Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ κάνει «ghosting» στον Αμερικανό ομόλογό του Τζο Μπάιντεν, κλείνει δηλαδή τους διαύλους επικοινωνίας μαζί του χωρίς κάποια ικανοποιητική εξήγηση, αναφέρεται σε άρθρο του περιοδικού Foreign Policy. Έχουν περάσει έξι μήνες από την τελευταία συνομιλία των δύο ηγετών, με τον Σι να επικαλείται το απαιτητικό του πρόγραμμα καθώς και την υπόθεση των κατασκοπευτικών μπαλονιών ώστε να δικαιολογήσει την καθυστέρηση κάποιας επικοινωνίας με τον Μπάιντεν.
Στο μεταξύ, ωστόσο, ο Σι βρήκε τον χρόνο να συναντηθεί με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Μόσχα και να φιλοξενήσει υψηλού επιπέδου διπλωματικές αντιπροσωπείες από τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βραζιλία. Έχοντας όμως εξαντλήσει κάθε πιθανή δικαιολογία, η Κίνα παραδέχθηκε πρόσφατα ότι ίσως και να μην επιθυμεί καθόλου τη διεξαγωγή συνομιλιών.
Σύμφωνα με το Foreign Policy, η κυβέρνηση Μπάιντεν δυστυχώς δεν έχει κάποια συγκεκριμένη πολιτική σε ό,τι αφορά την Κίνα.
«Οι συνομιλίες [με τις ΗΠΑ] δεν θα πρέπει να γίνονται απλώς και μόνο για να λέμε ότι τις κάναμε», δήλωσε εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών τον Μάρτιο.
Με άλλα λόγια, το Πεκίνο είπε στην Ουάσιγκτον: «Μην μας τηλεφωνείτε και ίσως να μην σας τηλεφωνήσουμε ούτε εμείς.»
Τα λάθη της κυβέρνησης Μπάιντεν
Η διακοπή της επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη για κανέναν, καθώς οι μεταξύ τους σχέσεις διανύουν εδώ και καιρό μια ταραχώδη περίοδο. Έτσι, η απροθυμία για συνομιλίες αποτελεί μάλλον σύμπτωμα παρά αιτία του προβλήματος.
Σύμφωνα με το Foreign Policy, η κυβέρνηση Μπάιντεν δυστυχώς δεν έχει κάποια συγκεκριμένη πολιτική σε ό,τι αφορά την Κίνα. Μερικές φορές η προσέγγισή της είναι σκληρή και άλλες πιο διπλωματική αλλά με τυπικό τρόπο. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι ο Μπάιντεν δεν έχει προβεί σε καμία ομιλία στην οποία να μιλά για κάποιο όραμα αναφορικά με τις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας.
Αντ’ αυτού, έχει αναθέσει το εν λόγω καθήκον σε άλλους αξιωματούχους -όπως μεταξύ άλλων τους υπουργούς Εξωτερικών, Εμπορίου και Οικονομικών -των οποίων η προσέγγιση όμως είναι πιο περιορισμένη. Κατά συνέπεια, η χάραξη πολιτικής σε ζητήματα που αφορούν την Κίνα υπήρξε κατακερματισμένη και συνοδεύτηκε από αντιφατικές δηλώσεις που μάλλον προκαλούσαν σύγχυση παρά τη ξεδιάλυναν.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό ελάττωμα της προσέγγισης Μπάιντεν για την Κίνα είναι ότι η Ουάσιγκτον ερμηνεύει εσφαλμένα τους γεωπολιτικούς στόχους του Πεκίνου. Αντιμετωπίζοντας την Κίνα σαν έναν αμετακίνητο παράγοντα ισχύος, η κυβέρνηση των ΗΠΑ υιοθετεί μια διαπραγματευτική στάση που έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό, καθώς διευκολύνει και κανονικοποιεί τη συμπεριφορά της Κίνας.
Ο στόχος του Πεκίνου
Μια τέτοια προσέγγιση έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη στρατηγική της αμοιβαιότητας, στο πλαίσιο της οποίας η Ουάσιγκτον θα είχε μεν μια αυστηρή στάση αλλά ταυτόχρονα θα έδειχνε πρόθυμη να συνεργαστεί εάν και όταν η Κίνα εμφανιζόταν πιο έτοιμη για κάτι τέτοιο.
Παράλληλα, οι Στόχοι του Σι είναι ξεκάθαροι. Έχει αρχίσει να προωθεί ένα εναλλακτικό διεθνές οικοδόμημα που αγνοεί τις ισχύουσες αξίες και, το κυριότερο, αφήνει στο περιθώριο τις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα θα ήταν η αντικατάσταση του ΟΗΕ με ένα συνονθύλευμα ιδεολογικών συμμαχιών που να αντανακλούν τις αξίες και τα συμφέροντα του Πεκίνου.
Είναι σαφές λοιπόν ότι όλα αυτά αποτελούν έναν διπλωματικό πόλεμο που στόχο έχει να μειώσει και να φθείρει την παγκόσμια αμερικανική επιρροή.
Πηγή: Foreign Policy