Kathimerini.gr
Βασίλης Κωστούλας
Κέρδισε ο Ιμάμογλου ή έχασε ο Ερντογάν; Είναι το πρώτο ερώτημα που οφείλει να απαντήσει κανείς αν επιθυμεί να αξιολογήσει τις διαστάσεις του εκλογικού αποτελέσματος, πρωτίστως, στην Κωνσταντινούπολη. «Τις εκλογές της περασμένης Κυριακής δεν τις κέρδισε η αντιπολίτευση παρά τις έχασε το καθεστώς εξ ολοκλήρου λόγω των επιλογών του. Λάθη στην οικονομία. Νεποτισμός. Φιλοϊσραηλινή πολιτική παρά το περί αντιθέτου αφήγημα υπέρ της Γάζας. Περιφρόνηση του απλού πολίτη. Για να επιβεβαιώσουμε τον λόρδο Ακτον, η απόλυτη εξουσία του Ερντογάν έχει διαφθείρει απολύτως σχεδόν ολόκληρη την τουρκική πολιτεία», τονίζει στην «Κ» ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΕΚΠΑ, συγγραφέας του βιβλίου «Το τουρκικό άχθος», Τσενγκίζ Ακτάρ. Ας το πάρουμε όμως από την αρχή.
Σύμφωνα με την πολιτική ανάλυση στην Τουρκία, στις τοπικές κάλπες εκδηλώθηκαν οι εξής μορφές εκλογικής συμπεριφοράς:
Η γενική αίσθηση είναι ότι το επόμενο διάστημα ο 71χρονος πλέον Ερντογάν θα επιδιώξει να τροποποιήσει το σύνταγμα, συνάπτοντας συμφωνίες με άλλα δεξιά κόμματα στην τουρκική Βουλή.
• Ψήφος διαμαρτυρίας από τους δυσαρεστημένους, συμπεριλαμβανομένων και ψηφοφόρων του κυβερνώντος ΑΚΡ.
• Χρήσιμη στην αντιπολίτευση ψήφος των Κούρδων, που ήθελαν να τιμωρήσουν τον Ερντογάν.
• Ψήφος αποχής από τους οργισμένους ψηφοφόρους, οι οποίοι προτίμησαν τον «καναπέ» για να μην ψηφίσουν το ΑΚΡ.
• Εναλλακτική ψήφος στο Ισλάμ χάρη στο Νέο Κόμμα Ευημερίας – Yeniden Refah.
Στην πράξη όμως η εκλογική επίδοση του ΑΚΡ μειώθηκε μόλις κατά 2%, το οποίο αντιστοιχεί σε 1,2 εκατ. ψηφοφόρους σε σύγκριση με τις εκλογές τον Μάιο του 2023. Τι άλλαξε όμως πολιτικά στον ένα χρόνο από τις προεδρικές εκλογές; «Κατ’ αρχάς, αυτές ήταν τοπικές εκλογές, που σημαίνει ότι το διακύβευμα ήταν χαμηλότερο. Κυρίως όμως, για να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, ο Ερντογάν είχε χρησιμοποιήσει μια σειρά από πολιτικά εργαλεία –αύξησε τους μισθούς, ενίσχυσε τις συντάξεις, χορήγησε ρευστότητα παρέχοντας χαμηλά επιτόκια– τα οποία διακόπηκαν μετά την εκλογή του και άρα απουσίασαν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Κατά συνέπεια, ο κόσμος άρχισε να αισθάνεται τις επιπτώσεις της οικονομικής καχεξίας πολύ πιο έντονα απ’ ό,τι πριν από ένα χρόνο», παρατηρεί σε συνομιλία με την «Κ» ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Σαμπαντζί της Κωνσταντινούπολης, Μπερκ Εζέν.
