Kathimerini.gr
Της Ζουζάνας Σαλίνι*
Το ερώτημα «Θα παραδεχτεί την ήττα του ή όχι;» αρχίζει να υποχωρεί, καθώς ο Τραμπ επιτρέπει απρόθυμα να αρχίσουν να γυρνούν οι τροχοί της μετάβασης. Υπάρχει όμως ένα πολύ πιο σημαντικό ερώτημα. Ακόμα και όταν ο Πρόεδρος Μπάιντεν θα βρίσκεται με ασφάλεια στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ θα έχει κλονίσει αμετάκλητα τα θεμέλια της δημοκρατίας των ΗΠΑ;
Προσπαθώντας να ακυρώσει τις ψήφους εκατομμυρίων Αμερικανών, ο Τραμπ έβαλε τις ΗΠΑ σε μια επικίνδυνη πορεία. Είναι μια χώρα διχασμένη, όπου το κράτος δικαίου έχει αρχίζει να ξεφτίζει και βρίσκεται υπό απειλή. Είναι ένα σενάριο που θυμίζει την εκλογική ήττα του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία πριν από δεκαοκτώ χρόνια. Η απάντηση του Όρμπαν σε εκείνες την εκλογές, τις οποίες έχασε με μικρή διαφορά, ήταν να επιστρέψει για δεύτερη και τρίτη θητεία. Οι υπερασπιστές της δημοκρατίας των ΗΠΑ θα μπορούσαν να μελετήσουν πώς ο Όρμπαν κατάφερε να καταλάβει το ουγγρικό κράτος.
Εκείνη την εποχή, ο Όρμπαν ζήτησε από τους υποστηρικτές του να συλλέξουν εκλογικές παρατυπίες και να τις αναφέρουν στη βιαστικά ιδρυθείσα «Δημοκρατική Γραμμή». «Δεν μπορούμε να είμαστε στην αντιπολίτευση, καθώς το έθνος δεν μπορεί να είναι στην αντιπολίτευση!» είπε στη δημόσια ομιλία του και, βάσει εκατοντάδων ισχυρισμών για απάτη, το κόμμα του, το Φιντές, ξεκίνησε να αμφισβητεί τα αποτελέσματα των κοινοβουλευτικών εκλογών της χώρας.
Ο Όρμπαν παραδέχτηκε τελικά την ήττα του και αποχώρησε από την εξουσία χωρίς να συναντήσει τον διάδοχό του. Ωστόσο, συγκέντρωσε τους οπαδούς του και τηλεγράφησε τις εθνικιστικές, ηγεμονικές του προσδοκίες, υποδηλώνοντας ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι ήταν υπό ξένη επιρροή και ότι ήταν ο μόνος που εκπροσωπούσε τους αληθινούς Ούγγρους.
Η έξαρση της απογοήτευσης κατέστησε το Φιντές ένα πιο ενωμένο κίνημα. Οι λεγόμενοι «κύκλοι πολιτών» σχηματίστηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και έφεραν κοντά εκατοντάδες πατριωτικές, εκκλησιαστικές, πολιτιστικές και τοπικές πολιτικές ομάδες, καθώς και πολλές μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες, είτε λόγω προσωπικού συμφέροντος είτε λόγω ιδεολογικής συμπάθειας ή λόγω συνδυασμού των προαναφερθέντων συντάχτηκαν με τον Όρμπαν. Η απογοήτευση λόγω της ήττας στις εκλογές του 2002 ένωσε το στρατόπεδο του Όρμπαν και, μέσα σε λίγα χρόνια, τον εδραίωσε ως ηγέτη της δεξιάς.
Ο Όρμπαν ηττήθηκε ξανά το 2006 όταν, παρόλο που είχε την καλύτερα οργανωμένη βάση ψηφοφόρων, ο ριζοσπαστισμός και η διχαστική του προσωπικότητα εμπόδισαν το Φιντές να κερδίσει την πλειοψηφία. Αν και η ελίτ του κόμματος άρχισε να αναζητά έναν πιο μετριοπαθή ηγέτη, ο Όρμπαν επέμεινε. Έξι μήνες μετά τις εκλογές διέρρευσε μια ιδιωτική συνομιλία του νεοεκλεγέντος σοσιαλιστή πρωθυπουργού Φέρεντς Γκιουρτσάνι, στην οποία παραδέχθηκε στους ακτιβιστές του κόμματός του ότι απέκρυψαν την πραγματική κατάσταση της οικονομίας από τους ψηφοφόρους κατά την προεκλογική εκστρατεία, δηλώνοντας ότι «λέγαμε ψέματα πρωί, βράδυ και βράδυ».
Ο Όρμπαν άδραξε την ευκαιρία για να αποκαλύψει την «εκλογική απάτη» και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των εκλογών. Ο Όρμπαν έφυγε από το πάλκο του Κοινοβουλίου και μεταφέρθηκε στους δρόμους. Για αρκετούς μήνες, το Φιντές εμπόδισε το έργο του κοινοβουλίου όπου μπορούσε, φτάνοντας στην αφαίρεση της αστυνομικές κορδέλας ώστε να επιτρέψουν στους διαδηλωτές να βρεθούν πιο κοντά στο κτίριο. Οι παρατεταμένες αναταραχές διέβρωσαν τη νομιμότητα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης και, με το πλήγμα της οικονομικής κρίσης του 2008, ο κυβερνών συνασπισμός ωθήθηκε στο χείλος του γκρεμού. Το μόνο που έπρεπε να κάνει το Φιντές ήταν να περιμένει: το 2010, με μια ευρεία πλειοψηφία, το κόμμα βρέθηκε ξανά στην εξουσία. Όπως είπε ο Όρμπαν, «πρέπει να κερδίσουμε μόνο μία φορά, αλλά η νίκη πρέπει να είναι μεγάλη».
