AΛΕΞ ΒΑΝΤOYΚΟΥΛ / THE NEW YORK TIMES
Η ιρλανδέζικη παμπ του Τζιμ Μπρέιντι, στο Μανχάταν, έκλεισε στην αρχή της πανδημίας και έκτοτε μένει κλειστή. Οι πελάτες που απολάμβαναν εκεί το ποτό τους, σήμερα περνούν αδιάφοροι μπροστά της. Μέσα, όμως, από τα σκονισμένα τζάμια της, διακρίνεται ένα μοναδικό ενθύμιο του υπέρλαμπρου παρελθόντος της Νέας Υόρκης του 1950: ένα υπέροχο σκαλιστό μπαρ από μαόνι, που ανήκε στο θρυλικό Stork Club, το φημισμένο νυχτερινό στέκι που κάποτε κοσμούσαν με την παρουσία τους η Γκρέις Κέλι, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ, o Ερνεστ Χέμινγουεϊ , η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ο Τζ. Εντγκαρ Χούβερ, η Μέριλιν Μονρόε και μέλη των οικογενειών Ρούζβελτ και Κένεντι. Ο Τζον Φ. Κένεντι έφερνε τις συντρόφους του, ανάμεσα στις οποίες η μετέπειτα σύζυγός του, Ζακλίν Μπουβιέ, και αργότερα, η Μέριλιν Μονρόε. Eδώ η Γκρέις Κέλι και ο πρίγκιπας Ρενιέ του Μονακό χαίρονταν ανέμελοι τον έρωτά τους, προτού ανακοινώσουν επισήμως τους αρραβώνες τους. Στο Stork Club, επίσης, ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ είχε πιαστεί στα χέρια με τον διευθυντή των φυλακών του Σινγκ Σινγκ. Το μπαρ-κομψοτέχνημα μεταμορφώθηκε σε ιρλανδέζικη παμπ τη δεκαετία του 1970.
Το Stork Club άνοιξε το 1929 και έκλεισε οριστικά 40 χρόνια αργότερα, αφού υπήρξε μάρτυρας της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας: από το Κραχ του 1929, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την έλευση του Ελβις και την έναρξη του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο ιδιοκτήτης του, Σέρμαν Μπίλινγκσλι, λαθρέμπορος οινοπνευματωδών ποτών από την Οκλαχόμα, αναδείχθηκε σε βασιλιά της νεοϋορκέζικης νύχτας. Ντυμένος στην πένα, με χρυσά μανικετόκουμπα και ρολόι, συζητούσε χαλαρά με τους αστέρες και έστελνε κρυφά μηνύματα στο προσωπικό του, υποδεικνύοντας ποιος από τους θαμώνες «δεν είναι σημαντικό πρόσωπο». Στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, ο Μπίλινγκσλι γράφει: «Είδα μανάδες να κλέβουν τους συντρόφους των θυγατέρων τους, κορίτσια να παντρεύονται τους αρραβωνιαστικούς των αδελφών τους. Γνωρίζω έναν πατέρα που είχε σχέση με τη νύφη του. Ολοι τους ήταν άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας».
Η Λορίν Μπακόλ με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ (φωτ. A.P.)
Το Stork Club άνοιξε το 1929 και για 40 χρόνια υπήρξε μάρτυρας της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας.
Στην ποτοαπαγόρευση
Το Stork Club ξεκίνησε ως παράνομο μπαρ που διακινούσε οινόπνευμα κατά την ποτοαπαγόρευση. Οι Αρχές το έκλεισαν, αλλά ξανάνοιξε σε διαφορετική τοποθεσία και έγινε αγαπημένο στέκι δημοσιογράφων, αλλά και αρχιμαφιόζων. Αργότερα μεταφέρθηκε στην τελευταία, και πιο διάσημη θέση του, τον αριθμό 3 της 53ης οδού. Το σκαλιστό μπαρ, που βρέθηκε στην ιρλανδέζικη παμπ, φαίνεται να προήλθε από το πρώτο Stork Club.
Η τελευταία, εν ζωή, κόρη του Μπίλινγκσλι, ο οποίος απεβίωσε το 1966, Σερμέιν, 77 ετών σήμερα, θυμάται τις επισκέψεις της στο Stork Club. «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει σήμερα κάτι παρόμοιο», σχολιάζει. «Ο πατέρας μου έλεγε “Σερμέιν, έλα να σε συστήσω στον Τζακ Γκλίσον ή στον Κάρι Γκραντ ή στον Γιουλ Μπρίνερ”. Είχε απίστευτη λάμψη και βαθιά πνευματικότητα». Η Σερμέιν ήταν παρούσα όταν το Stork Club έκλεισε για πάντα.
Η Μέριλιν Μονρόε με τον Τζόε ντι Μάτζιο (Φωτ. A.P.)
Κόντρα με συνδικάτα
Η έντονη αντιπαράθεση του ιδιοκτήτη με τα συνδικάτα κατέληξε στην κήρυξη απεργίας, που διήρκεσε ένα χρόνο, και στην παραίτηση πολλών μελών του προσωπικού. Η δημοτικότητα της τηλεόρασης κρατούσε ακόμη και τους πιο κοσμικούς Νεοϋορκέζους στα σπίτια τους, για να παρακολουθήσουν σειρές όπως το «Ι love Lucy» και το «Gunsmoke», ενώ η χαρτοπαικτική νυχτερινή ζωή μετακόμισε στο Λας Βέγκας, στο Μαϊάμι και στην Αβάνα. Ολα τους υπήρξαν θανατηφόρα πλήγματα για το Stork Club. «Είπαν ότι για το τέλος ευθύνονταν τα συνδικάτα. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι έφταιγε ο Τζέιμς Ντιν, με τις μαύρες μπότες και τα μπλουτζίν. Εκπροσωπούσε την άφιξη της νέας εποχής», τονίζει μελαγχολικά η Σερμέιν.