ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μπορεί η Γερμανία να γίνει ξανά μεγάλη στρατιωτική δύναμη;

Θορυβημένη από τη ρωσική επιθετικότητα, η Γερμανία προσπαθεί να αναζωογονήσει τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις. Έχει, ωστόσο, ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της.

Όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία το 2014 και στη συνέχεια υποκίνησε έναν αυτονομιστικό πόλεμο στο Ντονμπάς στην ανατολική Ουκρανία, Γερμανοί στρατιωτικοί άρχισαν να εξετάζουν την – ξαφνικά όχι τόσο ακραία – πιθανότητα ενός μεγάλου χερσαίου πολέμου στην Ευρώπη, ενός πολέμου που θα απαιτούσε από τους Γερμανούς στρατιώτες να υπερασπιστούν ευρωπαϊκά εδάφη. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους, αυτοί οι ανησυχίες έγιναν ακόμη πιο έντονες, όπως σημειώνει ο James Angelos σε μακροσκελές άρθρο του για τους New York Times.

Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, είχε υποστηρίξει ενώπιον της γερμανικής ομοσπονδιακής βουλής λίγα 24ωρα έπειτα από την έναρξη της ρωσικής εισβολής τον Φεβρουάριο του 2022 ότι επίθεση σηματοδοτεί ένα Zeitenwende – ένα ιστορικό «σημείο καμπής» για την Ευρώπη και τη Γερμανία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Πούτιν θέλει να οικοδομήσει μια ρωσική αυτοκρατορία, είχε πει τότε ο Σολτς. Ως εκ τούτου, οι Γερμανοί έπρεπε να αναρωτηθούν τι ακριβώς χρειάζονται για να αντιμετωπίσουμε αυτήν την απειλή; Ο Γερμανός καγκελάριος είχε τότε ανακοινώσει, μεταξύ άλλων μέτρων, τη σύσταση ενός ταμείου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση του γερμανικού στρατού. Το σχέδιο, εάν εφαρμοζόταν, θα αποτελούσε το μεγαλύτερο άλμα στις γερμανικές στρατιωτικές δαπάνες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα.

(AP Photo/Michael Sohn)

Οι βουλευτές της Μπούντεσταγκ είχαν βρεθεί τότε να χειροκροτούν όρθιοι τον Σολτς. Αυτό το επίπεδο υποστήριξης θα ήταν σχεδόν αδιανόητο πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σημειώνει ο James Angelos στους New York Times. Στη Γερμανία, ο σκεπτικισμός για τα πλεονεκτήματα της στρατιωτικής δύναμης επέτρεψε μια μακρά διαδικασία αφοπλισμού μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, όπως σημειώνεται στο σχετικό άρθρο των Τάιμς της Νέας Υόρκης, η Γερμανία είναι μια ιστορική ανωμαλία στην καρδιά της Ευρώπης: ένα οικονομικό μεγαθήριο που είναι όμως παράλληλα στρατιωτικός νάνος. Τώρα οι Γερμανοί ηγέτες δεσμεύονται να μετατρέψουν τη χώρα τους σε μια στρατιωτική δύναμη που θα είναι ικανή να αναλάβει την ευθύνη για την ασφάλεια της Ευρώπης. Ωστόσο, το ερώτημα είναι εάν αυτοί – και μαζί τους η διστακτική σε αυτό το θέμα γερμανική κοινωνία – μπορούν να τηρήσουν αυτήν την υπόσχεση.

Στη Γερμανία, ειδικότερα, η χρήση στρατιωτικής ισχύος συχνά γεννά δυσάρεστους συνειρμούς με το ναζιστικό παρελθόν. Το γεγονός ότι Γερμανοί στρατιώτες έχουν επανειλημμένα εμπλακεί σε υψηλού προφίλ υποθέσεις δεξιού εξτρεμισμού δεν βοηθά. Αντιθέτως.

Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς (Benoit Tessier, Pool via AP)

Αντιδρώντας στα σχέδια που ανακοίνωσε το Βερολίνο περί αύξησης των γερμανικών αμυντικών δαπανών, Ρώσοι προπαγανδιστές χτύπησαν εκεί που πονάει. Πως; Αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Γερμανία επιστρέφει στο ναζισμό.

Στην πραγματικότητα ωστόσο, η σύγχρονη Γερμανία χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αποστροφή της προς τον ακραίο εθνικισμό και τον μιλιταρισμό.

