Money Review
Σε έκτακτα φορολογικά έσοδα από μεγάλες εταιρείες «ποντάρουν» πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να περιορίσουν το «φουσκωμένο» δημοσιονομικό έλλειμμα και να διασφαλίσουν την αξιοπιστία τους απέναντι στους επενδυτές.
Γαλλία, Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναζητούν επιπλέον χρήματα για να καλύψουν τα κενά που άφησαν οι πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων ετών, ήτοι τα μέτρα στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας και οι επιδοτήσεις ενέργειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το πληθωριστικό σοκ που ακολούθησε.
Τα μέτρα που στοχεύουν στις μεγάλες εταιρείες και τους πλουσίους θα βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να αποφύγουν τη λιτότητα, δίνοντας παράλληλα το περιθώριο στους πολιτικούς να πουν στους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους τους ότι δεν θα σηκώσουν μόνοι ολόκληρο το βάρος της διόρθωσης των κρατικών προϋπολογισμών. Ωστόσο, οι στοχευμένες αυξήσεις φόρων φαίνεται να είναι προσωρινή λύση και στο μεταξύ οι επιχειρήσεις θα βρίσκονται σε συνεχή επιφυλακή, μη γνωρίζοντας πόσο θα διαρκέσουν τα μέτρα και τι προβλέψεις να κάνουν για το επόμενο έτος.
Στοχευμένες αυξήσεις φόρων δρομολογεί η Γαλλία
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η Γαλλία, καθώς αυτή τη στιγμή δανείζεται ακριβότερα σε σύγκριση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, με το spread να διευρύνεται κοντά στα επίπεδα της κρίσης χρέους. Οσο προσπαθεί να διαχειριστεί τη δημοσιονομική της κατάσταση, η κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι χρειάζεται δύο χρόνια επιπλέον για να περιορίσει το έλλειμμα στο όριο του 3% που έχει θέσει η Ε.Ε.
Αυτή την εβδομάδα, ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron ενέκρινε προσωρινό φόρο στις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, κάνοντας στροφή 180 μοιρών από τη φιλική στάση που διατηρούσε ανέκαθεν απέναντι στον επιχειρηματικό τομέα. Η γαλλική κυβέρνηση σκοπεύει να δρομολογήσει περίπου 60 δισ. ευρώ από μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων προς τη συρρίκνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 5% του ΑΕΠ έναντι 6,1% φέτος. Αναμένεται να φτάσει το όριο του 3% μετά το 2029. Από την προσωρινή αύξηση της φορολογίας στους πλουσίους και τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και την αύξηση της «πράσινης» φορολογίας υπολογίζεται ότι θα συγκεντρώσει μόλις 20 δισ. ευρώ.
Ο επικεφαλής της Διεθνούς Ενωσης Αεροπορικών Μεταφορών (ΙΑΤΑ), Willie Walsh, χαρακτήρισε τα σχέδια της γαλλικής κυβέρνησης «καταστροφικά», λέγοντας ότι η απάντηση δεν μπορεί να είναι «η φορολόγηση των παραγωγικών κομματιών της οικονομίας μέχρι να γίνουν στάσιμα».
Οι αγορές παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στη Γαλλία, εν μέρει διότι η κυβέρνηση δεν έχει την πλειοψηφία που απαιτείται στη Βουλή, για να εγκρίνει τον προϋπολογισμό. Ο πρωθυπουργός Michael Barnier είναι πιθανό να καταφύγει σε συνταγματικά εργαλεία προκειμένου να παρακάμψει την ψήφο επί του νομοσχεδίου, αυξάνοντας όμως έτσι τις πιθανότητες για πρόταση δυσπιστίας.
Σημειώνεται ότι η απόδοση του γαλλικού δεκαετούς διαμορφώνεται περίπου 80 μονάδες βάσης υψηλότερα από το αντίστοιχο γερμανικό. Την περασμένη εβδομάδα, η απόδοση ξεπέρασε ακόμα και την αντίστοιχη της Ισπανίας, η οποία έχει χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση.
Η περίπτωση της Ιταλίας
Αντίστοιχα φαίνεται να κινείται στο θέμα της μείωσης του ελλείμματος και η Ιταλία, με τον υπουργό Οικονομικών Giancarlo Giorgetti να δηλώνει αυτή την εβδομάδα ότι θα αυξηθούν οι φόροι στις επιχειρήσεις που ευνοήθηκαν περισσότερο από την οικονομική αναστάτωση των τελευταίων ετών.
Η χώρα αναμένεται να αντιμετωπίσει αντίστοιχες δυσκολίες με τη Γαλλία στην υλοποίηση αυτών των σχεδίων. Πέρυσι, οι προτάσεις για επιπλέον φόρο στις τράπεζες τελικά εγκαταλείφθηκαν, καθώς πυροδότησαν μαζική φυγή επενδυτών από τις ιταλικές μετοχές. Ο υπουργός Οικονομικών υποσχέθηκε ότι δεν θα ξαναγίνει το ίδιο λάθος.
Πάντως, μέχρι στιγμής, οι επενδυτές έχουν πολύ πιο ήπια αντίδραση απέναντι στις κινήσεις της Ιταλίας. Ανέκαθεν ήταν το επίκεντρο ανησυχιών λόγω του υψηλότατου χρέους, αλλά η προσέγγιση της πρωθυπουργού Georgia Meloni έχει καθησυχάσει τις αγορές. Σημειώνεται ότι η χώρα σκοπεύει να φέρει το έλλειμμα κάτω του 3% το 2026, από περίπου 3,8% φέτος.
Συνολικά στην Ευρώπη, ο συνδυασμός των επιπλέον φόρων με τα μέτρα δημοσιονομικού περιορισμού ενδέχεται να επιβαρύνουν την κατανάλωση και τη ζήτηση. Πρόκειται για ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα, ιδίως δεδομένου ότι οι προσδοκίες είναι ήδη χαμηλές για τη Γηραιά Ηπειρο και συγκεκριμένα για τη μεγαλύτερή της οικονομία, τη Γερμανία.
Πηγή: moneyreview.gr, Bloomberg