
Kathimerini.com.cy
Γράφει ο Γιώργος Σκαφιδάς
Ήταν Ιανουάριος του 1988 όταν ένας Ρεπουμπλικανός, ο Ρόναλντ Ρίγκαν, υπέγραψε τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-Καναδά (CUSFTA)… και Οκτώβριος του 1992, όταν ένας επίσης Ρεπουμπλικανός, ο πατήρ Τζορτζ Μπους, υπέγραψε τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA) με το Μεξικό και τον Καναδά. Aρκετά χρόνια αργότερα, τους τελευταίους μήνες του 2018, ένας άλλος επίσης Ρεπουμπλικανός, ο Ντόναλντ Τραμπ, έδωσε το πράσινο φως για τη σύναψη μιας νέας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά (USMCA) που ήρθε να αντικαταστήσει τη NAFTA η οποία ήταν σε ισχύ ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (1994).
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι ΗΠΑ βρέθηκαν να έχουν –ευλόγως– ως μεγαλύτερους εμπορικούς τους εταίρους δύο χώρες: τον Καναδά και το Μεξικό, με τις οποίες άλλωστε συνορεύουν, ενώ στην τρίτη θέση της κατάταξης ακολουθούσε η Κίνα, την οποία η αμερικανική ηγεσία ενός άλλου Ρεπουμπλικανού, του υιού Μπους, υποδέχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001.
Εν έτει 2025 πια, ένας «νέος Ρεπουμπλικανός» όπως ο Τραμπ, έρχεται να ξηλώσει όλα εκείνα τα «παλαιά ρεπουμπλικανικά», υψώνοντας τείχη προστατευτισμού στα αμερικανικά χωράφια της ελεύθερης αγοράς στα οποία όμως ορκίζονταν πίστη διαχρονικά οι αμερικανικές ηγεσίες.
«Η Αμερική προσπαθεί να ξεκάνει το σύστημα ανοιχτού εμπορίου που η ίδια δημιούργησε», γράφει χαρακτηριστικά ο Μάρτιν Γουλφ στους FT.
Στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τους δασμούς, ο 78χρονος Τραμπ λέει πολλά:
- ότι θέλει να επαναπατρίσει θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ και να ενισχύσει την εγχώρια αμερικανική βιομηχανία επαναφέροντας τις γραμμές παραγωγής στο εσωτερικό,
- ότι έτσι θα εξαλείψει τα εμπορικά ελλείμματα που εμφανίζουν οι ΗΠΑ στις σχέσεις τους με τους μεγαλύτερους εμπορικούς τους εταίρους,
- αλλά και ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει τους δασμούς ως μέσο πίεσης με στόχο την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων σε άλλα μέτωπα όπως είναι εν προκειμένω εκείνα της καταπολέμησης του εμπορίου ναρκωτικών (φαιντανύλης) και του περιορισμού των μεταναστευτικών ροών.
- Τα «θέλω» του Τραμπ είναι σαφή και, πλέον, χιλιοειπωμένα. Θα μπορέσουν, όμως, οι δασμοί να τα εξυπηρετήσουν; Και ποιες θα είναι οι… παράπλευρες απώλειες;
Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος παραδέχθηκε το βράδυ της Τρίτης (ξημερώματα Τετάρτης ώρα Ελλάδας) ενώπιον του Κογκρέσου, ότι οι δασμοί που εκείνος τώρα επιβάλλει (25% σε Κανάδα/Μεξικό και 20% μέχρι στιγμής φέτος στην Κίνα) ή προτίθεται να επιβάλει (25% στις χώρες της Ε.Ε.) πρόκειται να προκαλέσουν «μικρή αναστάτωση» εντός των ΗΠΑ. «Θα υπάρξει μια μικρή αναστάτωση, αλλά είμαστε εντάξει με αυτό», δήλωσε, χωρίς όμως να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις αναφορικά με τις διαστάσεις που θα μπορούσε να προσλάβει αυτή η «μικρή αναστάτωση».
