Η κατάληψη του Μπαχμούτ από τη Ρωσία που έθεσε τέλος στη μεγαλύτερη μάχη του πολέμου, ήταν μια σημαντική νίκη για τον επικεφαλής της Wagner, Γεβγκένι Πριγκόζιν.
Για τον Πριγκόζιν, του οποίου οι μισθοφόροι ηγήθηκαν της επίθεσης, η κατάκτηση του Μπαχμούτ φαινόταν να αποτελεί προσωπική εμμονή. Απότοκος της μάχης αυτής είναι η αντιπαλότητα του ανθρώπου που κάποτε ήταν γνωστός ως «ο σεφ του Πούτιν» με το ρωσικό υπουργείο Άμυνας.
Διαβάστε επίσης:
Κρεμλίνο: Αμνηστία σε όσους παραδοθούν - Οχυρώνεται η Μόσχα
Ανταρσία Wagner: Πώς φτάσαμε εδώ, οι πρωταγωνιστές και τα βασικά γεγονότα
Ο επιχειρηματίας που πλούτισε μέσω συμβολαίων τροφοδοσίας από το Κρεμλίνο, οργάνωσε τη μισθοφορική δύναμη για λογαριασμό της Μόσχας στη Συρία, στη Λιβύη, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, στο Σουδάν, στο Μάλι, στη Μοζαμβίκη, και τελευταία στην Ουκρανία.
Έκτοτε, μέσα από μια επιθετική παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρουσίαζε τον εαυτό του και τις δυνάμεις του ως πιο αποτελεσματικούς μαχητές από τον ρωσικό στρατό. Παράλληλα, κατήγγειλε τη γραφειοκρατία της Μόσχας, χωρίς ωστόσο να κατηγορεί τον πρόεδρο Πούτιν.
Οι κατηγορίες του Πριγκόζιν προς το ρωσικό υπουργείο Άμυνας, σε συνδυασμό με την πρόοδο των μαχητών του στη μάχη για το Μπαχμούτ, τον μετέτρεψαν σε πολιτικό παράγοντα εξουσίας.
Τον Φεβρουάριο του 2023 ήρθε μια σημαντική στιγμή για την Wagner. Ο Πριγκόζιν ανακοίνωσε ότι θα σταματούσε τη στρατολόγηση κρατουμένων, χωρίς να αποκαλύψει την αιτία. Χωρίς τους κρατούμενους η Wagner δεν μπορούσε να αναπληρώσει τις απώλειες σε έμψυχο δυναμικό.
Λίγο αργότερα, κατηγόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον υπουργό Άμυνας και τον πλέον υψηλόβαθμο στρατηγό της χώρας για προδοσία.
Ο Πριγκόζιν ισχυρίστηκε ότι στρατιωτικοί αξιωματούχοι παρακρατούσαν σκόπιμα πυρομαχικά και προμήθειες από τους μαχητές του στο Μπαχμούτ για να τον υπονομεύσουν, την ώρα που σύμφωνα με τον ίδιο, οι ρωσικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν τη μία αποτυχία μετά την άλλη.
Σύμφωνα με απόρρητο έγγραφο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που διέρρευσε στο διαδίκτυο τον Απρίλιο, η διαμάχη έλαβε τέτοιες διαστάσεις που ο Πούτιν αναγκάστηκε να εμπλακεί προσωπικά, καλώντας τον Πριγκόζιν και τον υπουργό Άμυνας σε μια συνάντηση που πιστεύεται ότι έλαβε χώρα στις 22 Φεβρουαρίου. «Η συνάντηση αφορούσε, τουλάχιστον εν μέρει, τις δημόσιες κατηγορίες του Πριγκόζιν», ανέφερε το έγγραφο.
Η διαμάχη κλιμακωνόταν με την πάροδο του χρόνου. Ο Πριγκόζιν δήλωσε τελικά ότι οι μαχητές του στο Μπαχμούτ έλαβαν τα πυρομαχικά που χρειάζονταν και τον Απρίλιο το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας αναγνώρισε τη συνεργασία τους, λέγοντας ότι μονάδες αλεξιπτωτιστών κάλυπταν τα νότα της Wagner στο δυτικό τμήμα της πόλης.
Ωστόσο, τον Μάιο, ο Πριγκόζιν προχώρησε σε μια σειρά εμπρηστικών δηλώσεων. Κατηγόρησε και πάλι την γραφειοκρατία της Ρωσίας ότι δεν παρέχει στις δυνάμεις του τα πυρομαχικά που χρειάζονταν για την πλήρη κατάληψη του Μπαχμούτ, απειλώντας αυτή τη φορά ότι θα τις αποσύρει. Εμφανίστηκε να υπαναχωρεί δύο ημέρες αργότερα, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν, λέγοντας αυτή τη φορά ότι είχε λάβει υποσχέσεις για περισσότερα όπλα.
Στα τέλη Μαΐου, δήλωσε ότι η πόλη βρισκόταν πλήρως υπό τον έλεγχο του.
Το Κίεβο διέψευσε γρήγορα τον ισχυρισμό. Αρκετές ώρες αργότερα, το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ανέφερε ότι η κατάληψη της πόλης «ολοκληρώθηκε» ως αποτέλεσμα των ενεργειών της Wagner με την υποστήριξη των τακτικών ρωσικών δυνάμεων.
Παρά την αναγνώριση, ο Πριγκόζιν σύντομα συνέχισε να κατακεραυνώνει τη στρατιωτική ηγεσία της Ρωσίας – με αποκορύφωμα τους ισχυρισμούς του την Παρασκευή, για τους οποίους οι στρατηγοί της Μόσχας είπαν ότι ισοδυναμούν με πραξικόπημα.
Πηγή: The New York Times