Kathimerini.gr
Οι σχέσεις μεταξύ του προέδρου Τζο Μπάιντεν και του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου επιδεινώθηκαν δραματικά, στο όριο του «πολεμικού επιπέδου» χθες Δευτέρα, τονίζεται σε ανάλυση του Reuters.
Το σχόλιο του διεθνούς ειδησεογραφικού πρακτορείου αφορά την έγκριση του ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στην αποχή των ΗΠΑ από την κρίσιμη ψηφοφορία.
Το ψήφισμα απαιτούσε άμεση κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς και την απελευθέρωση όλων των ομήρων που κρατούνται στη Γάζα.
Την αλλαγή στη στάση της Ουάσιγκτον, η οποία στις προηγούμενες ψηφοφορίες είχε ασκήσει βέτο «προστατεύοντας» το Ισραήλ, σχολιάζει και το BBC, σε ανάλυση όπου τονίζει πως «ο Μπάιντεν αποφάσισε ότι οι αυστηρές προειδοποιήσεις προς το Ισραήλ δεν είναι πλέον αρκετές».
Ο Νετανιάχου αντέδρασε έντονα ακυρώνοντας αιφνιδίως προγραμματισμένη επίσκεψη στην Ουάσιγκτον αυτή την εβδομάδα υψηλόβαθμης αντιπροσωπείας που επρόκειτο να συζητήσει σχετικά με την επαπειλούμενη επίθεση του Ισραήλ στη Ράφα της νότιας Γάζας.
Η ακύρωση της επίσκεψης αποτελεί νέο «εμπόδιο» στις προσπάθειες των ΗΠΑ να πείσουν τον Νετανιάχου να εξετάσει εναλλακτικές λύσεις αντί της χερσαίας εισβολής στη Ράφα, το τελευταίο σχετικά ασφαλές καταφύγιο για τους Παλαιστίνιους αμάχους, προστίθεται στην ανάλυση του Reuters.
Η απειλή της επίθεσης έχει αυξήσει τις εντάσεις μεταξύ των δύο μακροχρόνιων συμμάχων. Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο εάν οι ΗΠΑ θα προχωρούσαν σε περιορισμό της στρατιωτικής βοήθειας, σε περίπτωση που ο Νετανιάχου αψηφούσε τον Μπάιντεν και εισέβαλλε με χερσαία μέσα στην πόλη, η οποία βρίσκεται στα σύνορα του παλαιστινιακού θυλάκου με την Αίγυπτο.
Θα επιδεινωθεί η κρίση;
«Αυτό δείχνει ότι η εμπιστοσύνη μεταξύ της κυβέρνησης Μπάιντεν και του Νετανιάχου καταρρέει», σχολίασε ο Ααρον Ντέιβιντ Μίλερ, πρώην διαπραγματευτής για τη Μέση Ανατολή με θητεία σε κυβερνήσεις Ρεπουμπλικανών καθώς και Δημοκρατικών. «Αν δεν υπάρξει σωστή διαχείριση, η κρίση θα συνεχίσει να επιδεινώνεται», πρόσθεσε ο ίδιος.
«Είναι πολύ νωρίς για να πούμε εάν θα υπάρξει διαφοροποίηση στο πεδίο, στην περιοχή της Ράφα και του Χαν Γιουνίς, αλλά, εάν κρίνουμε από την αρχική οργισμένη ισραηλινή αντίδραση και τις κραυγές περί προδοσίας από τις ΗΠΑ, πρόκειται για κάτι περισσότερο από λέξεις σε κείμενο ενός ψηφίσματος του ΟΗΕ: σηματοδοτεί ακόμα μία στιγμή στην οδυνηρή, σχεδόν αγωνιώδη διπλωματική απομάκρυνση των ΗΠΑ από τον κυριότερο σύμμαχό τους στη Μέση Ανατολή», επισημαίνει ο Guardian σε δική του ανάλυση.
