Εχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που ο Βλαντιμίρ Πούτιν διέταξε την πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία. To GZero εκτιμά ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να τεθεί μια απλή ερώτηση: Κερδίζει τον πόλεμο;
Η αμερικανική πολιτική επιθεώρηση απαντά με ένα «ντα» («ναι» στη ρωσική γλώσσα).
Και συνεχίζει την ανάλυση: Είναι αλήθεια ότι αν ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς πίστευε ότι θα χρειαζόταν μόλις μια εβδομάδα για να ανατρέψει την ουκρανική κυβέρνηση, να κατακτήσει το Κίεβο και να μεταφέρει τη χώρα πίσω στη σφαίρα επιρροής του Κρεμλίνου, έκανε λάθος. Για να είμαστε δίκαιοι, σίγουρα δεν είναι ο πρώτος Ρώσος ηγέτης που εκτίμησε εσφαλμένα την πιθανότητα ενός «σύντομου νικηφόρου πολέμου».
Ακόμη και μετά την επιτυχή άμυνα της Ουκρανίας στη διάρκεια της αρχικής εισβολής, η Ρωσία ελέγχει ουκρανική γη διπλάσια σε μέγεθος από ό,τι στην αρχή του πολέμου, όταν η Μόσχα κατείχε ήδη την Κριμαία και ένα σημαντικό τμήμα του Ντονμπάς. Επί του παρόντος οι ρωσικές μπότες βρίσκονται περίπου στο ένα πέμπτο της διεθνώς αναγνωρισμένης επικράτειας της Ουκρανίας.
Η περίφημη αντεπίθεση της Ουκρανίας το 2023 απέτυχε και σήμερα εξελίσσεται μια σκληρή μάχη φθοράς στην οποία το Κρεμλίνο, ζοφερά και απλά, έχει περισσότερα σώματα να ρίξει στο μέτωπο.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα, οι ρωσικές δυνάμεις έκαναν την πρώτη τους σημαντική νίκη ύστερα από μήνες, καταλαμβάνοντας τη στρατηγική πόλη του Ντονμπάς, Αβντιίβκα.
Είναι αλήθεια ότι ακόμη και οι μικρές προωθήσεις έχουν προκαλέσει τεράστιο αντίκτυπο στον αναποτελεσματικό ρωσικό στρατό. Αλλά ακόμη και οι περίπου 45.000 νεκροί Ρώσοι –και οκτώ φορές περισσότεροι τραυματίες, αριθμοί που ξεπερνούν τις ρωσικές απώλειες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο– δεν έχουν κλονίσει τη λαϊκή υποστήριξη σε μια χώρα όπου το Κρεμλίνο ελέγχει τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης. Τα θύματα προέρχονται από απομακρυσμένες περιοχές και οι διαδηλώσεις είναι ανύπαρκτες.
Τι γίνεται με την οικονομία; Η Ρωσία έχει ξεπεράσει τις αυστηρές δυτικές οικονομικές και τεχνολογικές κυρώσεις – εν μέρει επειδή μπόρεσε να συνεχίσει να πουλά πετρέλαιο και φυσικό αέριο και εν μέρει επειδή ο Πούτιν τριπλασίασε τις αμυντικές δαπάνες. Ολα αυτά βοήθησαν το ΑΕΠ να επεκταθεί κατά 3% πέρυσι, ενώ το ΔΝΤ προβλέπει 2,6% για φέτος – όχι κακό για μια χώρα υπό καθεστώς πολλαπλών κυρώσεων.
Οσον αφορά στα όπλα, δύο χρόνια πολέμου έχουν σίγουρα εξαντλήσει τις αποθήκες της Ρωσίας, αλλά χώρες-παρίες, όπως το Ιράν, η Βόρεια Κορέα, η Λευκορωσία και η Συρία έστειλαν στον Πούτιν τις οβίδες, τα drones και τους πυραύλους που χρειάζεται για να συνεχίσει. Μόλις αυτή την εβδομάδα έγινε γνωστό ότι η Τεχεράνη έχει στείλει εκατοντάδες βαλλιστικούς πυραύλους στη Μόσχα.
Εν τω μεταξύ, η Ουκρανία βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Το Κίεβο παλεύει όλο και περισσότερο να βρει άνδρες και πυρομαχικά για να υπερασπιστεί τις σημερινές του θέσεις, πόσο μάλλον να απωθήσει τις ρωσικές δυνάμεις.
Μέρος του λόγου που το Κίεβο δεν μπορεί να αποκτήσει τα όπλα που χρειάζεται, φυσικά, είναι ότι οι κάποτε ενωμένοι δυτικοί υποστηρικτές της χώρας τώρα εμφανίζουν μια «κόπωση».
Η Ε.Ε. μόλις προχώρησε σε ένα νέο πακέτο οικονομικής στήριξης που θα βοηθήσει το Κίεβο να κρατήσει τα φώτα αναμμένα. Και ο Πούτιν δεν μπορεί παρά να χαρεί για τη συνεχιζόμενη αποτυχία του Κογκρέσου των ΗΠΑ να εγκρίνει περαιτέρω στρατιωτική βοήθεια για την Ουκρανία.
Μέχρι σήμερα, η στρατιωτική βοήθεια 42 δισεκατομμυρίων δολαρίων των ΗΠΑ υπερβαίνει όλων των άλλων χωρών μαζί. Ο Πούτιν πιστεύει ότι χωρίς τη βοήθεια του «θείου Σαμ», το Κίεβο θα πέσει σε «μια εβδομάδα».
Προσθέστε σε όλα αυτά την πολύ μεγάλη πιθανότητα να επιστρέψει ο πιο εξέχων πουτινόφιλος στον κόσμο, ο Ντόναλντ Τραμπ, στην προεδρία των ΗΠΑ αυτό το φθινόπωρο, και δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί ο Πούτιν πραγματικά… κερδίζει.
Πρέπει να κάνει μόνο ένα πράγμα: να περιμένει.
Με τον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα τώρα, δεν είναι παράλογο να υποθέσει κανείς ότι, σύντομα, η Ουκρανία θα έχει έλλειμμα όχι μόνο ανδρών, χρημάτων και υλικών, αλλά και ηθικού.
Αυτό θα ανοίξει τον δρόμο για περαιτέρω κέρδη που μπορούν να αναγκάσουν το Κίεβο και τους δυτικούς υποστηρικτές του να αποδεχθούν τους όρους του Πούτιν.
Ολα τα παραπάνω συνθέτουν τη βάση του επιχειρήματος που απαντά στο ερώτημα για το αν η Ρωσία «κερδίζει».
Πηγή: GZero