Όταν η Bundeswehr δημιουργήθηκε το 1955, σε μεγάλο βαθμό ως απάντηση στις ανησυχίες των Αμερικανών και των Βρετανών για μια πιθανή σοβιετική εισβολή στη Δυτική Γερμανία, το σώμα των αξιωματικών της αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από παλιούς αξιωματικούς της Βέρμαχτ, συμπεριλαμβανομένων πρώην ανδρών των S.S. Οι Σοβιετικοί ηγέτες εκείνη την εποχή είχαν χαρακτηρίσει την αναγέννηση του γερμανικού στρατού ως «φασιστικό ρεβανσισμό» και «επιστροφή του χιτλερισμού». Η αντίσταση στον γερμανικό επανεξοπλισμό είχε προέλθει επίσης από ένα σημαντικό τμήμα του κουρασμένου από τον πόλεμο πληθυσμού της Δυτικής Γερμανίας που φοβόταν, όπως πολλοί τώρα, ότι θα προκαλούσε τους Ρώσους. Η Bundeswehr ωστόσο μεγάλωσε, με τη βοήθεια της στρατολόγησης, έφτασε στο σημείο να έχει σχεδόν 500.000 στρατιώτες, και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους νατοϊκούς στρατούς κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Ήταν η ρωσική απειλή που οδήγησε στην ανάσταση του γερμανικού στρατού κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και είναι για άλλη μια φορά η ρωσική απειλή που μπορεί να οδηγήσει στην αναζωογόνησή του, γράφει ο James Angelos στους New York Times, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι πολλοί Γερμανοί δεν συμμερίζονται τον όποιο σχετικό ενθουσιασμό. Ακόμη κι έτσι, υπάρχουν ενδείξεις ότι μια ιστορική αλλαγή – μια αυξανόμενη αποδοχή της ανάγκης για άσκηση στρατιωτικής ισχύος – ριζώνει στη Γερμανία.

Στις 12 Σεπτεμβρίου, η Κριστίνε Λάμπρεχτ, τότε υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, υποστήριξε ενώπιον του γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων στο Βερολίνο ότι η Γερμανία πρέπει να είναι πρόθυμη να γίνει Führungsmacht, «ηγέτιδα δύναμη», στην Ευρώπη. Αναγνώρισε ότι αυτό μπορεί να φαίνεται ξένο στους Γερμανούς. Υπογράμμισε ωστόσο ότι «η Γερμανία ηγείται de facto ακόμη και όταν δεν το θέλει». Τοποθετημένη στο κέντρο του ευρωπαϊκού μπλοκ, με τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον μεγαλύτερο πληθυσμό, η Γερμανία έχει αναπόφευκτη επιρροή στη σταθερότητα και στην ασφάλεια της Ευρώπης, ακόμη κι όταν προσπαθεί να αποφύγει αυτόν τον ρόλο. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τη Γερμανία «απρόθυμο ηγεμόνα» βλέποντας σε αυτήν ένα «σύμπλεγμα ηγεσίας – αποφυγής» («leadership – avoidance complex»). Αυτή η απροθυμία έχει μεγάλη σχέση με το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας, θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι αυτό το παρελθόν αρκεί για να την εξηγήσει.

Η Γερμανία βρίσκεται, εδώ και καιρό, σε μια εξαιρετικά άνετη θέση. Έχει μια οικονομία που εξαρτάται από τις εξαγωγές, πουλά τα αυτοκίνητά της και τις μηχανές της στα μήκη και στα πλάτη της υφηλίου – και πολλά άρματα μάχης και υποβρύχια ως ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς όπλων στον κόσμο.

Όταν ανακύπτουν ωστόσο απειλές για την ασφάλεια (είτε πρόκειται για το Ισλαμικό Κράτος, είτε για τη Ρωσία του Πούτιν), τότε η Γερμανία άφηνε και αφήνει άλλους να αναλάβουν τα ηνία.

Οι Γερμανοί ηγέτες έστειλαν στρατεύματα στο Αφγανιστάν, αποφεύγοντας ωστόσο να μιλούν για «πόλεμο» ακόμη και όταν οι Γερμανοί στρατιώτες συμμετείχαν εκεί σε χερσαίες μάχες εκεί για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο. Η αποστροφή της Γερμανίας για τη στρατιωτική ισχύ έχει συντηρηθεί χάρις σε κάτι κραυγαλέο: την άμυνά της την εγγυάται η υπερδύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Όλες οι πρόσφατες κυβερνήσεις των ΗΠΑ έχουν προσπαθήσει, και έχουν αποτύχει, να πείσουν τους Γερμανούς να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ όπως είναι το ζητούμενο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Ακόμη και όταν η ρητορική και οι ενέργειες του Πούτιν άρχισαν να γίνονται περισσότερο πολεμικές, μια προσέγγιση τύπου «Wandel durch Handel» ή «αλλαγής μέσω του εμπορίου» συνέχισε να καθορίζει την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας έναντι της Ρωσίας. Σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση, η οικονομική αλληλεξάρτηση με τη Ρωσία θα ενθάρρυνε τον εκδημοκρατισμό της τελευταίας, ή τουλάχιστον μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες που θα απέκλειε επιθετικές ενέργειες. Παράλληλα, βέβαια, θα έκανε καλό καις τις γερμανικές μπίζνες.