Το 61% των αμερικανικών εισαγωγών προέρχεται από το Μεξικό, τον Καναδά, την Κίνα και την Ε.Ε. Η διοίκηση Τραμπ έρχεται, όμως, τώρα να επιβάλει πρόσθετους φόρους στο μεγαλύτερο μέρος αυτών των εισαγωγών υπό μορφή δασμών, φόρους οι οποίοι είναι προφανές ότι σε πρώτη φάση θα επιβαρύνουν τους Αμερικανούς εισαγωγείς (που θα πληρώνουν περισσότερο για τα προϊόντα που εισάγουν από το εξωτερικό) και μέσω αυτών τους Αμερικανούς καταναλωτές (που θα πληρώνουν περισσότερο για τα προϊόντα που αγοράζουν, εάν οι εισαγωγείς δεν απορροφήσουν οι ίδιοι αλλά αποφασίσουν να μετακυλήσουν στους καταναλωτές τα πρόσθετα κόστη).
Οι ΗΠΑ εισάγουν από το Μεξικό, μεταξύ άλλων, φρούτα, λαχανικά και αλκοολούχα ποτά (τεκίλα, μπύρα κ.ά.), οι τιμές των οποίων τώρα θα ανέβουν. Οταν μιλάμε δε για νωπά προϊόντα (ντομάτες, αβοκάντο, φράουλες κ.ά.), αυτές οι αυξήσεις μπορεί να αρχίσουν να φαίνονται άμεσα, μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Κι αυτό, σε μια αγορά όπως είναι η αμερικανική, που καλείται ήδη να διαχειριστεί πληθωριστικές πιέσεις και ελλείψεις (αυγών για παράδειγμα, λόγω της γρίπης των πτηνών).
Από την άλλη πλευρά, την καναδική, οι ΗΠΑ εισάγουν, μεταξύ άλλων, κρέατα, σιτηρά, σιρόπι σφενδάμου, πετρέλαιο, γύψο και ξυλεία, αγαθά τα οποία αναμένεται να καταστούν τώρα ακριβότερα. Ο Τραμπ διαχώρισε τις εισαγωγές καναδικής ενέργειας, επιβάλλοντας σε αυτές δασμούς 10% αντί για 25%, πλην όμως οι αυξήσεις παραμένουν.
«Θα είναι πολύ δύσκολο να πάει κανείς σε ένα μανάβικο και να μη δει αυξημένες τιμές», σχολιάζει ο Τζέισον Μίλερ, ο οποίος διδάσκει logistics στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (Michigan State University).
Αλλά και πέρα από τις τιμές των προϊόντων σε σούπερ μάρκετ και μπακάλικα, πολλοί εκφράζουν πια ανησυχίες για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν παράλληλα οι δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ και στις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες κατασκευάζουν μεν αμάξια στις ΗΠΑ αλλά με εξαρτήματα που έχουν εισαγάγει από το εξωτερικό. Το Nissan Rogue είναι, για παράδειγμα, ένα τέτοιο αμάξι το οποίο συναρμολογείται μεν στο Τενεσί, αλλά με εξαρτήματα το 75% των οποίων έχει εισαχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες από το εξωτερικό, όπως σημειώνουν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης. Στο ίδιο πλαίσιο, υπάρχουν για παράδειγμα τα μοντέλα Nissan Altima και Chevrolet Tahoe τα οποία επίσης κατασκευάζονται στις ΗΠΑ, αλλά με εξαρτήματα πολλά από τα οποία είναι εισαγόμενα.
Υπό την πίεση των δασμών Τραμπ, πολλές αμερικανικές βιομηχανίες θα μπορούσαν τώρα να ανασχεδιάσουν γραμμές παραγωγής και τροφοδοσίας. Για να ολοκληρωθούν ωστόσο τέτοιου τύπου αλλαγές, θα απαιτούνταν χρόνια και χρήματα.
