
ΠΗΓΗ: Reuters
Το τολμηρό βήμα της Γερμανίας να αλλάξει τους δημοσιονομικούς κανόνες της θα μπορούσε να γυρίσει το παιχνίδι για την ασθμαίνουσα οικονομία της Ευρώπης, αποκαθιστώντας την ισχύ του μεγαλύτερου έθνους της σε ένα ληθαργικό μπλοκ που έχει μείνει πίσω από τους παγκόσμιους ομολόγους του. Το σχέδιο για την αποδέσμευση των αμυντικών δαπανών και την αναμόρφωση των γερμανικών υποδομών είναι μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές αλλαγές στη χώρα, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Η απόφαση ελήφθη λίγες ώρες μετά την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αλλάξει τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. με δάνεια «επανεξοπλισμού» ύψους 150 δισ. ευρώ και περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για αμυντικές επενδύσεις στις χώρες-μέλη.
Και οι δύο κινήσεις υπαγορεύθηκαν υπό τον φόβο ότι, με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να είναι σίγουρη για την προστασία των ΗΠΑ, καθώς η Ρωσία απειλεί τα ανατολικά σύνορά της.
Οι γερμανικές προτάσεις –οι οποίες πρέπει να εξασφαλίσουν πρώτα την υποστήριξη της πλειοψηφίας των δύο τρίτων στο κοινοβούλιο– θα δημιουργήσουν ένα ταμείο υποδομής 500 δισ. ευρώ, θα εξαιρέσουν τις αμυντικές δαπάνες άνω του 1% του ΑΕΠ από το «φρένο χρέους» και θα επιτρέψουν στα κρατίδια της Γερμανίας να έχουν μικρό έλλειμμα. Δεδομένου ότι το γερμανικό χρέος είναι λίγο πάνω από το 60% του ΑΕΠ –το μισό από εκείνο των ΗΠΑ και τα δύο τρίτα του μέσου όρου της Ευρωζώνης– δεν υπάρχει καμία ανησυχία προς το παρόν ότι η Γερμανία βαδίζει σε μη βιώσιμη πορεία, ακόμη κι αν το χρέος αγγίξει το 70% μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Η Bank of America χαρακτήρισε την κίνηση ιστορική και διεμήνυσε ότι θα εκτοξεύσει τη γερμανική ανάπτυξη πιο κοντά στο 1,5%-2% από το 2027 και μετά.
Εάν η Γερμανία αναπτύσσεται, αναπτύσσεται και η Ευρώπη, καθώς ο τεράστιος βιομηχανικός τομέας της βασίζεται σε προμηθευτές σε ολόκληρη την Ε.Ε. – ή τουλάχιστον αυτό ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Η πρόσθετη δαπάνη δεν φαίνεται επίσης να σημειώνεται εις βάρος των υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού: οι επενδυτές εξακολουθούν να αναμένουν ακόμη τρεις μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ φέτος, υποδηλώνοντας ότι το μεγαλύτερο χρέος δεν αποτελεί ανησυχία προς το παρόν. Αυτό οφείλεται πιθανώς στο ότι η κυβέρνηση Τραμπ συνεχίζει να απειλεί την Ε.Ε. με δασμούς, πιθανότατα πυροδοτώντας αντίποινα που θα αποδυνάμωναν την ανάπτυξη. Ενώ λίγα κράτη της Ε.Ε. έχουν περιθώριο να αυξήσουν τον δανεισμό, απολαμβάνουν επίσης κάποια προστασία από την ΕΚΤ, η οποία έχει υποσχεθεί να τα προστατεύσει από αδικαιολόγητες αυξήσεις στις αποδόσεις των ομολόγων, εφόσον πληρούν τους δημοσιονομικούς κανόνες.