Kathimerini.gr
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
«Αν σας άρεσε ο πρώτος Τραμπ, θα λατρέψετε τον δεύτερο», έλεγε τις προάλλες στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Πίτερ Λοτζ, καθηγητής επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον. Η πικρή ειρωνεία του φαίνεται εύλογη.
Oταν ορκιζόταν για πρώτη φορά πρόεδρος, στις 20 Ιανουαρίου του 2017, ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρούνταν από πολλούς ιστορικό ατύχημα, μια σύντομη παρένθεση στην πολιτική Ιστορία των ΗΠΑ.
Στα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν αντιμετώπισε σφοδρή αντιπολίτευση από το βαθύ κράτος, το Κογκρέσο και το κατεστημένο των Ρεπουμπλικανών, για να φύγει κηλιδωμένος ύστερα από το αποτυχημένο πραξικόπημα της 6ης Ιανουαρίου 2021.
Με τους ολιγάρχες
Τέσσερα χρόνια αργότερα, επιστρέφει νικητής και τροπαιούχος, ύστερα από την πιο δραματική πολιτική νεκρανάσταση στη σύγχρονη Ιστορία. Αυτή τη φορά, προέρχεται από μια πειστική νίκη σε όλες τις διαφιλονικούμενες πολιτείες και στη λαϊκή ψήφο.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που ελέγχει το Κογκρέσο, έχει μετατραπεί σε φερέφωνο της MAGA, ενώ οι αντίπαλοί του παραμένουν βυθισμένοι σε παραλυτική απελπισία.
Στη σημερινή τελετή της ορκωμοσίας του θα παρευρίσκονται οι τρεις πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου: φυσικά ο Ελον Μασκ, βασικός σπόνσορας και στενός σύμβουλος του προέδρου (μέχρι να συγκρουστούν τα τεράστια Εγώ τους, λένε οι κακεντρεχείς), αλλά και ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook και του Instagram, όπως και ο Τζεφ Μπέζος της Amazon και της Washington Post, ο οποίος χρηματοδοτεί πλουσιοπάροχα ντοκιμαντέρ για τον βίο της Μελάνια Τραμπ.
Στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του, ο Τζο Μπάιντεν προειδοποίησε για τον κίνδυνο να θαφτεί η αμερικανική Δημοκρατία από την αναδυόμενη «ολιγαρχία», αλλά ποιος τον ακούει πλέον;
Ενας αχαλίνωτος Τραμπ, χωρίς την αγωνία της επανεκλογής, με μόνη ανησυχία το αποτύπωμα που θα αφήσει στην Ιστορία, αντιπροσωπεύει τον χειρότερο εφιάλτη για την κατεστημένη εκδοχή του ευρωατλαντισμού.
Τα πρώτα σημάδια είναι ήδη ορατά. Σπάζοντας μια παράδοση τουλάχιστον 150 χρόνων, που ήθελε την ορκωμοσία του προέδρου να είναι αποκλειστικά αμερικανικό γεγονός, ο Τραμπ κάλεσε ξένους ηγέτες στην αυριανή τελετή, στη μεγάλη τους πλειονότητα από τον χώρο της Ακροδεξιάς.
Το «Project 2025»
Μια βροχή προεδρικών διαταγμάτων (ίσως πάνω από 100) θα μας δώσει από την πρώτη εβδομάδα το στίγμα της δεύτερης θητείας Τραμπ. Βασική πηγή έμπνευσης θα είναι το διαβόητο Project 2025 που δημοσιεύθηκε ήδη τον Απρίλιο του 2023 από το Heritage Foundation, ένα από τα πιο επιδραστικά think tanks του συντηρητικού χώρου.
Πέρα από τις πάγιες θέσεις για περιορισμό των αμβλώσεων, προβολή των χριστιανικών αξιών, μείωση της φορολογίας κεφαλαίου και κατάργηση του υπουργείου Παιδείας, η έμφαση έπεφτε σε δύο πεδία.
Το πρώτο ήταν η συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας στο πρόσωπο του προέδρου, κάτι που προϋποθέτει την κάθαρση νευραλγικών θέσεων του κρατικού μηχανισμού από αντιφρονούντες. Ηδη στελέχη του επιτελείου Τραμπ περνούν από συνεντεύξεις τους υπαλλήλους του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, ζητώντας πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης.
Ο δεύτερος πυλώνας του Project 2025 ήταν η δραστική περικοπή των κρατικών δαπανών για να τιθασευτεί το αστρονομικό δημόσιο χρέος που έχει φτάσει τα 36,3 τρισ. δολάρια (123% του ΑΕΠ ή εννέα φορές μεγαλύτερο από το 1990).
