CNN, FINANCIAL TIMES
Εκκληση στο Πεκίνο να ασκήσει την επιρροή του στη Μόσχα απηύθυνε χθες ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς, κατά τη συνάντησή του με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, αφήνοντας να εννοηθεί πως επενδύει στην κινεζική διαμεσολάβηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας. «Είπα στον πρόεδρο Σι πως είναι σημαντικό η Κίνα να χρησιμοποιήσει την επιρροή της έναντι της Ρωσίας», είπε χαρακτηριστικά ο Σολτς. Κατά τον καγκελάριο, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν «πως η απειλή για χρήση πυρηνικών είναι ανεύθυνη και επικίνδυνη». Από την πλευρά του ο Κινέζος πρόεδρος τόνισε με νόημα πως «όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές πρέπει να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, να διενεργήσουν απευθείας επαφές το συντομότερο δυνατό, να δημιουργήσουν τις συνθήκες για αναβίωση των διαπραγματεύσεων και να αντιταχθούν από κοινού στη χρήση πυρηνικών όπλων. Επρόκειτο για ένα έμμεσο πλην σαφές μήνυμα προς τη Μόσχα, αν και ούτε ο Σι ούτε ο πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ κατονόμασαν τη Ρωσία στις επίσημες δηλώσεις τους.
Ο Γερμανός καγκελάριος έφθασε στο Πεκίνο συνοδευόμενος από ομάδα διευθυνόντων συμβούλων 12 γερμανικών επιχειρηματικών κολοσσών, μεταξύ των οποίων οι επικεφαλής των Volkswagen, Siemens, Deutsche Bank και BASF, κι ενώ στη Γερμανία δεν έχει ακόμη κοπάσει η διαμάχη σχετικά με την εκχώρηση στην Cosco του 25% τερματικού σταθμού στο λιμάνι του Αμβούργου. Στο πλαίσιο της αστραπιαίας επίσκεψης μίας ημέρας, οι επικεφαλής των 12 γερμανικών βιομηχανικών κολοσσών είχαν προγραμματισμένες αλλά κεκλεισμένων των θυρών συναντήσεις με ομολόγους τους κινεζικών επιχειρήσεων. Η επίσκεψη του Γερμανού καγκελαρίου στην Κίνα είναι η πρώτη που πραγματοποιεί ηγέτης χώρας του G7 μετά περίπου τρία χρόνια και συμπίπτει με μια συγκυρία που φέρνει τη Γερμανία στα πρόθυρα ύφεσης. Πραγματοποιείται, όμως, παράλληλα και ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και εντείνει τον προβληματισμό των δυτικών χωρών για τη στενή σχέση του Πεκίνου με τη Μόσχα, επομένως και για τις στενές σχέσεις των ευρωπαϊκών οικονομιών με την κινεζική οικονομία, όπως και για τη μεγάλη σύγκλιση οικονομικών συμφερόντων ανάμεσα στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία και στον οικονομικό γίγαντα της Ασίας. Ταυτοχρόνως εντείνεται στη Γερμανία ο προβληματισμός για τις στενές οικονομικές σχέσεις της με την Κίνα, ένας προβληματισμός που κορυφώθηκε στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας γύρω από την εξαγορά τμήματος τερματικού σταθμού στο λιμάνι του Αμβούργου από την Cosco. Οι εντονότατες διαφωνίες εταίρων του κυβερνητικού συνασπισμού ανάγκασαν τον Γερμανό καγκελάριο, ένθερμο υποστηρικτή της σχετικής συμφωνίας, σε ένα συμβιβασμό με τη μείωση του ποσοστού του τερματικού σταθμού από το 35% στο 24,9%.
Με την ύφεση προ των πυλών της, πάντως, και την ενεργειακή κρίση να πλήττει καίρια τις βιομηχανίες της, η Γερμανία δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει ούτε να υποβαθμίσει τους οικονομικούς δεσμούς της με την Κίνα, που αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της τα τελευταία έξι χρόνια και με την αξία του διμερούς εμπορίου να έχει αυξηθεί κατά 15% μέσα στα τελευταία δύο χρόνια και να ανέρχεται από πέρυσι στα 245 δισ. ευρώ. Το Βερολίνο έχει άλλωστε αναγκαστεί να διακόψει τους μακροχρόνιους δεσμούς του με τη Μόσχα και να αποδυθεί σε μια προσπάθεια να υποκαταστήσει το ρωσικό φυσικό αέριο με άλλους προμηθευτές, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Οπως σχολιάζει στο CNN ο Ραφάλ Ουλατόφσκι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, «όταν το θέμα αφορά την Κίνα, είναι αναμενόμενο πως η Γερμανία δεν θα ήθελε να χάσει ακόμη και αυτήν την αγορά, ακόμη και αυτόν τον εταίρο». Σημειωτέον άλλωστε πως το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία εκτιμά πως αν διακοπούν οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της Ε.Ε. με την Κίνα, η γερμανική οικονομία θα μειωθεί κατά 1%.
Δεδομένου, όμως, ότι οι δυτικές οικονομίες έχουν επιβάλει αλλεπάλληλα κύματα οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία και η Κίνα εμμένει στην «ουδέτερη στάση» της έναντι του πολέμου, εντείνεται στην Ευρώπη ο προβληματισμός για τις οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Στη συνάντησή του με τον Ολαφ Σολτς, πάντως, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ κάλεσε τη Γερμανία να συνεργαστεί στενά με την Κίνα εν μέσω αυτής της «περίπλοκης και ασταθούς» διεθνούς κατάστασης. Εξέφρασε επίσης την ελπίδα πως με τη συνδρομή του Γερμανού καγκελαρίου «θα ενισχυθεί η αμοιβαία κατανόηση και εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο χώρες, θα επιτευχθεί εμβάθυνση μιας πραγματιστικής συνεργασίας σε διάφορους τομείς και θα σχεδιασθεί η νέα φάση σινογερμανικών σχέσεων».