Kathimerini.gr
Η δίκη δύο υπόπτων ως μελών των συριακών υπηρεσιών πληροφοριών, η πρώτη στον κόσμο για βιαιοπραγίες που αποδίδονται στο καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ, άρχισε σήμερα το πρωί ενώπιον της γερμανικής δικαιοσύνης.
Ο κύριος ύποπτος, ο Ανουάρ Ρασλάν, 57 ετών, εμφανίσθηκε ως ένας πρώην συνταγματάρχης της Κρατικής Ασφάλειας. Διώκεται για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Η δικαιοσύνη τον κατηγορεί ότι ευθύνεται για τον θάνατο 58 ανθρώπων, για βασανιστήρια σε τουλάχιστον 4.000 άλλους, για έναν βιασμό και για βάναυση σεξουαλική κακοποίηση στο διάστημα από τις 29 Απριλίου 2011 έως τις 7 Σεπτεμβρίου 2012 στο κέντρο κράτησης Αλ-Χατίμπ στη Δαμασκό, για το οποίο ήταν υπεύθυνος.
Επίσης στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο Κόμπλεντς βρίσκεται ο Εγιάντ Αλ-Γαρίμπ, 43 ετών. Έχει το πρόσωπό του εν μέρει καλυμμένο με μάσκα κατά την ακροαματική συνεδρίαση και κατηγορείται για συνέργεια σε έγκλημα κατά της ανθρωπότητας επειδή συμμετείχε στη σύλληψη διαδηλωτών που οδηγήθηκαν στη φυλακή αυτή από την 1η Σεπτεμβρίου έως τις 31 Οκτωβρίου 2011.
Η δίκη, η οποία διεξάγεται κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας και θα συνεχισθεί τουλάχιστον έως τα μέσα Αυγούστου στο δικαστήριο του Κόμπλεντς, «αποτελεί ένα σημαντικό βήμα, είναι η αρχή μιας διερεύνησης εγκλημάτων (του συριακού καθεστώτος) από τη γερμανική δικαιοσύνη», λέει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Βόλφγκανγκ Κάλεκ, γενικός γραμματέας της γερμανικής μκο ECCHR, η οποία προσέφερε υποστήριξη σε 16 θύματα του συριακού καθεστώτος που διέφυγαν και ορισμένα από τα οποία παρίστανται ως πολιτικοί ενάγοντες.
Οι δύο κατηγορούμενοι, οι οποίοι είναι προφυλακισμένοι από τη σύλληψή τους στις 12 Φεβρουαρίου 2019, διέφυγαν από τη χώρα τους και έφθασαν στη Γερμανία, όπου ζήτησαν άσυλο, όπως κάνουν εδώ και εννέα χρόνια εκατοντάδες χιλιάδες Σύροι.
Ο Ανουάρ Ρασλάν υποστηρίζει πως αυτομόλησε στα τέλη του 2012 και, σύμφωνα με πολλά μέσα ενημέρωσης, εντάχθηκε στις τάξεις της εξόριστης αντιπολίτευσης πριν αφιχθεί στη Γερμανία στις 26 Ιουλίου 2014. Κινδυνεύει να του επιβληθεί ποινή ισοβίων.
Οι ερευνητές βασίσθηκαν κυρίως σε μαρτυρίες θυμάτων που επέζησαν των «απάνθρωπων και εξευτελιστικών», σύμφωνα με τη δικαιοσύνη, συνθηκών κράτησης και κατάφεραν να φθάσουν στην Ευρώπη.
Για να δικάσει τους δύο Σύρους, η Γερμανία εφαρμόζει τη δικαστική αρχή της παγκόσμιας δικαιοδοσίας που επιτρέπει σε ένα κράτος να διώκει τους δράστες εγκλημάτων όποια κι αν είναι η εθνικότητά τους και όποιο κι αν είναι το μέρος όπου διαπράχθηκαν τα εγκλήματα.
Αυτή τη στιγμή είναι η μοναδική πιθανότητα για να δικασθούν οι βιαιοπραγίες που διαπράχθηκαν στη Συρία, επειδή η προοπτική μιας σύγκλησης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου έχει καταστεί αδύνατη εξαιτίας των βέτο της Ρωσίας και της Κίνας, σύμφωνα με μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες χαιρέτισαν τη διεξαγωγή της δίκης αυτής.
Η δίκη θα πρέπει «να χρησιμεύσει ως ισχυρή προειδοποίηση γι' αυτούς που διαπράττουν αυτή τη στιγμή καταχρήσεις στη Συρία: ουδείς βρίσκεται υπεράνω της δικαιοσύνης», υπογράμμισε το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (HRW). Η Διεθνής Αμνηστία εκτιμά πως πρόκειται για ένα «σημαντικό σταθμό στη μάχη εναντίον της ατιμωρησίας που συνδέεται με τις σοβαρότατες προσβολές των δικαιωμάτων του Ανθρώπου που διαπράττονται στη Συρία».