Kathimerini.gr
Η Βρετανία αναμένεται να ενισχυθεί σημαντικά μέσα στην επόμενη 15ετία, προοπτική η οποία θα τη βοηθήσει να διατηρήσει τη θέση της μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, σύμφωνα με μακροπρόθεσμες προβλέψεις από το Κέντρο Οικονομικών και Εταιρικών Ερευνών (CEBR).
Συγκεκριμένα, η Βρετανία και η Γαλλία θα παραμείνουν στην έκτη και έβδομη θέση αντίστοιχα μεταξύ των οικονομιών διεθνώς έως το 2039, καθώς η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία θα υποχωρούν στον πίνακα κατάταξης. Αυτήν την αρκετά αισιόδοξη εκτίμηση αναμένεται να χαιρετίσει ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, ειδικά εφόσον τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία κατέδειξαν ότι η οικονομία δεν έχει αναπτυχθεί από τότε που η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος ανέλαβε την εξουσία τον Ιούλιο.
Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία μείωσε την εκτίμησή της για τη μεταβολή του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στο 0,0% την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου εν συγκρίσει με την παλαιότερη για ανάπτυξη της τάξεως του 0,1%. Ο κ. Στάρμερ ελπίζει ότι τα σχέδιά του για επίτευξη ταχύτερης διαρκούς ανάπτυξης μέσα στους κόλπους της «Ομάδας των Επτά», μέσω μιας δέσμης επιθετικών μεταρρυθμίσεων, ανοικοδόμησης κατοικιών και δημοσίων επενδύσεων, θα αποδώσουν καρπούς ύστερα από μια δύσκολη εκκίνηση για τους Εργατικούς. Ωστόσο το CEBR επισήμανε ότι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν εμπόδια στην πορεία της βρετανικής οικονομίας. «Αν κι αυτή η προοπτική είναι σαφώς καλύτερη από ό,τι για τις κύριες ομολόγους της στην Ευρώπη, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, οι οποίες αναμένεται να διολισθήσουν, αυτό αποτυπώνει μια σχετικά φτωχότερη προοπτική για τις οικονομίες της Ευρωζώνης παρά την ισχυρή ανάπτυξη του Ηνωμένου Βασιλείου», ανέφερε το Κέντρο Οικονομικών και Εταιρικών Ερευνών (CEBR).
Το CEBR αναμένει ότι μέσα στα επόμενα 15 χρόνια η Βρετανία θα μειώσει το χάσμα με τη γερμανική οικονομία, η οποία εμφανίζει επί του παρόντος τις χειρότερες επιδόσεις. Η γερμανική οικονομία, η ισχυρότερη της Ευρώπης, αναμένεται να είναι 20% μεγαλύτερη από της Βρετανίας το 2039, σε σύγκριση με 31% σήμερα. Ομοίως, η Βρετανία θα ξεπεράσει τη Γαλλία και θα είναι 25% μεγαλύτερη με γνώμονα την οικονομική παραγωγή έως το 2039.
Παρά το γεγονός ότι το Κέντρο Οικονομικών και Εταιρικών Ερευνών προειδοποίησε ότι οι αυξήσεις φόρων, που προτείνονται από μέρους της κυβέρνησης των Εργατικών, θα σημαίνουν ασθενέστερη ανάπτυξη της παραγωγικής δραστηριότητας βραχυπρόθεσμα, ωστόσο αναμένει ότι ο ρυθμός αύξησης της τάσης της ανάπτυξης θα φθάσει στο 1,8% μακροπρόθεσμα. Επιπλέον, το Κέντρο εκτιμά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους ως η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, ανακόπτοντας τον ανταγωνισμό από την Κίνα. «Περιμένουμε ότι η Κίνα θα διεκδικήσει τελικά την πρώτη θέση ως παγκόσμια ηγέτιδα, αν και οι διαρθρωτικοί και δημογραφικοί περιορισμοί της υποδηλώνουν ότι μια τέτοια θητεία της θα έχει σύντομη διάρκεια», δήλωσε ο Σαμ Μίλεϊ, οικονομολόγος του CEBR και αρμόδιος του τμήματος των οικονομικών προβλέψεων.
Σύμφωνα με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η Βρετανία προβλέπεται να ανέλθει στην 21η θέση, ακριβώς πίσω από τη Μάλτα, τη Γερμανία και τη Σουηδία. Το Λουξεμβούργο προβλέπεται να παραμείνει η κατά κεφαλήν πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, ακολουθούμενη από την Ιρλανδία και την Ελβετία.
Επί του παρόντος, όμως, η βρετανική οικονομία δείχνει να απογοητεύει την κυβέρνηση των Εργατικών, η οποία εξασφάλισε την εκλογική νίκη, υποσχόμενη την αναθέρμανσή της.
Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία αναμένει μηδενική ανάπτυξη το τρίτο τρίμηνο και, συν τοις άλλοις, αναθεώρησε προς τα κάτω την εκτίμησή της για ανάπτυξη το δεύτερο τρίμηνο στο 0,4% από το προηγούμενο 0,5%. Ο πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ και η υπουργός Οικονομικών του Ρέιτσελ Ριβς προειδοποίησαν για την κακή κατάσταση της οικονομίας, όπως την παρέλαβαν από την προηγούμενη κυβέρνηση των Συντηρητικών, προτού ανακοινώσουν αυξήσεις φόρων για τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο του προϋπολογισμού της 30ής Οκτωβρίου. Αναλυτές ανέφεραν ότι ο δυσοίωνος τόνος της νέας κυβέρνησης υπάρχει κίνδυνος να επιβραδύνει την οικονομία, ενώ προσέθεσαν ότι οι αριθμοί υποδηλώνουν μηδενική ανάπτυξη στο σύνολο του δευτέρου εξαμήνου του έτους.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα η Τράπεζα της Αγγλίας προέβλεψε ότι η οικονομία δεν θα αναπτυχθεί το τέταρτο τρίμηνο. Ωστόσο διατήρησε αμετάβλητο το κόστος δανεισμού λόγω των κινδύνων που εξακολουθεί να εγκυμονεί ο πληθωρισμός. Ο Πολ Ντέιλς, διευθυντής οικονομολόγος του Ηνωμένου Βασιλείου στην εταιρεία επιχειρηματικών συμβούλων Capital Economics, δήλωσε ότι η υποβάθμιση του ΑΕΠ προκλήθηκε εν μέρει από την ασθενέστερη ζήτηση για εξαγωγές, ενώ οι καταναλωτικές δαπάνες και οι επιχειρηματικές επενδύσεις στο εσωτερικό παρέμειναν ως είχαν. Μια ξεχωριστή έρευνα από τη Lloyds Bank έδειξε ότι η εμπιστοσύνη μεταξύ των επιχειρήσεων στη Βρετανία έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο του 2024 τον Δεκέμβριο. Τέλος, ο Αλπές Παλίτζα, οικονομολόγος της Ομοσπονδίας Βρετανικών Βιομηχανιών, είπε ότι τα στοιχεία «υποδηλώνουν ότι η οικονομία οδεύει προς το να επαληθεύσει το χειρότερο σενάριο, επειδή οι εταιρείες αναμένουν να μειώσουν τόσο την παραγωγή όσο και τις προσλήψεις, οι προσδοκίες για την αύξηση των τιμών εδραιώνονται, ενώ η ενίσχυση των εργοδοτικών εισφορών επιδείνωσε την αδύναμη ζήτηση».