ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πώς οι ΗΠΑ χτίζουν στρατιωτικές συμμαχίες στην «πίσω αυλή» της Κίνας

Η κυβέρνηση Μπάιντεν εντείνει τις πρωτοβουλίες για την αποτροπή της Κίνας και την προετοιμασία για ενδεχόμενη σύγκρουση με φόντο την Ταϊβάν

Kathimerini.gr

Εδώ και 30 χρόνια, οι δρόμοι γύρω από το γήπεδο γκολφ Mimosa Plus στο Κλαρκ, μια περιοχή περίπου 92 χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας των Φιλιππίνων, είναι συνήθως ήσυχοι. Όμως μια μέρα του περασμένου Απριλίου, περίπου 100 Αμερικανοί στρατιώτες εθεάθησαν παρατεταγμένοι έξω από ένα ξενοδοχείο – υπενθύμιση μιας εποχής που το Κλαρκ διέθετε τη μεγαλύτερη αμερικανική αεροπορική βάση στον κόσμο εκτός ΗΠΑ. Φέτος πάνω από 17.600 στρατιώτες συμμετείχαν στις ασκήσεις με τις Φιλιππίνες.

Οι στρατιωτικές ασκήσεις αποτελούν μόνο μια παράμετρο της επεκτατικής, πολυδιάστατης στρατηγικής της κυβέρνησης Μπάιντεν σε ολόκληρο τον Ινδο-Ειρηνικό προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτό που θεωρεί ως στρατιωτική απειλή από την Κίνα.

Οταν ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του, υπήρξε κάποια ανησυχία, ιδίως μεταξύ συμμάχων όπως η Ιαπωνία, για το αν θα συνέχιζε την επιθετική προσέγγιση του Τραμπ προς την Κίνα. Ο Μπάιντεν υιοθέτησε μια απροσδόκητα σκληρή στάση αναφορικά με την ασφάλεια καθώς και άλλα ζητήματα, όπως οι έλεγχοι των εξαγωγών που έχουν θεσπιστεί για να εμποδίσουν την Κίνα να αποκτήσει προηγμένα μικροτσιπ.

Στον διπλωματικό τομέα, καλλιέργησε στενές σχέσεις με τους συμμάχους στην Ασία που είχαν ήδη γίνει πιο αυστηροί απέναντι στην Κίνα, ενώ έπεισε τους αρχικά απρόθυμους Ευρωπαίους να υιοθετήσουν (και αυτοί) έναν πιο σκληρό τόνο.

Η κυρίαρχη πρόκληση για την Ουάσιγκτον είναι να βρει τρόπους να υπερκεράσει τους γεωγραφικούς περιορισμούς. Αφενός γιατί η Κίνα διαθέτει πολύ περισσότερα πλοία και αεροσκάφη σε απόσταση βολής από την Ταϊβάν και αφετέρου γιατί οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει διάσπαρτες δυνάμεις στον Ινδο-Ειρηνικό, μια τεράστια περιοχή που καλύπτει περισσότερο από το 50% του πλανήτη.

Πρόσφατα, οι ΗΠΑ έπεισαν τη Μανίλα να δώσει πρόσβαση στον αμερικανικό στρατό σε τέσσερις ακόμη βάσεις στις Φιλιππίνες, συμπεριλαμβανομένων τριών στο βόρειο τμήμα του κύριου νησιού Λουζόν, μια στρατηγική τοποθεσία κοντά στην Ταϊβάν. Αυτό σηματοδότησε μια μεγάλη στροφή από την κυβέρνηση του Ροντρίγκο Ντουτέρτε, η οποία είχε ευθυγραμμιστεί με την Κίνα.

Πρόκειται για ένα μόνο έναν πυλώνα της προσπάθειας των ΗΠΑ για την επανεκκίνηση της ασιατικής «στροφής» που ξεκίνησε ο Μπαράκ Ομπάμα το 2011.

Ενώ οι ΗΠΑ έχουν ενθαρρύνει τους συμμάχους τους, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, να εντείνουν την υποστήριξή τους προς την Ουκρανία, έχουν επίσης παροτρύνει τις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Γερμανίας, να εμπλακούν σε μεγαλύτερο βαθμό στον Ινδο-Ειρηνικό.

Ακόμα και έτσι, δεν είναι σαφές αν οι ΗΠΑ κάνουν αρκετά για να μετατοπίσουν την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή προς όφελός τους. Επίσης, ένα μειονέκτημα είναι ότι οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν στρατιωτική συμμαχία στην Ασία όπως με το ΝΑΤΟ στην Ευρώπη.

Την ίδια ώρα, ορισμένοι επικριτές της προσέγγισης Μπάιντεν υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ έχουν επικεντρωθεί υπερβολικά στη στρατιωτική και όχι στην οικονομική και εμπορική επιρροή της Κίνας στην περιοχή.

Άλλοι παρατηρητές φοβούνται επίσης ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να «κλέψει» την προσοχή και τους πόρους της Ουάσιγκτον. Η Τζένιφερ Λιντ, ειδική σε θέματα ασφάλειας στην Ασία στο Κολέγιο Ντάρτμουθ, τονίζει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν «παίρνει υψηλή βαθμολογία στην τακτική», αλλά η εστίασή της στον πόλεμο που μαίνεται στην Ευρώπη μπορεί να εξελιχθεί σε εμπόδιο.

Ομαλότερη μετάβαση

Από την αρχή της διακυβέρνησής του, ο Μπάιντεν προέβη σε κάποιες σημαντικές κινήσεις για ενισχύσει την επιρροή των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό.