Τα τελευταία δέκα χρόνια, ο Όρμπαν και η μονοκομματική του κυβέρνηση άλλαξαν το σύνταγμα και τον εκλογικό νόμο. Αυτόν τον μήνα, προτάθηκε ένας νέος νόμος, ο οποίος δυσχεραίνει περαιτέρω τη συνεργασία των κομμάτων της αντιπολίτευσης ώστε να ενωθούν σε μια πλατφόρμα έναντι του Όρμπαν. Η κυβερνητική διαφήμιση στα μέσα έχει χρησιμοποιηθεί ως επιβράβευση για όσους μένουν πιστοί στην κυβέρνηση. Σε όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς διορίστηκαν φίλοι του Όρμπαν και ο ίδιος δημιούργησε ένα περίπλοκο σύστημα διαφθοράς. Σύμφωνα με ισχυρισμούς, ο κύκλος του έχει ευνοϊκούς όρους κατά την ανάθεση δημοσίων έργων.
Όπως και τα άλλα κόμματα της δεξιάς, το Φιντές έχει αλλάξει θέση την τελευταία δεκαετία. Πλέον δεν αποκτούν υποστηρικτές μέσω της αισιοδοξίας, αλλά μέσω της οργής, της απληστίας και των καταγγελιών. Ο ορθολογισμός και ο συμβιβασμός είναι πλέον όλο και πιο δυσεύρετοι σε αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν παραδοσιακά ισχυρή και θετική επιρροή στην παγκόσμια πολιτική κουλτούρα. Ωστόσο, ο τραμπισμός και οι προεδρικές εκλογές του 2020 υπονόμευσαν αυτή την αρχή. Οι δημοκρατικοί θεσμοί, οι έλεγχοι και οι ισορροπίες έχουν βρεθεί στον κάλαθο των αχρήστων και οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι εκτεταμένες.
Στην Ουγγαρία, η αμφισβήτηση των εκλογών χωρίς αποδείξεις θα επέφερε ένα μοιραίο πλήγμα στη φήμη ενός πολιτικού. Ωστόσο, η εξελιγμένη ψηφιακή πολιτική υποδομή και η κατάσταση μόνιμης εκστρατείας που εισήγαγε το Φιντές επέτρεψαν στον Όρμπαν να αποφύγει να λογοδοτήσει, παρά τον περαιτέρω πλουτισμό των φίλων του. Αυτό συνέβη ταυτόχρονα με την εμφάνιση ρωγμών στο δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας.
Ο Όρμπαν, όπως ο Τραμπ, χρειάζεται αντιπάλους για να τους δαιμονοποιεί. Είτε πρόκειται για έναν φιλάνθρωπο με διεθνή δράση, όπως ο Τζωρτζ Σόρος, είτε για τον πληθυσμό Ρομά της χώρας, είτε για την ΕΕ, υπάρχει πάντα ένας αποδιοπομπαίος τράγος για τις αποτυχίες του πρωθυπουργού. Αυτό αποδείχθηκε μόλις αυτή την εβδομάδα, όταν ο Όρμπαν εξαπέλυσε κατηγορίες για «διαφθορά» των ηγετών της ΕΕ και του Σόρος, ενώ άσκησε βέτο στο Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ ως ένδειξη διαμαρτυρίας, καθώς θεώρησε ότι οι επιδοτήσεις της ΕΕ θα εξαρτιόνταν από το πόσο πρόθυμα θα ήταν τα κράτη μέλη να σεβαστούν το κράτος δικαίου.
Πλέον, είναι υπό αμφισβήτηση αν οι Ούγγροι μπορούν να απομακρύνουν το Φιντές από την εξουσία με ειρηνικό τρόπο. Το γεγονός ότι έφτασαν σε αυτό το σημείο, μέσα σε μια δεκαετία, δείχνει πόσο εύκολη είναι η ολίσθηση προς τον αυταρχισμό. Ας ελπίσουμε ότι η συμπεριφορά του Τραμπ, όπως και η αυτή του Όρμπαν στην Ευρώπη, θα ανοίξει τα μάτια των δημοκρατών και θα πείσει αμφότερες την αριστερά και τη δεξιά να αντιμετωπίσουν την πρόκληση των αυταρχικών πολιτικών. Η δημοκρατία διακυβεύεται τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Οι πολιτικοί, τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και τα κινήματα των πολιτών πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι, σε αυτήν την εποχή της πόλωσης, οι δημοκρατικοί θεσμοί, οι έλεγχοι και οι ισορροπίες, καθώς και το κράτος δικαίου, θα φυλλορροήσουν αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να ενωθούμε για να τους προστατεύσουμε.
* Η κ. Ζουζάνα Σαλίνι είναι Ουγγαρέζα πρώην πολιτικός και ειδική επί της εξωτερικής πολιτικής. Ξεκίνησε την καριέρα της στο Φιντές, το οποίο εκπροσώπησε στο κοινοβούλιο από το 1990 έως το 1994. Αυτή τη στιγμή είναι μέλος της Ακαδημίας Ρόμπερτ Μπος.