Η οικονομία ήταν καθαρά το Νο 1 της προεκλογικής ατζέντας σε αυτές τις κάλπες, σε αντίθεση με τις προεδρικές εκλογές, οι οποίες είχαν διεξαχθεί υπό το βάρος και ευρύτερων αντιπαραθέσεων που εκτείνονταν σε θέματα όπως η ασφάλεια, το πολιτικό καθεστώς και η θρησκευτική Τουρκία. Υπάρχει όμως και μία ακόμη παράμετρος, την οποία επισημαίνει στην «Κ» ο Μπασίκ Γκοκχάν, ειδικός στην Τουρκία και στο Ισλάμ, από τη θέση που κατέχει στο Πανεπιστήμιο Παλάτσκι της Τσεχίας: «Ο Ερντογάν έχει παραδόξως αποδυναμώσει το κόμμα του. Οι υποψήφιοι του AKP για την Aγκυρα και την Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ υποτονικοί. Οι υποψήφιοι του κεμαλικού CHP κυριολεκτικά τους ισοπέδωσαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το εκλογικό σώμα στην Τουρκία δεν γνωρίζει πλέον ούτε τα ονόματα των υπουργών της κυβέρνησης, καθώς το ΑΚΡ έχει καταστεί κόμμα ενός ισχυρού ηγέτη από τη μία και μιας ομάδας χαμηλού προφίλ από την άλλη. Στην πραγματικότητα, οι πιο αποτελεσματικοί υπερασπιστές του ΑΚΡ στον δημόσιο διάλογο είναι σήμερα οι φιλοκυβερνητικοί δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί».
Παράθυρο ευκαιρίας
Η αλήθεια είναι ότι ο Ερντογάν μετράει 20 χρόνια στην εξουσία. Ως εκ τούτου, έχει σταματήσει εδώ και καιρό να αποτελεί παράγοντα αλλαγής για την κοινή γνώμη στην Τουρκία. Από την άλλη, κτίζοντας στον αυταρχισμό και στην πόλωση, στις συμμαχίες με τα εθνικιστικά κόμματα, καθώς και στη συνεργασία με οικονομικούς και γραφειοκρατικούς παράγοντες, αποτρέπει αποτελεσματικά την ανάδειξη οποιασδήποτε δύναμης αλλαγής στην αντιπολίτευση. Είναι έτσι;
«Αυτό έχει πλέον αλλάξει. Η αντιπολίτευση καταφέρνει πλέον να μεταρρυθμιστεί, να βρει νέα ονόματα και επιτυχημένες στρατηγικές απέναντι στον Ερντογάν. Επιπλέον, έχει καταφέρει να γεφυρώσει φαινομενικά αδιάβατα ρήγματα της Τουρκίας: θρησκευτική – κοσμική, παράκτια – ενδοχώρα, αστική – αγροτική, Τούρκοι – Κούρδοι. Και ο Εκρέμ Ιμάμογλου είναι πλέον ξεκάθαρα ο νέος ηγέτης αυτής της διαδικασίας και ο αντίπαλος του Ερντογάν στις επόμενες αρχαιρεσίες», αναφέρει στην «Κ» ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Οζιεγκίν της Κωνσταντινούπολης, Μουράτ Σομέρ.
Πάντως, εκτός από τον Ιμάμογλου, υπάρχουν και άλλοι δημοφιλείς δυνητικοί υποψήφιοι της αντιπολίτευσης για τις επόμενες προεδρικές εκλογές, όπως ο δήμαρχος της Aγκυρας, Μανσούρ Γιαβάς, ο οποίος πέτυχε ένα θεαματικό 60% στην τοπική κάλπη. Οι πολιτικές μετοχές του προέδρου του CHP Οζγκιούλ Οζέλ βρίσκονται επίσης σε άνοδο. Oμως ο Ιμάμογλου, μετά ένα εκλογικό ποσοστό της τάξεως του 50% θα διοικήσει την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή μια πόλη με 15 εκατ. κατοίκους και σημαντικούς πόρους, οι οποίοι είναι σε θέση να αξιοποιηθούν για την ενίσχυση μιας πολιτικής πλατφόρμας με το βλέμμα στις προεδρικές εκλογές. Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη άποψη.
