Kathimerini.gr
MΑΡΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
«Όλοι φοβόμαστε, αλλά έχουμε ένα επαναστατικό καθήκον να εκπληρώσουμε, έτσι αφήνουμε στην άκρη τον φόβο μας», δήλωσε στο πρακτορείο Reuters o 68χρονος ιατρός ΜΕΘ Λεονάρντο Φερνάντες λίγες ημέρες πριν πενήντα δύο Κουβανοί γιατροί και νοσηλευτές φτάσουν στην Ιταλία για να συνδράμουν στην αντιμετώπιση της πανδημίας. «Θα εκπληρώσουμε μια τιμητική αποστολή, που βασίζεται στην αρχή της αλληλεγγύης», συμπλήρωσε ο συνάδελφός του Γκρασιλιάνο Ντίαζ, με την αψεγάδιαστη άσπρη ρόμπα του να λάμπει κάτω από τον καυτό ήλιο. Οι γεμάτες υπερηφάνεια και αποφασιστικότητα δηλώσεις των δύο γιατρών συνοψίζουν εύγλωττα το αφήγημα του κουβανικού «στρατού με τις λευκές ρόμπες», που εδώ και έξι δεκαετίες σπεύδει ανά τον πλανήτη για να εργαστεί σε οργανωμένες δομές υγείας μαζί με τους εγχώριους γιατρούς –στη Βραζιλία, στη Βενεζουέλα, στη Βολιβία– ή για να συνδράμει στην αντιμετώπιση μιας επιδημίας – τη δεκαετία του 2010 έδωσαν τη μάχη ενάντια στη χολέρα στην Αϊτή και στον ιό Έμπολα στη Δυτική Αφρική, αυτή την περίοδο ενάντια στον κορονοϊό, στην Ιταλία, στη Νικαράγουα, στη Βενεζουέλα, στην Τζαμάικα, στο Σουρινάμ, στη Γρενάδα.
Η αποστολή από την Κούβα στο αεροδρόμιο της Σιέρα Λεόνε το 2014, όταν η Αφρική δοκιμάστηκε από τον ιό Έμπολα. © FLORIAN PLAUCHEUR / AFP/visualhellas.gr
Την ίδια στιγμή, όμως, που η κουβανική κυβέρνηση διαφημίζει αυτή την παράδοση αλληλεγγύης προς τους συνανθρώπους σε κάθε γωνιά της Γης, δρέποντας συχνά πολιτικά οφέλη από αυτή την πρωτότυπη ιατρική διπλωματία, μαρτυρίες από πρώην μέλη του «στρατού» κάνουν λόγο για εκμετάλλευση και για επικερδείς μπίζνες με αντικείμενο τον ανθρώπινο πόνο, που φέρνει στα κρατικά ταμεία δισεκατομμύρια δολάρια.
Το όνειρο του Φιντέλ
Ο μύθος λέει ότι το προσωνύμιο «στρατός με τις λευκές ρόμπες» τούς το έδωσε ο ίδιος ο Φιντέλ Κάστρο. Όταν, το 1959, ο κομαντάντε ανέλαβε την εξουσία, άρχισε να χτίζει το κοινωνικό κράτος που οραματιζόταν για τους πολίτες της Κούβας, επενδύοντας ένα μεγάλο μέρος της σοβιετικής οικονομικής βοήθειας στη δημιουργία ενός αξιοζήλευτου συστήματος υγείας – ακόμα και σήμερα η Κούβα έχει σχεδόν 82 γιατρούς ανά 10.000 πολίτες, από τα υψηλότερα ποσοστά του κόσμου, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, χιλιάδες γιατροί και νοσηλευτές ξεκίνησαν να ταξιδεύουν, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους ανά τον πλανήτη, ως σύμβολο της αλληλεγγύης τους προς τους λαούς της Γης – η πρώτη αποστολή έγινε στην Αλγερία το 1963, όταν πενήντα γιατροί στάλθηκαν εκεί για να αντικαταστήσουν Γάλλους συναδέλφους τους που αποχώρησαν από τη χώρα αφότου κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία έναν χρόνο νωρίτερα.
