Η αποστολή της πρώτης παρτίδας πολεμικών αεροσκαφών F-16 στην Ουκρανία ήταν ένα από τα πιο προβεβλημένα θέματα κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, αν και οι αριθμοί που θα λάβει τελικά η ουκρανική αεροπορία απέχουν πολύ από τα αρχικά αιτήματα του Κιέβου.
Ο γηρασμένος στόλος μαχητικών αεροσκαφών της Ουκρανίας υπολογίζεται ότι περιλαμβάνει μερικές δεκάδες MiG-29 και Su-27 σοβιετικής εποχής. Αντίθετα, η Ρωσία πετάει Su-35, γεγονός που έχει δώσει το τεχνολογικό πλεονέκτημα έναντι της Ουκρανίας σε οποιαδήποτε αεροπορική μάχη. Ως εκ τούτου, τα αμερικανικής κατασκευής μαχητικά αναμένεται να φέρουν σημαντική αναβάθμιση στις αεροπορικές δυνατότητες της Ουκρανίας. Ωστόσο, από τότε που οι Ουκρανοί πιλότοι άρχισαν να εκπαιδεύονται από τους Δυτικούς, πριν από μερικούς μήνες, το πεδίο της μάχης έχει σύμφωνα με αναλυτές, αλλάξει σημαντικά: οι δύο εμπόλεμες πλευρές βασίζονται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό σε φθηνά μη επανδρωμένα αεροσκάφη ενώ η Ρωσία έχει προβεί σε περαιτέρω ενίσχυση της αεράμυνάς της.
Με δεδομένο ότι πολεμικά αεροσκάφη F-16 θα πετούν στους ουρανούς της Ουκρανίας μέσα στο καλοκαίρι ο Τζιμ Τάουνσεντ, ανώτερος συνεργάτης του Κέντρου για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια «δεν περιμένει θαύματα» από την έλευσή τους στο πεδίο της μάχης. Αντίθετα, παρά τις δυνατότητές τους, τα F-16 θα βρεθούν σχεδόν αμέσως αντιμέτωπα με πολύ σοβαρές προκλήσεις.
Στόχοι υψηλού συμβολισμού
Μια από αυτές, σύμφωνα με ανώνυμο αξιωματούχο του NATO, έχει να κάνει με την κατάσταση των αεροπορικών υποδομών της Ουκρανίας. Μετά από δυόμισι χρόνια πολέμου, η χώρα δεν διαθέτει μεγάλους και υψηλής ποιότητας διαδρόμους προσγείωσης και απογείωσης όπως επίσης και καταφύγια για την προστασία των F-16 από ρωσικές επιθέσεις.
Ειδικά όσον αφορά την προστασία των F-16, οι ρωσικές προσπάθειες για εξουδετέρωση αυτών των στόχων θα πρέπει να θεωρηθούν δεδομένες για στρατιωτικούς αλλά συμβολικούς λόγους. Στις αρχές Ιουνίου, ο επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις της Βιέννης για την ασφάλεια και τον έλεγχο των εξοπλισμών, Κονσταντίν Γκαβρίλοβ δήλωσε ότι κάθε F-16 που θα πετάξει πάνω από την Ουκρανία θα θεωρηθεί απειλή για τη Ρωσία και θα «καταρριφθεί» ενώ ρωσικές εφημερίδες, όπως η Nezavissimaïa Gazeta, μιλούσε στο τέλος Ιουνίου για «συνέχιση της κλιμάκωσης».
«Τα αεροδρόμια θα είναι στόχοι, και οι Ρώσοι έχουν ήδη χτυπήσει κάποια από αυτά, ως καλωσόρισμα στον πραγματικό κόσμο», σχολιάζει ο Τζιμ Τάουνσεντ στο Bloomberg. Πράγματι, τις ημέρες πριν την επίσημη ανακοίνωση για την αποστολή των F-16, σειρά αεροπορικών βάσεων στην Ουκρανία αποτέλεσαν στόχους ρωσικών επιθέσεων σύμφωνα με αναφορές που επιβεβαιώνονται τόσο από ρωσικές όσο και από δυτικές πηγές. Η Μόσχα υποστήριξε ότι τουλάχιστον έξι μαχητικά αεροσκάφη είχαν καταστραφεί σε επιθέσεις που διεξήχθησαν στις αρχές Ιουλίου.
Σύμφωνα με δυτική στρατιωτική πηγή που επικαλείται η γαλλική Le Monde τα πλήγματα αυτά έγιναν σε μια προσπάθεια επίδειξης ισχύος εν αναμονή της αποστολής των πολεμικών αεροσκαφών στην Ουκρανία.
Αντίπαλος τα logistics και ο χρόνος
Εκτός πάντως από την προστασία τους, τα F-16 απαιτούν και μια περίπλοκη υλικοτεχνική υποστήριξη, από την ανάγκη για ανταλλακτικά έως τις απαιτήσεις συντήρησης και την εξεύρεση μηχανικών. Εκπρόσωπος της Lockheed Martin, κατασκευάστριας του F-16, δήλωσε στο Bloomberg ότι «συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε την απάντηση της αμερικανικής κυβέρνησης στη σύγκρουση στην Ουκρανία», χωρίς να σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η διαχείριση των ανταλλακτικών και άλλων υπηρεσιών που απαιτεί η λειτουργικότητα των αεροσκαφών.