Σημαντική σημείωση: το κόστος των δασμών θα μπορούσε να είναι διαφορετικό για κάθε Πολιτεία των ΗΠΑ, ανάλογα με τη θέση που εκείνη έχει στον χάρτη και τις γραμμές τροφοδοσίας και παραγωγής που εκείνη φιλοξενεί, όπως σημειώνει ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Μινεσότα (University of Minnesota Duluth) Bedassa Tadesse στον ιστοχώρο the Conversation. Σύμφωνα με την εν λόγω ανάλυση, οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι επί παραδείγματι βαρύτερες για τις αμερικανικές Πολιτείες που συνορεύουν με το Μεξικό (Τέξας, Καλιφόρνια, Νέο Μεξικό, Αριζόνα) ή φιλοξενούν αυτοκινητοβιομηχανίες ή άλλες μεταποιητικές βιομηχανίες (Μίσιγκαν, Κεντάκι, Ιντιάνα).
Κι όλα αυτά, χωρίς να συνυπολογίσει το κόστος που θα είχε για τους Αμερικανούς παραγωγούς και εξαγωγείς η επιβολή ανταποδοτικών δασμών στα αμερικανικά αγαθά από τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα.
«Κατά τη διάρκεια του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου των ετών 2018-2019, οι εξαγωγές αμερικανικής σόγιας στην Κίνα μειώθηκαν κατά 71%», υπενθυμίζει ο καθηγητής Οικονομικών του University of Minnesota Duluth, με αποτέλεσμα τότε η αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αναγκαστεί να στηρίξει τους πληγέντες Αμερικανούς αγρότες με συνολικά δεκάδες δισ. δολ. Θα μπορούσε, άραγε, να χρειαστεί να γίνει κάτι ανάλογο στο κοντινό μέλλον;
Σε πείσμα όσων σπεύδουν να δουν επαπειλούμενα προβλήματα, ο Ντόναλντ Τραμπ πορεύεται απτόητος και επιβάλλει φόρους στις εισαγωγές, φόρους που όλα δείχνουν ότι θα ανεβάσουν τις τιμές στις ΗΠΑ, ερεθίζοντας όμως κατά αυτόν τον τρόπο το τέρας του πληθωρισμού το οποίο παραδοσιακά εξοργίζει τους Αμερικανούς.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, την ίδια ώρα, η διοίκηση Τραμπ υπόσχεται φοροελαφρύνσεις στο εσωτερικό – ή μάλλον τη διατήρηση και τη «μονιμοποίηση» φοροελαφρύνσεων, που πολλοί όμως προειδοποιούν ότι μπορεί να εκτοξεύσουν το δημόσιο έλλειμμα (που ήταν 6,4% το 2024) και το χρέος (που άγγιζε το 124% του ΑΕΠ στα τέλη της περασμένης χρονιάς).
Σε πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε στο δίκτυο CNBC την περασμένη Δευτέρα, ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου σε θέματα εμπορίου, Πίτερ Ναβάρο, εξέφρασε την εκτίμηση ότι η επίδραση των δασμών στις τιμές καταναλωτή στις ΗΠΑ πρόκειται να είναι τελικώς σχετικά «μικρή» λόγω άλλων παραγόντων, αφού η διοίκηση Τραμπ προωθεί την ίδια ώρα μια σειρά από άλλα σχέδια: περαιτέρω απελευθέρωσης της αγοράς στο εσωτερικό (deregulation), περικοπής κρατικών δαπανών μέσα από τη μείωση του μεγέθους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, και επέκτασης/ενίσχυσης της αμερικανικής παραγωγής ενέργειας. Με άλλα λόγια, η διοίκηση Τραμπ θέλει να πιστεύει ότι κάποιες άλλες δικές της πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις όποιες επιπτώσεις από την αύξηση των δασμών.