Μέχρι το 2015, οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του Πούτιν είχαν καταστεί περισσότερο ξεκάθαρες. Ωστόσο, Γερμανοί αξιωματούχοι υποστήριξαν τον αγωγό Nord Stream 2 που επρόκειτο να φέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία απευθείας μέσω της Βαλτικής, παρακάμπτοντας τους υπάρχοντες αγωγούς της Ουκρανίας. Οι Γερμανοί θα συνέχιζαν μάλιστα να προωθούν την υλοποίηση του εν λόγω έργου παρά τις προειδοποιήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ που φοβούνταν ότι η γερμανική εξάρτηση από το ρωσικό αέριο δίνει στον Πούτιν μεγαλύτερη δύναμη άσκησης πιέσεων.

Τα έσοδα από τις γερμανικές αγορές ρωσικών υδρογονανθράκων βοήθησαν το Κρεμλίνο να χρηματοδοτήσει τη ρωσική στρατιωτική επέκταση. Ταυτόχρονα, οι γερμανικές στρατιωτικές δαπάνες ως μέρος του ΑΕΠ παρέμεναν κοντά σε μεταπολεμικό ιστορικό χαμηλό.

Η προσέγγιση «Wandel durch Handel» ήταν από πολλές απόψεις μια προέκταση της Ostpolitik της δεκαετίας του 1960, και στη Γερμανία η Ostpolitik είχε θεωρηθεί καθοριστική για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου.

Ωστόσο, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι αποτυχίες της γερμανικής πολιτικής έγιναν σαφείς ακόμη και στους Γερμανούς: Ο γερμανικός στρατός αποτελούνταν από μια γερασμένη δύναμη περίπου 183.000 στρατιωτών. Οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν ελλείψεις σε βαριά όπλα και πυρομαχικά, προστατευτικά γιλέκα, κράνη και σακίδια.

Λίγες χώρες κλονίστηκαν τόσο βαθιά από τη ρωσική εισβολή όσο η Γερμανία. Το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος υπονομεύει τις γερμανικές βιομηχανίες. Η «Wandel durch Handel» προσέγγιση έχει πια απαξιωθεί, καθώς τίθεται υπό αμφισβήτηση όχι μόνο η προηγούμενη πολιτική της Γερμανίας έναντι της Ρωσίας αλλά και η τρέχουσα σχέση της με την Κίνα – τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας – τη στιγμή που ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ ενισχύει τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις και απειλεί με στρατιωτική δράση κατά της Ταϊβάν. Οι ηγέτες της Γερμανίας αναζητούν τώρα μανιωδώς νέες πηγές ενέργειας και επιχειρηματολογούν για την αναγκαιότητα της σκληρής ισχύος.

Ως μέρος της περί Zeitenwende ομιλίας του τον περασμένο Φεβρουάριο, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς υποσχέθηκε να εκπληρώσει τον στόχο αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ «από τώρα και στο εξής», αν και η κυβέρνησή του ακόμη δεν έχει δεσμευτεί αναφορικά με το πότε μπορεί να συμβεί αυτό. Η γερμανική γραφειοκρατία καθιστά τη διαδικασία δαπάνης χρημάτων για όπλα εξαιρετικά αργή.

Εάν οι Γερμανοί ηγέτες τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, τότε η Γερμανία θα γίνει η Τρίτη ή τέταρτη χώρα με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο. Πριν από τον πόλεμο, μια τέτοια εξέλιξη δεν θα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Αλλά σε μια δημοσκόπηση που διενεργήθηκε για τη γερμανική δημόσια τηλεόραση αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή, το 69% των Γερμανών την υποστήριξε.

Το υπουργείο Άμυνας της Γερμανίας σχεδιάζει να προσθέσει στη δύναμή του περίπου 20.000 στρατιώτες. Αυτό, όμως, θα είναι δύσκολο. Το 2021, το 17,5% των θέσεων βαθμοφόρων στρατιωτικών ήταν κενές. Το προηγούμενο έτος, από τις 220 θέσεις για πιλότους αεροσκαφών στην Πολεμική Αεροπορία είχαν καλυφθεί λιγότερες από τις μισές. Η στρατιωτική θητεία στη Γερμανία ανεστάλη το 2011, οπότε πια η Bundeswehr δεν έχει άλλη επιλογή από το να κάνει τη στρατιωτική θητεία να φαίνεται συναρπαστική εάν θέλει να προσελκύσει έμψυχο δυναμικό.