Στις αρχές του 2021, αναβίωσε την άτυπη συμμαχία «Quad», μια ομάδα ασφαλείας που σχηματίστηκε το 2007 αποτελούμενη από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και την Ινδία, η οποία είχε αδρανοποιηθεί. Αργότερα την ίδια χρονιά, οι ΗΠΑ υπέγραψαν τη συμφωνία Aukus με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία προκειμένου να αποκτήσει η Καμπέρα στόλο πυρηνικών υποβρυχίων.

Οι ΗΠΑ συμφώνησαν επίσης να αναπτύξουν περισσότερα μαχητικά αεροσκάφη, βομβαρδιστικά και άλλα μέσα σε βάσεις στην Αυστραλία ως απάντηση στην αυξανόμενη κινεζική παρουσία στον δυτικό Ειρηνικό.

Το επόμενο βήμα του Μπάιντεν ήταν η σύσφιξη των σχέσεων της Ουάσιγκτον με το Τόκιο. Με αυτό το δεδομένο, το μεγαλύτερο ορόσημο στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού ήταν η στροφή στην αμυντική πολιτική της Ιαπωνίας ως απάντηση στην Κίνα, την οποία έχει χαρακτηρίσει ως τη «μεγαλύτερη στρατηγική της πρόκληση». Τον Δεκέμβριο του 2022, το Τόκιο παρουσίασε τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας, η οποία προβλέπει σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών. Βραχυπρόθεσμα, το Τόκιο σχεδιάζει να αποκτήσει 400 αμερικανικούς πυραύλους κρουζ Tomahawk, ικανούς να πλήξουν την Κίνα.

Τον Ιανουάριο, οι δύο χώρες ανακοίνωσαν ότι το Σώμα Πεζοναυτών θα αναπτύξει μονάδες στην Οκινάουα, το ιαπωνικό νησί όπου οι ΗΠΑ έχουν εδώ και καιρό στρατιωτική παρουσία. Οι δυο πλευρές συμφώνησαν επίσης να αυξήσουν την εκπαίδευση και τις ασκήσεις στην αλυσίδα νησιών Νανσέι, μια κρίσιμη για την υπεράσπιση της Ταϊβάν περιοχή.

Αλλά οι ΗΠΑ δεν επικεντρώνονται μόνο στους ισχυρούς συμμάχους τους. Υπέγραψαν την περασμένη εβδομάδα ένα σύμφωνο ασφαλείας με την Παπούα Νέα Γουινέα και επέκτειναν τις συμφωνίες με το Παλάου και τις Ομοσπονδιακές Πολιτείες της Μικρονησίας – συμφωνίες που θα δώσουν στον αμερικανικό στρατό αποκλειστική πρόσβαση σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις για δύο δεκαετίες.

Η πιθανότητα πολέμου

Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει κάνει μεγάλα βήματα προς την ενίσχυση της αποτροπής, το βασικό ερώτημα παραμένει: Πόσο καλά είναι προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο πολέμου για την Ταϊβάν;

Τα εμπόδια είναι πολλά: από την πρόσβαση της Ταϊπέι στα όπλα που χρειάζεται για να υπερασπιστεί το έδαφός της μέχρι τον εξορθολογισμό της αμερικανικής γραφειοκρατίας για να επιταχυνθεί η παράδοσή τους. Ο πόλεμος στην Ουκρανία υπογράμμισε την ανάγκη να μεταφερθεί προκαταβολικά οπλισμός στην Ταϊβάν καθώς είναι πιθανό να προκύψουν «πρακτικές δυσκολίες».

Ο Μάικλ Γκριν, πρώην κορυφαίος αξιωματούχος του Λευκού Οίκου για την Ασία, σημειώνει πως άλλη μία πρόκληση για τις ΗΠΑ είναι η επέκταση των δικαιωμάτων «πρόσβασης, βάσης και υπερπτήσης» – μια αναφορά σε συμφωνίες που έχουν συναφθεί με χώρες για να επιτραπεί στον στρατό τους να επιχειρεί με λιγότερους περιορισμούς κατά τη διάρκεια πολέμου. Οι Φιλιππίνες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ενώ ο πρόεδρος Φέρντιναντ Μάρκος Τζούνιορ ενέκρινε την πρόσβαση των ΗΠΑ σε βάσεις, δήλωσε ότι δεν θα ήθελε οι Φιλιππίνες να γίνουν αφετηρία για στρατιωτική δράση.

Ακόμη και με την Ιαπωνία, τον ισχυρότερο σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή, η Ουάσιγκτον πρέπει να κινηθεί προσεκτικά. «Δεν είναι όπως στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν, όπου είχαμε λίγο μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων», λέει ένας Αμερικανός στρατηγός.

Οι τοπικές κοινωνίες είναι συνήθως αρνητικές στην εγκατάσταση οπλισμού στο έδαφός τους, φοβούμενες ότι θα αποτελέσουν στόχο για το Πεκίνο.

Ωστόσο, αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ΗΠΑ είναι να φτάσουν οι σύμμαχοί τους στο σημείο να διεξάγουν κοινές επιχειρησιακές ασκήσεις με βάση πραγματικά κοινά πολεμικά σχέδια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ιαπωνία και την Αυστραλία, κράτη που είναι πιθανότερο να πολεμήσουν στο πλευρό των ΗΠΑ σε μία ενδεχόμενη σύρραξη στην περιοχή.

Με πληροφορίες από Financial Times

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση