Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
Στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, πριν από ακριβώς δύο χρόνια, η Ρωσία εισέβαλε στρατιωτικά στην Ουκρανία με πρόθεση, όπως διαμήνυε τότε η ηγεσία του Κρεμλίνου, να την «αποναζιστικοποιήσει»…
Η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Μόσχας επρόκειτο, σύμφωνα με τον εκτιμώμενο ως αρχικό σχεδιασμό, να διαρκέσει λίγες ημέρες ή –το πολύ– εβδομάδες. Μέσα σε αυτό το διάστημα, οι ρωσικές δυνάμεις θα έπρεπε να έχουν φτάσει στο κέντρο του Κιέβου. Αποστολή τους: να ανατρέψουν τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και να οδηγήσουν την Ουκρανία, μια χώρα 44 εκατομμυρίων κατοίκων, πίσω στην αγκαλιά της μητέρας Ρωσίας, όχι βέβαια ως ανεξάρτητο εταίρο αλλά ως δορυφόρο τύπου Λευκορωσίας του Λουκασένκο.
Δύο χρόνια μετά, ο πόλεμος συνεχίζεται με την Ουκρανία να έχει εν τω μεταξύ υποβάλει αιτήσεις για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΝΑΤΟ, ένα ΝΑΤΟ το οποίο έχει μέσα στο ίδιο διάστημα μεγαλώσει. Καλωσόρισε στις τάξεις του, ως νέα μέλη, τη Φινλανδία και τη Σουηδία (η έγκριση της ένταξης της οποίας από την εναπομείνασα Ουγγαρία δείχνει να είναι πια ζήτημα ημερών).
Με δεδομένα τα παραπάνω, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Πούτιν έχει ήδη υποστεί ήττες τους περασμένους 24 μήνες, όχι μόνο υλικές στα πεδία των μαχών αλλά και γεωστρατηγικές/διεθνοπολιτικές.
Εάν πραγματικά ήθελε, πριν από τις 24 Φεβρουαρίου του 2022, να κρατήσει μακριά από τα ρωσικά σύνορα το ΝΑΤΟ, πλέον αυτό έχει πια έρθει ακόμη πιο κοντά, αντλώντας μάλιστα νομιμοποίηση από το γεγονός της ρωσικής εισβολής που ήρθε να καταπατήσει όσα η ίδια η ρωσική πλευρά (ο Μπόρις Γέλτσιν εν προκειμένω) είχε συνυπογράψει το 1994 στο πλαίσιο τότε του Μνημονίου της Βουδαπέστης.
«Ηττες» παρουσιάζεται να έχει υποστεί, ωστόσο, η πλευρά του Ρώσου προέδρου και στο ενεργειακό μέτωπο. Μετά τη μονομερή προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία το 2014, οι Ευρωπαίοι συνέχισαν, επί της ουσίας, να κάνουν απτόητοι μπίζνες με τη Ρωσία του Πούτιν.
Τρία χρόνια έπειτα από τα γεγονότα της Κριμαίας, ο Ντόναλντ Τραμπ θα χαρακτήριζε (το 2017) το ΝΑΤΟ «παρωχημένο»· και δύο χρόνια αργότερα, το 2019, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, θα χαρακτήριζε το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό». Την ίδια ώρα, οι Γερμανοί θα συνέχιζαν να προωθούν την περαιτέρω σύσφιξη των ενεργειακών δεσμών με τη Ρωσία μέσα από μεγαλεπήβολα ενεργειακά πρότζεκτ τύπου Nord Stream 2.
Μετά τη ρωσική εισβολή ωστόσο του 2022, το ΝΑΤΟ αναζωογονήθηκε και εκείνοι οι ενεργειακοί δεσμοί –τελικώς– διερράγησαν, με τους Ευρωπαίους να επιδίδονται σε μια κούρσα «χειραφέτησης» από τις ρωσικές ενεργειακές εξαρτήσεις διαφοροποιώντας τον ενεργειακό του εφοδιασμό μέσα από επενδύσεις σε άλλες, εναλλακτικές πηγές και οδεύσεις.
Πίσω στο πολεμικό μέτωπο της Ουκρανίας ωστόσο, έπειτα από δύο χρόνια πολέμου η Ρωσία παρουσιάζεται πια να έχει παγιώσει τον έλεγχό της επί εδαφών τα οποία οι Ουκρανοί δεν κατάφεραν να ανακτήσουν με την αντεπίθεση που επιχείρησαν το 2023.
«Η Ρωσία γελοιοποιήθηκε στην αρχή του πολέμου. Δύο χρόνια μετά, έχει λόγους να νιώθει αυτοπεποίθηση», σημειώνει σε ανάλυσή του το αμερικανικό δίκτυο CNBC.
Στα πεδία των μαχών οι γραμμές των αντιμαχόμενων πλευρών ήταν αμετακίνητες για μήνες. Κι όταν εκείνες άλλαξαν ελαφρώς προ ημερών, αυτό έγινε προς όφελος των ρωσικών δυνάμεων που κατάφεραν τελικώς να καταλάβουν την ουκρανική πόλη Αβντιίβκα στα ανατολικά.
Εν έτει 2024, οι ελπίδες μιας ουκρανικής νίκης φθίνουν και φαντάζουν πια απατηλές, ενώ και οι δυτικές δεσμεύσεις περί στήριξης της Ουκρανίας «για όσο χρειαστεί», πλέον αμφισβητούνται. Η αμερικανική βοήθεια των 60 δισ. δολ. έχει κολλήσει εδώ και μήνες στο Κογκρέσο και υπάρχουν άλλες ελλείψεις (σε βλήματα 155 χιλιοστών, για παράδειγμα) ή καθυστερήσεις (τα δυτικά F-16 που ήταν να σταλούν στην Ουκρανία ήδη από τα τέλη του 2023, καθυστερούν).
Οι Ουκρανοί, υποστηρίζουν, από την πλευρά τους, ότι εάν τους δοθούν από τη Δύση όσα εκείνοι χρειάζονται, τότε θα μπορέσουν να αντιστρέψουν υπέρ τους την πορεία των εξελίξεων, εκδιώκοντας τον Ρώσο εισβολέα.
Πολλοί στη Δύση ωστόσο, στις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού κόμματος των ΗΠΑ για παράδειγμα, δεν έχουν πειστεί ότι κάτι τέτοιο είναι πια εφικτό.
«Επειτα από δύο χρόνια πολέμου, η Ρωσία σημειώνει κέρδη στο πεδίο της μάχης, έχει αυξήσει την παραγωγή όπλων στο εσωτερικό της και θα μπορούσε να κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες περισσότερους άνδρες αν χρειαστεί», σημειώνει στη σχετική ανάλυσή του το αμερικανικό CNBC.
«Η φετινή θα είναι η πιο δύσκολη χρονιά για την Ουκρανία σε αυτόν τον πόλεμο, εν μέρει λόγω της ανησυχίας για την αντικατάσταση του Βαλέρι Ζαλούζνι (σ.σ. από τον Ολεξάντρ Σίρσκι, στη θέση του αρχηγού των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων) και της υποχώρησης των Ουκρανών από την Αβντιίβκα, αλλά κυρίως λόγω της τεράστιας αβεβαιότητας γύρω από τη μελλοντική πορεία και το επίπεδο της δυτικής βοήθειας (σ.σ. προς την Ουκρανία)», υπογραμμίζει, από την πλευρά του, ο Τζέιμς Νίξεϊ, επικεφαλής του προγράμματος Ρωσίας και Ευρασίας στη βρετανική δεξαμενή σκέψης Chatham House.
Σύμφωνα μάλιστα με την ίδια ανάλυση, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν παρουσιάζεται να πιστεύει πια ότι μπορεί να «κερδίσει» τον πόλεμο στην Ουκρανία… είτε ο Ντόναλντ Τραμπ εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ τον ερχόμενο Νοέμβριο είτε όχι.
Ακόμη και στο καλύτερο για τη Ρωσία σενάριο, αυτή η «νίκη» δεν πρόκειται, βέβαια, να έρθει άμεσα.