«Η τουρκική εκλογική κοινωνιολογία μάς διδάσκει πρώτα και κύρια ότι σε μια υπερσυγκεντρωτική χώρα όπως η Τουρκία, όπου η διοικητική κηδεμονία της κεντρικής κυβέρνησης επί των εκλεγμένων δημοτικών αξιωματούχων είναι απόλυτη, καμία δημοτική εκλογή δεν είχε ποτέ καμία επιρροή στην πορεία του κεντρικού νομοθετικού συστήματος. Ακόμη λιγότερο έχει επισπεύσει πρόωρες εκλογές, όπως ακούμε αυτές τις μέρες από κακώς ενημερωμένους “ειδικούς”», μας είπε ο Τσενγκίζ Ακτάρ, κόντρα στην εκτίμηση που θέλει την τουρκική αντιπολίτευση –με παρακαταθήκη το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών– να ζητάει πρόωρες προεδρικές εκλογές σε ένα χρόνο από σήμερα. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, σχολιάζουν έτεροι αναλυτές, ο Ερντογάν προσδοκά μέσα στο διάστημα που θα μεσολαβήσει να έχουν πιάσει τόπο τα οφέλη τού –πιο ορθόδοξου πλέον– οικονομικού προγράμματος· «οι επόμενοι 12 μήνες θα είναι πολύ δύσκολοι για τους Τούρκους πολίτες, αλλά τελικά η οικονομία μπορεί να βελτιωθεί».
Οι επόμενες κινήσεις
Οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία είναι προγραμματισμένες για τον Απρίλιο του 2028. Hδη από το βράδυ των αυτοδιοικητικών εκλογών, ο Ερντογάν φανέρωσε την πρόθεση να κινηθεί επιθετικά εις βάρος των Κούρδων –εντός και εκτός συνόρων– οι οποίοι θεωρείται ότι έχουν μερίδιο στις αρνητικές εκλογικές επιδόσεις του ΑΚΡ. Ενδεικτική είναι η «καθαίρεση» με συνοπτικές διαδικασίες του νεοεκλεγέντος δημάρχου –υποψηφίου του φιλοκουρδικού κόμματος DEM– στην επαρχία Βαν, ως προάγγελος δυνητικών αντίστοιχων ενεργειών από την πλευρά του κυβερνώντος κόμματος. Στο μεταξύ, αναμένεται στρατιωτική επιχείρηση στο ιρακινό Κουρδιστάν, με στόχο τη δημιουργία στρατιωτικής βάσης 40 χλμ. από τα τουρκικά σύνορα.
«Ο Ερντογάν θα αναγκαστεί να αναθεωρήσει τον κυβερνητικό συνασπισμό με σκοπό να τον διευρύνει, ώστε να συμπεριλάβει όλα τα ισλαμοφασιστικά και υπερεθνικιστικά κόμματα. Με τον νέο συνασπισμό, θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του, δηλαδή να υιοθετήσει ένα νέο Σύνταγμα προσαρμοσμένο στα μέτρα του καθεστώτος του. Και, εν ευθέτω χρόνω, θα μπορούσε επίσης να παραδώσει τα ηνία στον υπουργό Εξωτερικών του, Χακάν Φιντάν, ο οποίος έχει ένα εντυπωσιακό δίκτυο επιρροής τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό», τονίζει ο Τσενγκίζ Ακτάρ, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θεωρεί ότι το κύριο μενού στην επικείμενη συνάντηση του Ερντογάν με τον Τζο Μπάιντεν θα αφορά την τουρκική οικονομία: «Παραμένει το πιο αδύναμο σημείο του. Οι οικονομικοί θεσμοί της Τουρκίας παραπαίουν και τα ταμεία είναι άδεια. Οι ανάγκες της χώρας δεν μπορούν πλέον να καλυφθούν με δοσοληψίες από φιλικές πετρομοναρχίες ή με ξέπλυμα μαύρου χρήματος από κάθε είδους διακινητές».
Η γενική αίσθηση είναι ότι το επόμενο διάστημα ο 71χρονος πλέον Ερντογάν θα επιδιώξει συγχρόνως: να κερδίσει πίσω το 7% των ψήφων που έχασε από το Yeniden Refah, να τροποποιήσει το σύνταγμα συνάπτοντας συμφωνίες με άλλα δεξιά κόμματα στην τουρκική Βουλή και να αποδράσει από τη μέγγενη της οικονομικής καθίζησης.
Οι σχέσεις με τη Δύση
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά για την Ελλάδα; Δύο είναι οι βασικές αναγνώσεις· η μία λιγότερο αισιόδοξη από την άλλη. Υπό κανονικές συνθήκες, για τα επόμενα 4 χρόνια ο Ερντογάν δεν έχει άλλες εκλογές μπροστά του και άρα είναι σε θέση να μετριάσει την προεκλογικά επιθετική ρητορική του, λαμβάνοντας ενδεχομένως και κάποιες αντιδημοφιλείς αποφάσεις στα εθνικά θέματα. Εξάλλου, οι ανάγκες της οικονομίας του θα τον υποχρεώσουν να εξομαλύνει περαιτέρω τις σχέσεις με τη Δύση, οι οποίες «περνούν» και από την Ελλάδα.
Το άλλο σενάριο είναι, δεδομένης της απελπιστικής κατάστασης της τουρκικής οικονομίας, να υιοθετήσει καταπιεστικά μέτρα εντός και εκτός συνόρων. Μια κλιμάκωση της πολιτικής του στο Κουρδικό, δηλαδή στο Ιράκ, θα επιδεινώσει ούτως ή άλλως τις σχέσεις με τη Δύση και άρα θα μειώσει το κίνητρο για ήρεμα νερά με την Ελλάδα.
«Δεν νομίζω ότι το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών θα μεταβάλει την παρούσα στάση απέναντι στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορεί να ξέρει κανείς ενόψει και της συμπλήρωσης 50 ετών από την εισβολή στην Κύπρο», σχολιάζει ο Τσενγκίζ Ακτάρ. «Θα πρέπει να περιμένουμε λίγες εβδομάδες για να δούμε την απάντηση στο δίλημμα που έχει αυτές τις ώρες ο Ερντογάν μεταξύ της μετριοπαθούς ατζέντας για την αναστήλωση της οικονομίας και της αυταρχικής στάσης ως αντίδρασης στο εκλογικό αποτέλεσμα», εκτιμά ο Μπασίκ Γκοκχάν.
Στο τέλος της ημέρας, θα αποδειχθεί η ήττα στις τοπικές εκλογές η αρχή του τέλους για τον Ερντογάν; Μία από τις απαντήσεις που εισέπραξε η «Κ» ανήκει στην αναλύτρια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων – ECFR, πρώην δημοσιογράφο στην Τουρκία, Ασλί Αϊντιντασμπάς: «Είναι σίγουρα η αρχή μιας νέας περιόδου, και μια ιστορική εξέλιξη, για την κοσμική αντιπολίτευση της Τουρκίας – η οποία οφείλει τη νίκη στην ικανότητα να οικοδομεί συμμαχίες με άλλα τμήματα της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της εργατικής τάξης και των Κούρδων. Είναι όμως πολύ νωρίς να μιλήσει κανείς για το τέλος του Ερντογάν. Είναι αλήθεια ότι οι ψήφοι του AKP μειώθηκαν και φαίνεται να υπάρχει επιθυμία για αλλαγή στις πόλεις και στους νεότερους. Αλλά ο Ερντογάν είναι πολύ ρεαλιστής. Είναι ικανός να οικοδομήσει και να αλλάξει συμμαχίες και στρατηγικές. Θα προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει τον αντίκτυπο του εκλογικού αποτελέσματος και να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το 2028. Θα το καταφέρει; Αν προσθέσουμε τα ποσοστά του AKP με αυτά των μικρότερων ισλαμιστικών και ακροδεξιών κομμάτων, ισοδυναμούν με τον συνασπισμό της αντιπολίτευσης. Επομένως, δεν γνωρίζουμε ακόμη αν ο Ερντογάν χάνει τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Και το αν θα αντέξει μέχρι τότε ή όχι, θα εξαρτηθεί από την πορεία της οικονομίας».