Η δεινή κατάσταση στην οποία έχει πια περιέλθει η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τον τίτλο της δημοφιλούς κινηματογραφικής ταινίας της δεκαετίας του 1990 «Ο Άγγλος Ασθενής».
Η Βρετανία έγινε και πάλι «ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» («the sick man of Europe»), σημειώνει ο Ντάνκαν Γουέλντον σε άρθρο του για το βρετανικό New Statesman.
Ο πολιτικός προσανατολισμός του εν λόγω περιοδικού, που απέχει πολύ από το να μπορεί να θεωρηθεί φιλικό προς τους κυβερνώντες Τόρις, το τοποθετεί σαφώς απέναντι από την κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον. Υπό αυτό το πρίσμα, η κριτική προς την βρετανική κυβέρνηση θα έπρεπε να θεωρείται αναμενόμενη.
Η βρετανική οικονομία φλερτάρει με την ύφεση
Οι προβληματικές επιδόσεις της βρετανικής οικονομίας είναι ωστόσο πλέον ορατές σε όλους και, από αυτήν την άποψη, αδιαμφισβήτητες.
«Το Ηνωμένο Βασίλειο προβλέπεται πως θα σημειώσει το επόμενο έτος τη χειρότερη οικονομική ανάπτυξη από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη χώρα εκτός της Ρωσίας. Τι πήγε στραβά;», διερωτάται στο άρθρο του ο Γουέλντον.
«Η οικονομία της Βρετανίας συρρικνώνεται», συνεχίζει ο ίδιος. «Τον Απρίλιο, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,3%, αφού είχε προηγουμένως – τον Μάρτιο – μειωθεί κατά 0,1%. Για πρώτη φορά έπειτα από το εθνικό lockdown τον Ιανουάριο του 2021, και οι τρεις βασικοί κλάδοι – οι υπηρεσίες, η βιομηχανική παραγωγή και οι κατασκευές – υποχωρούν.» Η άποψη που κυριαρχεί πια μεταξύ των οικονομολόγων είναι ότι το 2022 θα είναι μεν μια δύσκολη χρονιά για τη βρετανική οικονομία, αλλά ότι εκείνη θα αποφύγει οριακά την ύφεση.
Δυσοίωνες προβλέψεις
Ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) αναμένει ότι η οικονομία της Βρετανίας θα έχει χειρότερες επιδόσεις το επόμενο έτος (0% ανάπτυξη) από εκείνες οιασδήποτε άλλης ανεπτυγμένης χώρας, της Ρωσίας εξαιρουμένης, η οποία Ρωσία βρίσκεται ωστόσο σε κλοιό κυρώσεων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Ο παρατεινόμενος αντίκτυπος της πανδημίας, οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που έχουν υποστεί διαταραχές και το σοκ στις τιμές των εμπορευμάτων που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία προκαλούν προβλήματα στις οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Ντάνκαν Γουέλντον ωστόσο του New Statesman, το Ηνωμένο Βασίλειο πλήττεται περισσότερο από πολλές άλλες χώρες.
Ο πληθωρισμός προβλέπεται πως θα είναι υψηλότερος στο Ηνωμένο Βασίλειο από ό,τι σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, και η ανάπτυξη περισσότερο αδύναμη εντός των βρετανικών συνόρων.
Μνήμες δεκαετίας 1970
Κατά τη δεκαετία του 1970, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο «χασομέρης» (laggard, ο «αργοκίνητος») της Δυτικής Ευρώπης. Ήταν μια χώρα με τοξικές εργασιακές σχέσεις, πεισματικά υψηλό πληθωρισμό και ασταθείς κύκλους οικονομικής δραστηριότητας. «Η Βρετανία είναι μια τραγωδία», είχε πει το 1975 ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ.
Η ταμπέλα του «μεγάλου ασθενούς» ωστόσο πλέον επανέρχεται και για αυτό, σύμφωνα με τον Ντάνκαν Γουέλντον, ευθύνονται όσα προηγήθηκαν την περασμένη δεκαετία.
Οι πραγματικοί μισθοί, προσαρμοσμένοι ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός, δεν αναμένεται να είναι υψηλότεροι το 2025 από ό,τι ήταν το 2008.
Τη δεκαετία πριν από την οικονομική κρίση των ετών 2007 – 2009, η βρετανική οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7%. Την επόμενη δεκαετία – πριν από την πανδημία – με μόλις 1,7%. Πριν από το 2007, η Βρετανία απολάμβανε τον δεύτερο ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της ομάδας των G7, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ. Έκτοτε, έχει υποχωρήσει στο δεύτερο χαμηλότερο σημείο, μπροστά μόνο από την Ιταλία.
Σε τροχιά Ιταλίας
Η Ιταλία πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν τόσο πλούσια όσο και η Γερμανία με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Μια δεκαετία αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχε υποχωρήσει πίσω από τη Γερμανία, αλλά ήταν ακόμα μπροστά από τη Βρετανία. Σήμερα, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ιταλίας είναι πιο κοντά σε εκείνο της Ισπανίας. Η Βρετανία φαίνεται πια να ακολουθεί παρόμοιο δρόμο με εκείνον που ακολούθησε η Ιταλία.
Παράλληλα ωστόσο, τα περασμένα χρόνια στη Μεγάλη Βρετανία μειώθηκε και ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας. Η παραγωγικότητα ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας αυξανόταν κατά 1,9% ετησίως μεταξύ 1997 και 2007, αλλά μόνο κατά 0,7% μεταξύ 2009 και 2019, όπως σημειώνεται.
Οι λόγοι για αυτό, πολλοί και διαφορετικοί: Οι αδύναμες επιχειρηματικές επενδύσεις, το «κατεστραμμένο» τραπεζικό σύστημα μετά το 2008, τα ανεπαρκή συστήματα διαχείρισης ποιότητας, οι ελλείψεις σε συγκεκριμένες δεξιότητες, μια σειρά από ιδιότυπα προβλήματα σε διάφορους τομείς, αλλά και η επιλογή της κυβέρνησης του Ντέιβιντ Κάμερον να δώσει προτεραιότητα στη μείωση του ελλείμματος έναντι της οικονομικής ανάπτυξης συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών των λόγων, σύμφωνα με τον Γουέλντον.
Ο παράγοντας παραγωγικότητα
Ο πραγματικός κίνδυνος ειδικά με την αναιμική αύξηση της παραγωγικότητας είναι ότι δεν είναι ένα από εκείνα τα στοιχεία που τραβούν την προσοχή, όπως σημειώνει ο Ντάνκαν Γουέλντον στο άρθρο του. Αντιθέτως, ο υψηλός πληθωρισμός και η αυξανόμενη ανεργία είναι στοιχεία που ενοχλούν άμεσα τους ψηφοφόρους και μαζί τους πολιτικούς.
Η οικονομική ανάπτυξη ήταν χαμηλή στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 2010. Και όμως, παρά την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη, η ανεργία στη χώρα μειώθηκε από σχεδόν 8,5% το 2011 σε μόλις 3,9% την παραμονή της πανδημίας το 2020. Ακόμη και μια σχετικά αδύναμη οικονομία μπορεί ωστόσο να «γεννά» θέσεις εργασίας.
Το Brexit ως επιταχυντής επιδείνωσης των προβλημάτων
Στην πορεία ωστόσο, τα προβλήματα της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης της δεκαετίας του 2010 θα επιδεινώνονταν από το Brexit.
Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, και εν συνεχεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία του βρετανικού οικονομικού μοντέλου κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Η πρόσβαση σε μια μεγαλύτερη αγορά όπως ήταν η ευρωπαϊκή βοήθησε τους Βρετανούς εξαγωγείς να αναπτυχθούν. Οι εγχώριες επιχειρήσεις δέχονταν μεγαλύτερη ανταγωνιστική πίεση καθώς οι εισαγωγές από την Ευρώπη έρεαν εύκολα και στη Βρετανία. Οι ίδιες μπορούσαν όμως παράλληλα να αξιοποιήσουν ευρύτερες αλυσίδες εφοδιασμού.
Το Λονδίνο, του οποίου ο πληθυσμός είχε μειωθεί από 8,2 εκατομμύρια το 1951 σε 6,8 εκατομμύρια το 1981, έγινε η χρηματοοικονομική κινητήριος δύναμη της Ευρώπης. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αναπτύχθηκε σχετικά γρήγορα κατά τη δεκαετία του 1990, με τη συμμετοχή της Βρετανίας στην ΕΕ να αποτελεί «βασικό πυλώνα του αναπτυξιακού μοντέλου της Βρετανίας», όπως σημειώνει ο Ντάνκαν Γουέλντον στην ανάλυσή του για το New Statesman.
Και έπειτα ήρθε το Brexit, με τους οπαδούς της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ να υποστηρίζουν ότι μια «παγκόσμια Βρετανία» (Global Britain), απαλλαγμένη από τα δεσμά της ΕΕ, θα συνάψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με μια σειρά από ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων.
Έξι χρόνια έπειτα από εκείνο το δημοψήφισμα ωστόσο του 2016, η βρετανική κυβέρνηση ακόμη προσπαθεί να πείσει ότι το Brexit ήταν μια οικονομικά ορθή επιλογή.
Ο Ντάνιελ Χάναν πάντως, ένας από τους νονούς του Brexit, προσφάτως παραδέχθηκε ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα εάν η Βρετανία είχε παραμείνει στην ευρωπαϊκή ενιαία αγορά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Αυτό που δεν έλαβαν υπόψη τους οι θιασώτες του Brexit όταν εκπονούσαν το σχέδιο της αναβίωσης του βρετανικού καπιταλισμού μέσω της επιστροφής σε μια θατσερικού τύπου απορρύθμιση ήταν, όπως σημειώνει ο Γουέλντον, ότι ο ίδιος ο βρετανικός καπιταλισμός έχει εν τω μεταξύ αλλάξει. Δεν είναι εκείνος που ήταν τη δεκαετία του 1980. Είναι περισσότερο παγκοσμιοποιημένος, περισσότερο ενσωματωμένος στις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού και πολύ λιγότερο εστιασμένος σε εθνικό επίπεδο. Προς απογοήτευση, δε, των υπουργών που προώθησαν το Brexit, πολλές μεγάλες βρετανικές εταιρείες δεν επιθυμούν να αποκλίνουν από τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Όσο για το μέλλον της βρετανικής οικονομίας, χωρίς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, εκείνο φαίνεται πια ξεκάθαρα ιταλικό – αλλά χωρίς τον ευχάριστο ιταλικό καιρό, καταλήγει ο Γουέλντον.
Πηγή: New Statesman