Η απόφαση του Μπάιντεν να απόσχει από τον ΟΗΕ, έπειτα από μήνες που, ως επί το πλείστον, τηρούσε τη μακρόχρονη πολιτική των ΗΠΑ να προσφέρει προστασία στο Ισραήλ στον παγκόσμιο οργανισμό, αντανακλά την αυξανόμενη απογοήτευση των ΗΠΑ για τους χειρισμούς της ισραηλινής ηγεσίας, σύμφωνα με το Reuters.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος διεκδικεί την επανεκλογή του τον Νοέμβριο, αντιμετωπίζει πιέσεις όχι μόνο από τους συμμάχους της Αμερικής αλλά και από αυξανόμενο αριθμό συναδέλφων του Δημοκρατικών να περιορίσει την ισραηλινή στρατιωτική «απάντηση» στη διασυνοριακή επιδρομή της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου, η οποία σύμφωνα με το Ισραήλ είχε 1.200 θύματα.
Η απόφαση της Ουάσιγκτον να μην ασκήσει βέτο στο ψήφισμα του Ραμαζανίου για την κατάπαυση του πυρός «αποτελεί επίσης προσπάθεια των Αμερικανών να αποκρούσουν τις κατηγορίες ότι έδειξαν ανοχή απέναντι στις ενέργειες του Ισραήλ», σύμφωνα με το BBC.
Ερχεται αφότου ο πρωθυπουργός Νετανιάχου απέρριψε, με σφοδρότητα, τα σχέδια της κυβέρνησης Μπάιντεν για εξεύρεση διεξόδου από τη χειρότερη κρίση στη Μέση Ανατολή που έχει ξεσπάσει εδώ και δεκαετίες. Οι Αμερικανοί προσπαθούν να δείξουν ακόμα ότι η ατιμωρησία του Ισραήλ έχει όρια, όπως επισημαίνεται στην ανάλυση του βρετανικού ειδησεογραφικού μέσου.
Τι άλλαξε
Ο Νετανιάχου αντιμετωπίζει τις δικές του εσωτερικές προκλήσεις που δεν αφορούν μόνο τις απαιτήσεις των ακροδεξιών μελών του συνασπισμού του για σκληρή γραμμή έναντι των Παλαιστινίων.
Πρέπει επίσης να πείσει τις οικογένειες των ομήρων ότι κάνει τα πάντα για την απελευθέρωσή τους, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος με συχνές διαμαρτυρίες που έχουν ως κεντρικό αίτημα την παραίτησή του.
Το γραφείο του Νετανιάχου ανακοίνωσε την ακύρωση της επίσκεψης, τονίζοντας ότι η αποτυχία των ΗΠΑ να ασκήσουν βέτο στο ψήφισμα αποτελεί «σαφή υποχώρηση» από την προηγούμενη θέση τους και θα πλήξει τις πολεμικές προσπάθειες του Ισραήλ.
Αμερικανοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν αιφνιδιάστηκε από την αντίδραση του Ισραήλ, την οποία θεώρησε υπερβολική, επιμένοντας ότι δεν υπήρξε ουσιαστική αλλαγή πολιτικής.
Η Ουάσινγκτον είχε αποφύγει τη διατύπωση «κατάπαυση του πυρός» νωρίτερα στον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας, που διαρκεί εδώ και σχεδόν έξι μήνες, και είχε χρησιμοποιήσει το βέτο της στον ΟΗΕ για να προστατεύσει το Ισραήλ καθώς αντεπιτίθετο στη Χαμάς.
Ομως, η απειλή της πείνας αυξάνεται για τους κατοίκους της Γάζας. Το ίδιο και οι παγκόσμιες πιέσεις για εκεχειρία στον πόλεμο που, σύμφωνα με τις παλαιστινιακές υγειονομικές αρχές, έχει προκαλέσει τον θάνατο περίπου 32.000 Παλαιστινίων.
Οι ΗΠΑ τελικά απείχαν από την έκκληση για κατάπαυση του πυρός κατά τον ιερό μουσουλμανικό μήνα του Ραμαζανίου, ο οποίος λήγει σε δύο εβδομάδες.
