Δήμητρα Μανιφάβα
«Εάν σε λίγο καιρό η Χ πολυεθνική δεν δίνει προϊόντα στην Ψ αλυσίδα, μην απορήσετε». Τα λόγια αυτά ανήκουν σε υψηλόβαθμο κυβερνητικό παράγοντα και αποτελούν, όσο κι αν μοιάζουν υπερβολικά, μια πιθανή συνέπεια των μέτρων που εφαρμόζονται από την 1η Μαρτίου για την καταπολέμηση της ακρίβειας. Μέτρα που οδηγούν μέρα με τη μέρα τις σχέσεις των προμηθευτών με τους λιανεμπόρους στα άκρα, καθώς οι τελευταίοι, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα υποστηρίζουν οι προμηθευτές, ζητούν ολοένα και περισσότερες παροχές. Εάν μάλιστα το μέτρο της μείωσης των παροχών κατά 30% επεκταθεί και σε κατηγορίες τροφίμων, ενδεχόμενο που εξετάζει το υπουργείο Ανάπτυξης, τότε αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη ένταση στις σχέσεις προμηθευτών – λιανεμπόρων.
Αυτό που συμβαίνει από τις αρχές του χρόνου, οπότε ξεκίνησαν οι συζητήσεις για τις νέες εμπορικές συμφωνίες, είναι οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ να πιέζουν για περισσότερες παροχές. Ο λόγος; Η υποχρέωση μείωσης των παροχών που δίνουν οι προμηθευτές στους λιανεμπόρους κατά 30%, προκειμένου το όφελος αυτό να μεταφερθεί στις τιμές τιμοκαταλόγου, πιέζει την κερδοφορία των αλυσίδων σούπερ μάρκετ. Και αυτό διότι τα κέρδη του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων προκύπτουν κυρίως από τις παροχές και τις εκπτώσεις των προμηθευτών. Με απλά λόγια, το σούπερ μάρκετ αποκομίζει κέρδη, όχι πουλώντας προς 1,30 ευρώ ένα προϊόν που αγόρασε από τον προμηθευτή προς 1 ευρώ, αλλά όταν με τις εκπτώσεις και τις παροχές, στην πραγματικότητα έχει πληρώσει τον προμηθευτή 0,70 ευρώ. Κλαδική έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού η οποία δημοσιοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2021, αλλά αφορούσε τη λειτουργία της αγοράς την προηγούμενη δεκαετία, έδειξε ότι οι «καθαρές» αγορές των σούπερ μάρκετ αποτελούν το 62% των μεικτών αγορών τους και το υπόλοιπο 38% είναι οι διάφορες παροχές και εκπτώσεις. «Οι συζητήσεις ακόμη είναι σε πολιτισμένο πλαίσιο. Ωστόσο, αναμένεται κλιμάκωση των πιέσεων το επόμενο διάστημα και δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι κάποια εταιρεία θα πει σε αλυσίδα ότι τη βγάζει εκτός, δηλαδή θα πάψει να την προμηθεύει», επισημαίνει στην «Καθημερινή» της Κυριακής στέλεχος της αγοράς, με δραστηριότητα στις κατηγορίες στις οποίες εφαρμόζεται για την ώρα το μέτρο της μείωσης των παροχών. Σημειώνει δε ότι εκτός από περισσότερες παροχές, οι αλυσίδες ζητούν από τους προμηθευτές να πληρώσουν τα αποθέματα των προϊόντων τα οποία έχουν αγοράσει από αυτούς σε υψηλότερες τιμές και τώρα θα πρέπει να πωληθούν με έκπτωση. Κάτι, πάντως, που και οι προμηθευτές το ακούν με κατανόηση.
Υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω μέτρο εφαρμόζεται για την ώρα σε 12 κατηγορίες προϊόντων (απορρυπαντικά, καθαριστικά, είδη ατομικής υγιεινής). Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι διαπραγματεύσεις για τις εμπορικές συμφωνίες στην Ελλάδα μπορεί να ξεκίνησαν στις αρχές του χρόνου, αλλά αναμένεται να ολοκληρωθούν λίγο πριν από το τέλος του, έχουμε να δούμε πολλά ακόμη.
Τι θα γίνει στην περίπτωση που το μέτρο εφαρμοστεί σε κατηγορίες τροφίμων, κάτι που αποκάλυψε η «Κ» και επιβεβαίωσε στη συνέχεια με δηλώσεις του ο Κώστας Σκρέκας; «Σε αντίθεση με τις κατηγορίες που ήδη εφαρμόζεται το μέτρο, στα τρόφιμα τα ποσοστά των προωθητικών ενεργειών είναι πολύ χαμηλότερα, συνεπώς οποιαδήποτε παρέμβαση σε αυτό το πεδίο προκειμένου να υποστηριχθεί μια υποτίμηση στις αρχικές τιμές θα δημιουργήσει ένταση στις συμφωνίες προμηθευτών – λιανεμπόρων, με τους τελευταίους να επιδιώκουν να διαφυλάξουν τα περιθώρια κέρδους, τα οποία σε σχέση με τη βιομηχανία κινούνται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο», υποστήριξε πρόσφατα υψηλόβαθμο στέλεχος στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης του ECR (Σύνδεσμος Λιανεμπόρων – Προμηθευτών), για να προσθέσει ότι «ένα τέτοιο ενδεχόμενο εγκυμονεί τον κίνδυνο να προκληθούν ισχυροί τριγμοί στην αγορά».
Ποια είναι τα τρόφιμα στα οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί το μέτρο; Αυτά στα οποία υπάρχουν μεγάλες προωθητικές ενέργειες, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τα γιαούρτια, όπου η προσφορά τύπου «2+1 δώρο» έχει σχεδόν μόνιμο χαρακτήρα, αναψυκτικά, μπίρες, ζυμαρικά, άλευρα κ.ά. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο ανώτατα στελέχη ελληνικών γαλακτοβιομηχανιών της Βόρειας Ελλάδας, όταν ρωτήθηκαν σχετικά από την «Κ» τάχθηκαν υπέρ της επέκτασης του μέτρου και στα τρόφιμα. Στην περίπτωση αυτή, εκτιμούν ότι πέρα από το όφελος που θα έχει ο καταναλωτής, το μέτρο θα διορθώσει πιθανές στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό που προκύπτουν λόγω της υπερβολικής διάρκειας των προσφορών.