Ο Ελον Μασκ, που έχει αναλάβει το έργο των αιματηρών περικοπών, δήλωσε ότι πρότυπό του είναι ο Χαβιέρ Μιλέι, ο οποίος μείωσε τις δαπάνες για την Υγεία κατά το ένα τρίτο, για την Παιδεία κατά το ήμισυ και για την Αυτοδιοίκηση κατά τα τρία τέταρτα. Οι επιπτώσεις θα είναι τραγικές για τα εργατικά στρώματα, που ψήφισαν στην πλειονότητά τους Τραμπ, καταπίνοντας αμάσητες τις «αντισυστημικές» και «αντι-ελίτ» κορώνες του.
Το μόνο που έχει να τους προσφέρει είναι αντιμεταναστευτικά πογκρόμ, που θα ξεκινήσουν αμέσως μετά την ορκωμοσία του με στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεις απέλασης. Ο Τραμπ δεν είναι παρά «η ηρωίνη της λευκής εργατικής τάξης», έλεγε εύστοχα ο Τζ. Ντ. Βανς το 2016, πολύ προτού στραφεί στο σημερινό του αφεντικό, για να χρισθεί αντιπρόεδρος και διάδοχός του.
Οσο για την εξωτερική πολιτική, οι πρώτες ομοβροντίες ξέσπασαν προτού αναλάβει καν την προεδρία: απείλησε ότι θα καταλάβει τη Γροιλανδία και τη διώρυγα του Παναμά με στρατιωτική βία και ότι θα επιβάλει κυρώσεις της τάξης του 20% σε όλες τις εισαγωγές (μαζί και τις ευρωπαϊκές) και του 60% για τις κινεζικές.
Το «τέλος της Δύσης» επανήλθε ως εφιάλτης στη σκέψη όσων πιστεύουν ότι ο Τραμπ, που βλέπει την εξωτερική πολιτική με την πιο στενή οπτική του δούναι και λαβείν, είναι πρόθυμος να προδώσει τις παραδοσιακές αξίες και συμμαχίες των ΗΠΑ για να τα βρει με τον Πούτιν.
Η προϊστορία
Η πραγματικότητα, ωστόσο, διαγράφεται πιο σύνθετη, αν δεν θέλουμε να ξεχνάμε κάποιες ενοχλητικές αλήθειες. Εκείνος που έριξε για πρώτη φορά το σύνθημα MAGA (να Κάνουμε την Αμερική Μεγάλη Ξανά) ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν στην προεκλογική εκστρατεία του 1980. Οι αξίες και οι συμμαχίες δεν ήταν για τους προηγούμενους προέδρους ζήτημα αλτρουισμού, αλλά μέσα για τη στερέωση της αμερικανικής ηγεμονίας – κι όταν δεν τους βόλευαν, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να τις παραβιάσουν, όπως έκανε ο Τζορτζ Μπους στον πόλεμο κατά του Ιράκ, το 2003.
Ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν, παρά τη βαθιά απέχθεια που τρέφει για τον Τραμπ, συνέχισε την πολιτική του σε καίριους τομείς, όπως η τυφλή υποστήριξη του Ισραήλ, οι συμφωνίες του Αβραάμ στη Μέση Ανατολή και η προετοιμασία για πραγματικό πόλεμο με την Κίνα.
Η αναμέτρηση με τη μόνη δύναμη που έχει την οικονομική ισχύ να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεμονία, είναι η απόλυτη προτεραιότητα και της δεύτερης θητείας Τραμπ. Η Γροιλανδία τον ενδιαφέρει πρωτίστως γιατί οι Κινέζοι εκμεταλλεύονται ζωτικής σημασίας ορυκτά της νήσου, ενώ στον Παναμά μια εταιρεία του Χονγκ Κονγκ διαχειρίζεται τα λιμάνια στα δύο άκρα του καναλιού.
Η ασφυκτική πίεση που άσκησε, εκπλήσσοντας πολλούς, στον Νετανιάχου για εκεχειρία στη Γάζα ήταν γιατί επιδιώκει την απαγκίστρωση από τη Μέση Ανατολή ώστε να επικεντρωθεί στον βασικό εχθρό του, ενώ το ίδιο εξυπηρετεί η βιασύνη του να βρει έναν συμβιβασμό με τον Πούτιν στο Ουκρανικό (κάτι που θα είναι, όμως, πολύ πιο δύσκολο).
Το γεγονός, όμως, ότι προσκάλεσε τον Σι Τζινπίνγκ στην τελετή της ορκωμοσίας και το ότι ο Ελον Μασκ έχει, λόγω Tesla, ισχυρά συμφέροντα στην Κίνα, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο, έπειτα από μια περίοδο συγκρούσεων, να επιδιώξει κάποιου είδους ιστορικό συμβιβασμό.
Θα πει κανείς ότι αυτά γίνονται πιο εύκολα στο γνωστό βιβλίο του «Η Τέχνη της Συμφωνίας» παρά στον άγριο κόσμο της Νέας Παγκόσμιας Αταξίας. Ιδωμεν.