Σε κάθε περίπτωση, όσο περισσότερα F-16 σταλούν (η Δύση κάνει λόγο για συνολικά 70 σε βάθος χρόνου) στην Ουκρανία τόσο περισσότερο αυξάνεται η ανάγκη για ανταλλακτικά, εκπαίδευση πιλότων, πυρομαχικά και υποδομές.
«Ολα αυτά απαιτούν επιπλέον χρόνο και πολύτιμους πόρους», αναφέρει ανάλυση του Council on Foreign Relations, τονίζοντας ότι εξελιγμένα οπλικά συστήματα, όπως τα F-16, θέλουν ανθρώπους πολλαπλών ρόλων στο έδαφος ώστε να συνεχίσουν τα αεροσκάφη να είναι λειτουργικά σε ένα περιβάλλον μάχης υψηλής έντασης. Στο πλαίσιο αυτό, αξιωματούχος του ΝΑΤΟ εκτίμησε ότι η Ουκρανία προσπαθεί να επιτύχει μέσα σε λίγους μήνες κάτι που συνήθως χρειάζεται τρία έως τέσσερα χρόνια.
Ο χρόνος εκπαίδευσης των Ουκρανών πιλότων είναι ενδεικτικός της ταχύτητας με την οποία κινούνται οι διαδικασίες. Η εκπαίδευση διαρκεί έξι μήνες, ένα χρονικό διάστημα που θεωρείται μικρό για την «κατάκτηση» του αεροσκάφους, την αποφυγή εχθρικών πυρών αλλά και την εμπλοκή με εχθρικά αεροσκάφη. Οι Ουκρανοί πιλότοι εκπαιδεύτηκαν στα αγγλικά και έπρεπε να «φύγουν» από τη λογική μιας πτήσης με σοβιετικής παραγωγής αεροσκάφη, τα οποία είχαν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν F-16 και F-15. «Η εκπαίδευση είναι εξαιρετικά βασική, κάτι που δεν είναι πλεονέκτημα», αναφέρει στο Al Jazeera ο Μιχαήλο Ζιρόκοφ, στρατιωτικός εμπειρογνώμονας από την ουκρανική πόλη του Τσερνίχιβ.
Πετώντας χαμηλά
Μόλις τα F-16 ξεκινήσουν να επιχειρούν στην Ουκρανία, το κύριο πρόβλημα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν είναι η ρωσική αεράμυνα η οποία καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνο για τα ουκρανικά αεροσκάφη να πετούν σε μεγάλο ύψος. Ο κίνδυνος κατάρριψης από την αεράμυνα αυξάνεται σημαντικά σε απόσταση περίπου 160 χιλιομέτρων από τη γραμμή του μετώπου, κοντά στις ρωσικές συστοιχίες πυραύλων επιφανείας-αέρος S-400.
«Οι S-400, αποτελούν σημαντική απειλή για όλα τα ουκρανικά αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων των F-16, καθώς μπορεί να στοχεύσουν αεροσκάφη σε μεσαίο και μεγάλο ύψος σε ένα μεγάλο τμήμα της χώρας, ακόμη και όταν βρίσκονται στη Λευκορωσία, την Κριμαία ή το ρωσικό έδαφος», αναφέρει το Atlantic Council.
Ως εκ τούτου, ειδικά όταν οι Ουκρανοί πιλότοι πλησιάσουν τα μέτωπα θα πρέπει να πετούν σε πολύ χαμηλό υψόμετρο για να αποφύγουν τον εντοπισμό και την κατάρριψή τους από την πολυεπίπεδη ρωσική αεράμυνα.
Το πρόβλημα με αυτή την πρακτική, σύμφωνα με μελέτη του βρετανικού Royal United Services Institute, είναι πως «σε τόσο χαμηλά υψόμετρα, οι πύραυλοι ξεκινούν από πυκνό αέρα με μεγάλη αεροδυναμική αντίσταση και πρέπει να ανέβουν υψόμετρο ενάντια στη βαρύτητα για να φτάσουν εκεί όπου βρίσκονται οι στόχοι τους. Ετσι, μέχρι να σβήσουν οι πυραυλοκινητήρες μετά τα πρώτα δευτερόλεπτα της εκτόξευσης [του βλήματος], δεν θα έχει αποκτηθεί η ταχύτητα ή το ύψος που απαιτείται συγκριτικά με το αν εκτοξεύονταν από ένα μαχητικό που πετά σε μεγάλα ύψη και με υπερηχητικές ταχύτητες».
Με άλλα λόγια το βλήμα που θα εκτοξεύει το μαχητικό από χαμηλό έδαφος αναμένεται να χάνει σημαντική εμβέλεια. Αυτό σημαίνει ότι οι Ουκρανοί πιλότοι θα πρέπει να ρισκάρουν και να πετούν πιο κοντά στους ρωσικούς στόχους ώστε να τους πλήξουν με πυραύλους.