Αναλυτές της βρετανικής δεξαμενής σκέψης RUSI (Royal United Services Institute) εκτιμούν ότι η Μόσχα σχεδιάζει πια τις κινήσεις της στο μέτωπο της Ουκρανίας με ορίζοντα το 2026. Σύμφωνα με την εν λόγω ανάλυση (βλ. «Russian Military Objectives and Capacity in Ukraine Through 2024»), οι Ρώσοι προτίθενται να προχωρήσουν σε τρία διαδοχικά στάδια μέχρι την «τελική νίκη»: αρχικά διατηρώντας την πίεση στις γραμμές του μετώπου με στόχο την εξάντληση των ουκρανικών δυνάμεων, εν συνεχεία επιχειρώντας νέες επιθετικές επιχειρήσεις με στόχο την κατάληψη ουκρανικών εδαφών όταν οι Ουκρανοί θα έχουν εξαντληθεί, και, καταληκτικά, προτείνοντας στο Κίεβο τους όρους μιας δυνητικής «παράδοσης». Σημειώνεται ότι με βάση την εν λόγω ανάλυση, οι Ρώσοι δεν πρόκειται να επιχειρήσουν ξανά να «πάρουν» το Κίεβο. Αντιθέτως, θα διεκδικήσουν ως δικά τους τα εδάφη που ήδη ελέγχουν στα ανατολικά, εδάφη στα οποία θα επιχειρήσουν να προσθέσουν ξανά το Χάρκοβο (το οποίο είχαν και έχασαν) και ενδεχομένως, στο καλύτερο για τη Ρωσία σενάριο, την Οδησσό ή περιοχές όσο το δυνατόν πιο κοντά σε εκείνη. Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, οι Ρώσοι θα ήταν μάλιστα διατεθειμένοι να επιτρέψουν στην εναπομείνασα Ουκρανία να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά προφανώς όχι και στο ΝΑΤΟ…
΅Ολα αυτά, βέβαια, με μια υποσημείωση:
«Οι ρωσικοί στόχοι μπορεί να επεκταθούν εάν οι ρωσικές δυνάμεις σημειώσουν επιτυχίες, και δεδομένου ότι το Κρεμλίνο έχει παραβιάσει σχεδόν όλες τις σημαντικές συμφωνίες τόσο με την Ουκρανία όσο και με το ΝΑΤΟ, δεν υπάρχει καμία διαβεβαίωση ότι η Ρωσία δεν θα προσπαθήσει μελλοντικά να καταλάβει την υπόλοιπη Ουκρανία ή να χρησιμοποιήσει βία αλλού, ακόμη και αν πάρει αυτό που θέλει από τις διαπραγματεύσεις», γράφουν οι κ.κ. Τζακ Γουάτλινγκ και Νικ Ρέινολντς στην ανάλυσή τους για το ινστιτούτο RUSI.
«Το κύριο μέτωπο του πολέμου είναι πια πολιτικό, με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να στοιχηματίζει ότι οι διχασμοί και δισταγμοί της Δύσης θα του δώσουν τη νίκη που δεν κατάφερε να επιτύχει στο έδαφος […] Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αύξησαν τη βοήθειά τους προς την Ουκρανία τους τελευταίους μήνες. Ολες μαζί έχουν πια στείλει ή υποσχεθεί να στείλουν περισσότερα όπλα στο Κίεβο από την Ουάσιγκτον – και υπερδιπλάσια βοήθεια, εάν σε αυτήν συμπεριληφθεί και η οικονομική […] Ωστόσο, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά ώστε να αλλάξουν τα δεδομένα στο μέτωπο», σημειώνει, σε δικό του αφιέρωμα για τα δύο χρόνια του πολέμου στην Ουκρανία, το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy.
Στο πλαίσιο του εν λόγω αφιερώματος, το Foreign Policy κάλεσε οχτώ ειδικούς (μεταξύ αυτών τον Αντερς Φογκ Ράσμουσεν, τον Ντέιβιντ Πετρέους κ.ά.) να καταθέσουν τις εκτιμήσεις τους για το μέλλον του πολέμου στην Ουκρανία. Και μόνο τους τίτλους των εν λόγω εκτιμήσεων να κοιτάξει κανείς, η ανησυχία είναι προφανής: «Μπορεί η Ευρώπη να τα βγάλει πέρα μόνη της (σ.σ. χωρίς τις ΗΠΑ);»… «Οι κυρώσεις χρειάζονται χρόνο για να λειτουργήσουν»… «Πώς μπορεί η Ουκρανία να βοηθήσει τον εαυτό της»… «Ο πόλεμος θα έχει διάρκεια»… «Ο δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος είναι εδώ»… «Οι δυτικοί διχασμοί θα καθορίσουν το μέλλον»…
«Ο Πούτιν μπλοφάρει. Ηρθε η ώρα να του χαλάσουμε την μπλόφα», γράφει, από την πλευρά του, ο πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Αντερς Φογκ Ράσμουσεν. «Το 2024 πρέπει να είναι η χρονιά κατά την οποία οι υποστηρικτές της Ουκρανίας θα παρουσιάσουν ένα σαφές σχέδιο για το μέλλον της χώρας», συνεχίζει ο Δανός.
Οι απόψεις ωστόσο συνεχίζουν να διίστανται μεταξύ των δυτικών ακόμη και ως προς αυτό το μέλλον, καθώς άλλοι (όπως ο ίδιος ο Ράσμουσεν) θέλουν την Ουκρανία άμεσα στο ΝΑΤΟ ενώ άλλοι (όπως για παράδειγμα ο Ιταλός ΥΠΕΞ Αντόνιο Ταγιάνι) αποκλείουν μια τέτοια ένταξη ενόσω συνεχίζεται ο πόλεμος…