Η πρόκληση τώρα για τον Μπάιντεν και τον Νετανιάχου είναι να περιορίσουν τις διαφορές τους ώστε να μην υπάρξει ανεξέλεγκτη κλιμάκωση, επισημαίνουν οι αναλυτές.
Ο Τζον Αλτερμαν, διευθυντής του προγράμματος για τη Μέση Ανατολή στη δεξαμενή σκέψης Center for Strategic and International Studies στην Ουάσιγκτον, δήλωσε ότι δεν υπάρχει λόγος αυτό να αποτελέσει «θανάσιμο πλήγμα» στις σχέσεις των δύο χωρών. «Δεν νομίζω ότι η πόρτα έκλεισε οριστικά», τόνισε, σύμφωνα με το Reuters.
Σηματοδοτώντας ότι οι δύο κυβερνήσεις παραμένουν σε στενή επικοινωνία, ο Ισραηλινός υπουργός Αμυνας Γιοάβ Γκαλάντ, σε ξεχωριστή επίσκεψη από εκείνη της αντιπροσωπείας που ακύρωσε ο Νετανιάχου νωρίτερα, προχώρησε σε συναντήσεις υψηλού επιπέδου στην Ουάσιγκτον χθες Δευτέρα.
«Εμπόδιο για την ειρήνη»
Ομως η αποχή των ΗΠΑ βάθυνε το ρήγμα στη σχέση Μπάιντεν – Νετανιάχου, που υπήρξε προβληματική ακόμα και τις καλές μέρες.
Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ο Μπάιντεν δήλωσε σε συνέντευξή του στο MSNBC ότι πιθανή εισβολή στη Ράφα θα αποτελούσε «κόκκινη γραμμή», αν και πρόσθεσε ότι η άμυνα του Ισραήλ είναι «κρίσιμη» και δεν υπάρχει περίπτωση «να κόψω όλα τα όπλα ώστε να μην έχουν το Iron Dome (σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας) για να τους προστατεύσει».
Ο Νετανιάχου απέρριψε την κριτική του Μπάιντεν και υποσχέθηκε να προχωρήσει στη Ράφα, το τελευταίο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας όπου οι ισραηλινές δυνάμεις δεν έχουν πραγματοποιήσει χερσαία επίθεση, αν και Αμερικανοί αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για επικείμενη επιχείρηση.
Ακολούθησε την περασμένη εβδομάδα ο ηγέτης της πλειοψηφίας της αμερικανικής Γερουσίας Τσακ Σούμερ, ο πιο υψηλόβαθμος Εβραίος εκλεγμένος αξιωματούχος της χώρας, ο οποίος χαρακτήρισε τον Νετανιάχου εμπόδιο στην ειρήνη και ζήτησε νέες εκλογές στο Ισραήλ για την αντικατάστασή του.
Ο Μπάιντεν έκανε λόγο για «καλή ομιλία».
Ωστόσο, ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον δήλωσε στους δημοσιογράφους την Τετάρτη ότι σκέφτεται να προσκαλέσει τον Νετανιάχου, ο οποίος μίλησε μέσω βιντεοκλήσης σε Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές την περασμένη εβδομάδα, να μιλήσει στο Κογκρέσο.
Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αιχμή κατά του Μπάιντεν, προσφέροντας στον Νετανιάχου πρόσβαση σε ένα φόρουμ υψηλού προφίλ για να εκφράσει παράπονα κατά της αμερικανικής κυβέρνησης.
Ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Σέλντον Γουάιτχαουζ δήλωσε στο Reuters ότι ο Νετανιάχου φαίνεται να συνεργάζεται με τους Ρεπουμπλικανούς για να «εργαλειοποιήσει τη σχέση ΗΠΑ – Ισραήλ υπέρ της δεξιάς πτέρυγας».
Η υποψηφιότητα του Μπάιντεν για επανεκλογή το 2024 αντιμετωπίζει τις δικές της προκλήσεις: πρέπει να αποφύγει να δώσει στους Ρεπουμπλικανούς την ευκαιρία να αντλήσουν κέρδη από τη «δεξαμενή» των φιλοϊσραηλινών ψηφοφόρων.
