Γιάννης Παλαιολόγος
Δεν ήταν η πρώτη φορά που μία συνέντευξη του Εμανουέλ Μακρόν για θέματα εξωτερικής πολιτικής προκάλεσε αναταραχή στις τάξεις της δυτικής συμμαχίας. Μιλώντας στο Economist τον Νοέμβριο του 2019, ο Γάλλος πρόεδρος είχε πει ότι το ΝΑΤΟ βρίσκεται σε κατάσταση «εγκεφαλικού θανάτου», αναγκάζοντας την Αγκελα Μέρκελ να διαφωνήσει δημοσίως και εισπράττοντας επαίνους από τη Μόσχα για τα «αληθινά λόγια» του. Τον περασμένο Ιούνιο, σε συνέντευξη σε εφημερίδες της γαλλικής περιφέρειας, είπε ότι η Ρωσία «δεν πρέπει να ταπεινωθεί» στον πόλεμό της με την Ουκρανία, ώστε να υπάρχει το περιθώριο ανοικοδόμησης των σχέσεών της με τη Δύση μετά το τέλος του πολέμου. Tο σχόλιο είχε προκαλέσει την οργισμένη αντίδραση του Κιέβου – και όχι μόνο. Τα σχετικά επεισόδια αφθονούν.
Η συνέντευξη που δημοσιεύθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Politico και στη γαλλική εφημερίδα Les Echos, την οποία παραχώρησε στο προεδρικό αεροσκάφος κατά την επιστροφή από την επίσκεψή του στην Κίνα, ίσως να είναι η πιο αμφιλεγόμενη όλων. Στην εκδοχή της συνέντευξης που δημοσιεύθηκε στο Politico, ο Γάλλος πρόεδρος αναφέρει ότι ο «μεγαλύτερος κίνδυνος» για την Ευρώπη είναι «να εμπλακεί σε κρίσεις που δεν είναι δικές μας, που θα την αποτρέψουν από το να οικοδομήσει τη στρατηγική της αυτονομία».
Δεν πρέπει οι Ευρωπαίοι, «κυριευμένοι από τον πανικό, να πιστέψουμε ότι είμαστε απλά οι ακόλουθοι της Αμερικής», είπε ο Μακρόν, προσθέτοντας ότι «δεν είναι προς το συμφέρον» της Ευρώπης να «επισπεύσει» μία κρίση στην Ταϊβάν, παρασυρμένη «από την ατζέντα των ΗΠΑ και την υπερβολική αντίδραση της Κίνας».
Η τριήμερη στρατιωτική άσκηση που διεξήγαγε η Κίνα στην περιοχή γύρω από την Ταϊβάν, η οποία ξεκίνησε λίγες ώρες αφού το γαλλικό προεδρικό αεροσκάφος εξήλθε από τον κινεζικό εναέριο χώρο, ανέδειξε γλαφυρά το γεωπολιτικό διακύβευμα και ενίσχυσε τις επικριτικές φωνές κατά του Μακρόν, ειδικά προερχόμενες από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ενδεικτική ήταν η αντίδραση του γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο, του πιο υψηλόβαθμου Ρεπουμπλικανού στην επιτροπή Πληροφοριών, ο οποίος διερωτήθηκε: «Ισως πρέπει βασικά να πούμε “θα εστιάσουμε στην Ταϊβάν και την απειλή της Κίνας και να χειριστείτε εσείς την Ουκρανία”;». Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ Αϊβο Νταάλντερ ήταν ακόμα πιο δηκτικός, σημειώνοντας σε ανάρτησή του στο Twitter: «Ο Μακρόν δεν θέλει να “εμπλακεί σε κρίσεις που δεν είναι δικές μας”, όπως η Ταϊβάν. Αλλά δεν έχει κανένα πρόβλημα να βασίζεται στις δεσμεύσεις ασφαλείας των ΗΠΑ για τη διαχείριση κρίσεων όπως η Ουκρανία στην Ευρώπη. Αυτό δεν είναι “στρατηγική αυτονομία”. Είναι στρατηγική ανοησία».
Από την πλευρά του, ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι δήλωσε την Τρίτη πως «η συμμαχία με τις ΗΠΑ είναι το απόλυτο θεμέλιο της ασφάλειάς μας» και ότι ορισμένοι δυτικοί ηγέτες «ονειρεύονται περί συνεργασίας με οποιονδήποτε, από τη Ρωσία ως δυνάμεις της Απω Ανατολής».
Την ίδια μέρα, το Μέγαρο των Ηλυσίων υποχρεώθηκε να διευκρινίσει ότι η Γαλλία «δεν τηρεί ίσες αποστάσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σύμμαχός μας, έχουμε κοινές αξίες».
Είπε όμως πραγματικά κάτι καινούργιο ο Μακρόν στη συνέντευξη αυτή; Η έννοια της στρατηγικής αυτονομίας, άλλωστε, συνίσταται ακριβώς σε αυτό: τη μη ταύτιση με άλλες μεγάλες δυνάμεις, τη χάραξη μιας ανεξάρτητης πολιτικής στα ζωτικά πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, της ενέργειας, των εμπορικών σχέσεων και της τεχνολογίας.
Η γαλλική αυτή γεωπολιτική προσέγγιση –και ο εκνευρισμός που προκαλεί στην Ουάσιγκτον– έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Πριν από 60 χρόνια, ο JFK παραπονιόταν για τον Σαρλ Ντε Γκωλ και τη δριμεία κριτική που ασκούσε στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ο τότε Γάλλος πρόεδρος, σύμφωνα με τον Κένεντι, έμοιαζε να θέλει την προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών και ταυτόχρονα την απόλυτη ελευθερία να διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική της χώρας του.
Κακοφωνία
Καινοφανής ή όχι, η επίσκεψη και η αμφιλεγόμενη συνέντευξη έλαβαν χώρα σε μία περίοδο όπου έχει γίνει αισθητή η στρατηγική κακοφωνία που επικρατεί στην Ευρώπη σχετικά με την Κίνα. Η γερμανική κυβέρνηση μοιάζει να είναι εσωτερικά διχασμένη για το ζήτημα (όπως και για πολλά άλλα) – και a fortiori ανίκανη να σφυρηλατήσει μία κοινή ευρωπαϊκή θέση. Η πρόσφατη βαρυσήμαντη ομιλία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ενωσης Κίνας επαινέθηκε για τον ρεαλισμό και την ευθύτητά της. Εξακολουθούν όμως να υφίστανται πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τον βαθμό αποστασιοποίησης που πρέπει να υπάρξει από την κινεζική οικονομία, τη στάση στο θέμα των ευαίσθητων τεχνολογιών αιχμής – και τον βαθμό στον οποίο στα ζητήματα αυτά πρέπει να υπάρξει κεντρικός συντονισμός αντί για εθνικές πολιτικές.
Τέσσερις ειδικοί αναλύουν τον Γάλλο πρόεδρο
Η «Κ» ζήτησε από τέσσερις διεθνείς αναλυτές να τοποθετηθούν σχετικά με τη βουή και την αντάρα που ξεσήκωσε η παρέμβαση Μακρόν. O Νόα Μπάρκιν ειδικεύεται στις σχέσεις Δύσης Κίνας, τόσο ως σύμβουλος του ερευνητικού κέντρου Rhodium Group όσο και ως senior visiting fellow του German Marshall Fund of the US. Ο Ματιέ Ντισατέλ είναι διευθυντής Διεθνών Σπουδών στο Ινστιτούτο Montaigne στο Παρίσι. Ο Θόρστεν Μπένερ είναι συνιδρυτής και διευθυντής του γερμανικού Ινστιτούτου GPPi. Διατηρεί στενές σχέσεις με το κυβερνών SPD και τονίζει συστηματικά τα τελευταία χρόνια την ανάγκη η Γερμανία και η Ε.Ε. να υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι στο Πεκίνο. Και η Σίμπελ Οκτεϊ είναι senior non-resident fellow στο Chicago Council on Global Affairs με ειδίκευση στην εξωτερική πολιτική της Ε.Ε.