Στις 16 Ιανουαρίου η Κριστίνε Λάμπρεχτ παραιτήθηκε από την ηγεσία του υπουργείου Άμυνας. Η ίδια είχε δεχθεί σφοδρή κριτική από τη συντηρητική γερμανική αντιπολίτευση επειδή απέτυχε να ενισχύσει αρκετά γρήγορα τον γερμανικό στρατό αλλά και για μια σειρά από δημόσια σφάλματά της. Στις αρχές της θητείας της, η Λάμπρεχτ, λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, είχε ανακοινώσει ότι η Γερμανία θα στείλει στους Ουκρανούς 5.000 κράνη. «Είναι ένα σαφές μήνυμα: Είμαστε στο πλευρό σας», είχε πει, για να δεχθεί χλεύη. Μιλώντας στη γερμανική Bild, ο δήμαρχος του Κιέβου, Βιτάλι Κλίτσκο, είχε χαρακτηρίσει εκείνη την προσφορά της Γερμανίας «σκέτη κοροϊδία». Την επομένη της παραίτησης της Λάμπρεχτ, ο καγκελάριος Σολτς ανακοίνωσε ότι ο νέος υπουργός Άμυνας της χώρας θα γίνει ο Μπόρις Πιστόριους, ένας Σοσιαλδημοκρατικός πολιτικός που διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας.

Πολλοί Γερμανοί δεν γνωρίζουν πόσο απογοητευμένοι είναι οι Ουκρανοί με τις γερμανικές πολιτικές, ούτε ότι θεωρούν ότι αυτές οι πολιτικές επέτρεψαν την τρέχουσα εισβολή. Η κυβέρνηση της Γερμανίας προσπάθησε να επανορθώσει στέλνοντας όπλα στην Ουκρανία. Νωρίτερα αυτόν το μήνα, η Γερμανία υποσχέθηκε 40 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης και μια συστοιχία Patriot που θα ενισχύσει την ουκρανική αεράμυνα. Ωστόσο, οι Ουκρανοί παραμένουν δυσαρεστημένοι με τον ρυθμό και την έκταση των γερμανικών παραδόσεων όπλων. Κυρίως, οι Ουκρανοί θέλουν η Γερμανία να δώσει το πράσινο φως για την αποστολή γερμανικής κατασκευής αρμάτων μάχης Leopard 2 – ή τουλάχιστον να επιτρέψουν σε άλλες χώρες να στείλουν τέτοια άρματα. Οι ηγέτες πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων λένε ότι είναι πρόθυμοι να στείλουν τα δικά τους άρματα μάχης Leopard 2, αλλά λόγω των κανόνων επανεξαγωγής χρειάζονται την έγκριση της Γερμανίας. Στα μέσα Ιανουαρίου, Γερμανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι δεν θα έδιναν αυτή την έγκριση εκτός εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφωνούσαν επίσης να στείλουν τανκς αμερικανικής κατασκευής (σ.σ. Abrams).

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Ίδρυμα Körber τον περασμένο Αύγουστο, το 52% των Γερμανών θεωρεί ότι η χώρα πρέπει να συνεχίσει να κινείται με αυτοσυγκράτηση έναντι των διεθνών κρίσεων και το 68% απέρριψε την ιδέα ότι η Γερμανία πρέπει να γίνει ηγέτιδα στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη.

Οι γερμανικές δυνάμεις ηγούνται φέτος της Διακλαδικής Δύναμης Πολύ Υψηλής Ετοιμότητας του ΝΑΤΟ (Very High Readiness Joint Task Force – VJTF). Τον περασμένο Ιούνιο, οι ηγεσίες των χωρών μελών του ΝΑΤΟ συναντήθηκαν στη Μαδρίτη όπου συμφώνησαν να αυξήσουν σημαντικά τη Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης του ΝΑΤΟ. Το υπουργείο Άμυνας της Γερμανίας δήλωσε ότι θα διαθέσει έως και 15.000 στρατιώτες μαζί με περίπου 65 αεροσκάφη και 20 πλοία.

Η ανάληψη αυτών των ρόλων εντός του ΝΑΤΟ αποτελεί πρόκληση για τις γερμανικές δυνάμεις. Στο παρελθόν, η Γερμανία είχε δυσκολία να συγκεντρώσει τον εξοπλισμό που χρειάζεται προκειμένου να λάβει μέρος στις αποστολές του ΝΑΤΟ. Σε περίπτωση πραγματικού πολέμου, λένε στρατιωτικοί ειδικοί, η Γερμανία έχει αρκετά πυρομαχικά για… δύο ημέρες μάχης. Τον Δεκέμβριο, και τα 18 τεθωρακισμένα οχήματα τύπου Puma που συμμετείχαν σε άσκηση πραγματικών πυρών χάλασαν, θέτοντας εν αμφιβόλω την «πολύ υψηλή ετοιμότητα» των δυνάμεων που τα χρησιμοποιούν. Τα εν λόγω οχήματα υποτίθεται ότι ήταν υπερσύγχρονα…

 

Πηγή: the New York Times

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X