τραπεζών της Ευρώπης, Αντρέα Ενρία, απαγόρευσε τα μερίσματα και τις επαναγορές μετοχών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρόλο που τα επίπεδα κεφαλαίου των τραπεζών δεν είχαν μειωθεί στα επίπεδα στα οποία θα ενεργοποιούνταν κανονικά τέτοια μέτρα.