Εκατοντάδες Κουβανοί γιατροί φεύγουν από τη Βραζιλία το 2005, έπειτα από δικαστική απόφαση της χώρας, που δεν αναγνώριζε τις άδειες ασκήσεως τους επαγγέλματός τους. © EVARISTO SA / AFP/visualhellas.gr
Η προσφορά τους είναι πηγή μεγάλης υπερηφάνειας αλλά και συναλλάγματος, που απεγνωσμένα χρειάζεται η Κούβα. Με εξαίρεση τις μονάδες του «στρατού» που σπεύδουν αφιλοκερδώς ώστε να προσφέρουν σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, η χώρα «νοικιάζει» ιατρικό προσωπικό σε άλλα κράτη, με αντάλλαγμα είτε χρηματικό είτε σε είδος. Για παράδειγμα, στα μέσα του 2010 λάμβανε περί τα 100.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα από τη Βενεζουέλα, όπου εργάζονταν περίπου 30.000 επαγγελματίες υγείας, ενώ η Βραζιλία κατέβαλλε περίπου 3.600 δολάρια κάθε μήνα ανά επαγγελματία, συνολικά 360.000.000 δολάρια τον χρόνο, σύμφωνα με στοιχεία του περιοδικού ΤΙΜΕ. Σήμερα υπολογίζεται ότι 50.000 Κουβανοί γιατροί εργάζονται σε εξήντα επτά χώρες, κυρίως στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική, φέρνοντας στα κρατικά ταμεία σχεδόν 11 δισ. δολάρια τον χρόνο.
«Σκλάβοι της Κούβας»
Όταν, το 2018, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο εξελέγη στο αξίωμα του προέδρου της Βραζιλίας, σε δηλώσεις του χαρακτήρισε τους 8.000 Κουβανούς γιατρούς που εργάζονταν στη χώρα του «σκλάβους της Κούβας» και σημείωσε ότι «θρέφουν την κουβανική δικτατορία», διευκρινίζοντας ότι μόλις το 25% του μισθού τους αποδίδεται στους ίδιους και το υπόλοιπο καταλήγει στα κρατικά ταμεία του νησιού. Οι ίδιοι οι επαγγελματίες υγείας, ακόμα και αν λαμβάνουν ένα μικρό μέρος –μερικές φορές ακόμη και το 10%– του ποσού που συμφωνεί η κουβανική κυβέρνηση, έχουν ισχυρό οικονομικό κίνητρο για να ενταχθούν στον «στρατό με τις λευκές ρόμπες»: όταν ο μέσος μισθός τους στη χώρα είναι 30-50 δολάρια τον μήνα, μπορούν να κερδίσουν έως και 500 ή και 1.000 δολάρια εργαζόμενοι στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, πολλοί είναι οι γιατροί και νοσηλευτές που έχουν δώσει στη δημοσιότητα στοιχεία και ανησυχητικές μαρτυρίες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται.
Ο «στρατός με τις λευκές ρόμπες» βρέθηκε το 2010 στην Αϊτή, για να βοηθήσει τα θύματα του σεισμού. © Roberto Koltun/ Getty Image/Ideal Image
«Σύντομα συνειδητοποίησα ότι η αποστολή μας ήταν περισσότερο πολιτική παρά ανθρωπιστική», δήλωσε στο BBC ο γιατρός Κάρλος Αβίλα, που εργάστηκε επί επτά χρόνια στη Βενεζουέλα, και συμπλήρωσε ότι, πριν από το δημοψήφισμα του 2004 για την παραμονή ή όχι του Ούγκο Τσάβες στην προεδρία της Βενεζουέλας, οι γιατροί στέλνονταν πόρτα πόρτα, για να μοιράσουν δώρα και φάρμακα, ώστε να ενισχυθεί η υποστήριξη για τον Τσάβες.
Κουβανή γιατρός σε κατ’ οίκον επίσκεψη ασθενούς σε επαρχία της Βραζιλίας το 2017. © Dado Galdieri/The New York Times
Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, είναι αναγκασμένοι να παραδίδουν τα διαβατήριά τους σε κάποιον Κουβανό αξιωματούχο όταν φτάνουν στη χώρα εργασίας τους, αποθαρρύνονται από το να συνάψουν φιλικές σχέσεις με μη Κουβανούς, συχνά ζουν όλοι μαζί σε κτίρια διαμερισμάτων και τους απαγορεύεται να κυκλοφορούν αφότου βραδιάσει, ενώ σε τακτικές συναντήσεις καλούνται να αναφέρουν παρατηρήσεις και πληροφορίες για τους συναδέλφους τους. Τέλος, δεν είναι λίγες οι φορές που τους ζητείται να παραποιήσουν ιατρικά αρχεία, ώστε να μεγιστοποιούνται οι αριθμοί των ασθενών που φρόντισαν ή των οποίων τη ζωή έσωσαν, προκειμένου να αιτιολογείται η φήμη τους και να αποδεικνύεται η αξία της προσφοράς τους – και άρα να δικαιολογείται το αντίτιμο που καλείται να καταβάλει κάθε χώρα για τις υπηρεσίες τους.
Η κουβανική κυβέρνηση έχει επανειλημμένα διαψεύσει τις μαρτυρίες και τις δημοσιογραφικές έρευνες ως «ψέματα», που αποσκοπούν στο να αμαυρώσουν τα προγράμματα ιατρικής συνεργασίας που εκτελεί η χώρα αλλά και το παράδειγμα της αλληλεγγύης που θέτει.