Παράλληλα πρέπει να σταματήσει τις απώλειες στους κόλπους των προοδευτικών Δημοκρατικών, οι οποίοι έχουν απογοητευτεί από την ισχυρή υποστήριξη στο Ισραήλ.
Ο Νετανιάχου, που γνωρίζει ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως θα ηττείτο κατά κράτος σε εκλογές εάν αυτές διεξάγονταν τώρα, εκτιμά ότι υπάρχει ευρεία υποστήριξη για τη συνέχιση του πολέμου στη Γάζα από μεγάλη μερίδα Ισραηλινών, καθώς το τραύμα από την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου είναι ακόμη νωπό.
Ετσι φαίνεται πρόθυμος να ρισκάρει δοκιμάζοντας την ανοχή της Ουάσιγκτον.
Κίνδυνος διεθνούς απομόνωσης
Ολα τα μέλη της έκτακτης κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Νετανιάχου υποστηρίζουν τη συνέχιση του πολέμου μέχρι την πλήρη «εξάλειψη» της Χαμάς και την απελευθέρωση όλων των ομήρων και δεν είναι πρόθυμα να ανταποκριθούν στις αμερικανικές εκκλήσεις για μετριοπάθεια, παρά τον αυξανόμενο κίνδυνο διεθνούς απομόνωσης.
Ο σκληρός Δεξιός Ισραηλινός υπουργός Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριχ δήλωσε χαρακτηριστικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σύμμαχος αλλά όχι «κράτος-προστάτης» της χώρας του.
Τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας θεωρείται ότι έχουν ισχύ διεθνούς δικαίου. Το Ισραήλ καλείται να αποφασίσει εάν θα σεβαστεί το ψήφισμα, το οποίο χαιρετίστηκε από τη Χαμάς καθώς και από τον Παλαιστίνιο αντιπρόσωπο στον ΟΗΕ.
Η κυβέρνηση συνασπισμού του Νετανιάχου βασίζεται στην υποστήριξη των Εβραίων υπερεθνικιστών εξτρεμιστών. Αυτοί θα τον παροτρύνουν να το αγνοήσει. Εάν το κάνει, οι ΗΠΑ θα πρέπει να απαντήσουν.
«Αν τα περισσότερα λόγια δεν είναι αρκετά, ο μεγαλύτερος μοχλός που έχει στη διάθεσή του ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι ο έλεγχος της αερογέφυρας των προμηθειών όπλων προς το Ισραήλ – δεκάδες πτήσεις τεράστιων μεταγωγικών αεροπλάνων μεταφέρουν τα πυρομαχικά που χρησιμοποιεί το Ισραήλ, καθώς και εκείνα που θα χρειαστεί εάν προχωρήσει με το σχέδιό του να επεκτείνει τον χερσαίο πόλεμο στη Ράφα», σημειώνεται στην ανάλυση του BBC.
Η ιστορική συμμαχία ΗΠΑ – Ισραήλ –το 1948 ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Ισραήλ 11 λεπτά μετά την ανακήρυξή της– κατά καιρούς είναι δυσλειτουργική.
Κρίσεις έχουν ξεσπάσει όσες φορές η ισραηλινή ηγεσία αψήφησε τις επιθυμίες των Αμερικανών προέδρων βλάπτοντας τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νετανιάχου προκαλεί οργή στον Λευκό Οίκο. Το έχει κάνει τακτικά από τότε που έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός, το 1996.
Ωστόσο η περιφρόνησή του προς την Ουάσιγκτον δεν υπήρξε ποτέ τόσο παρατεταμένη και καμία κρίση στη μακρά συμμαχία ΗΠΑ – Ισραήλ δεν υπήρξε τόσο σοβαρή όσο η σημερινή, έπειτα από τους σχεδόν έξι μήνες πολέμου στη Γάζα, σύμφωνα με το BBC.
Με πληροφορίες από Reuters, BBC, Guardian