ΝΟΑ ΜΠΑΡΚΙΝ, German Marshall Fund of the United States
Ενα διπλωματικό φιάσκο
Το ταξίδι του Εμανουέλ Μακρόν στην Κίνα και οι συνεντεύξεις που παραχώρησε όσο ήταν εκεί ήταν ιδιαίτερα προβληματικές σε πολλά επίπεδα. Κατ’ αρχάς, ξ ε κ α θ ά ρ ι σ ε ότι διαφωνεί με την πολιτική της Ουάσιγκτον απέναντι στην Κίνα, την οποία θεωρεί συγκρουσιακή και προκλητική, ειδικά στο ευαίσθητο θέμα της Ταϊβάν. Η ρητή διατύπωση της άποψης αυτής ενώ βρισκόταν στην Κίνα και σε μια περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες επενδύουν ενεργά στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, ήταν σφάλμα. Δεύτερον, ο Μακρόν έδειξε ότι η Γαλλία είναι αποφασισμένη να ενισχύσει τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με την Κίνα σε μια περίοδο που η Ευρώπη και οι πιο στενοί της σύμμαχοι κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο Μακρόν μίλησε για ένα κοινό μέλλον και προσυπέγραψε μια «στρατηγική εταιρική σχέση» με το Πεκίνο. Το βίντεο που δημοσίευσε για το ταξίδι έδειχνε τον Σι ως στενό σύμμαχο της Γαλλίας – όχι ως έναν αυταρχικό ηγέτη που συμπορεύεται ολοένα πιο στενά με τον Βλαντιμίρ Πούτιν σε έναν αντιδυτικό συνασπισμό. Τρίτον, η επίσκεψη υπονόμευσε την ενότητα της Ευρώπης απέναντι στην Κίνα. Ο Μακρόν έστειλε τα αντίθετα μηνύματα από τη σκληρή γραμμή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία ταξίδεψε μαζί του στο Πεκίνο – υπογράφοντας επιχειρηματικές συμφωνίες και αποφεύγοντας να εκφράσει στήριξη για την ατζέντα της προέδρου της Κομισιόν. Ηταν ένα διπλωματικό φιάσκο, που πλήττει την εύθραυστη κοινή γραμμή της δυτικής συμμαχίας απέναντι στην Κίνα. Ο τρόπος και η στιγμή που εκφράστηκε ο Μακρόν ήταν ένα δώρο στον Σι, το οποίο δόθηκε χωρίς ο Γάλλος πρόεδρος να αποσπάσει τίποτα ως αντάλλαγμα, ιδίως όσον αφορά την Ουκρανία.
ΜΑΤΙΕ ΝΤΙΣΑΤΕΛ Ινστιτούτο Montaigne
Τα στενά όρια της αυτονομίας
Ηταν ανέκαθεν ένα σταθερό στοιχείο της κοσμοθεωρίας του Εμανουέλ Μακρόν ότι η Γαλλία και η Ευρώπη πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν την επιστροφή του διεθνούς συστήματος σε μια διπολική τάξη, που ορίζεται από τον ανταγωνισμό ΗΠΑ Κίνας. Αυτή η οπτική είναι ένας από τους παράγοντες που εξηγούν τα σχόλιά του κατά την επιστροφή του από το Πεκίνο. Το αν αυτό είναι ρεαλιστικό ή όχι είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα – πρόκειται περισσότερο περί μιας επιδίωξης. Οσον αφορά την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, υπάρχει ένας χαμηλός κοινός παρονομαστής, που επιτρέπει τις πρωτοβουλίες που λαμβάνει από κοινού η Ευρώπη επί του παρόντος: τη δημιουργία εργαλείων πολιτικής για τη διαχείριση σοβαρών ανισορροπιών και ασυμμετριών στις σχέσεις Ε.Ε. Κίνας. Η μαξιμαλιστική άποψη για την οικοδόμηση της Ευρώπης ως τρίτου πόλου δεν είναι μία θέση επί της οποίας υπάρχει συναίνεση εντός της Ε.Ε., ειδικά δεδομένου του ζωτικού ρόλου που εξακολουθούν να διαδραματίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στη διατήρηση της ευρωπαϊκής τάξης ασφάλειας. Συνεπώς, η έμφαση του Μακρόν στην ανάγκη επικράτησης στην ιδεολογική μάχη περί στρατηγικής αυτονομίας ήταν υπερβολική.
ΘΟΡΣΤΕΝ ΜΠΕΝΕΡ, GPPi
Επίδειξη ευρωπαϊκής διχόνοιας
Στην επίσκεψή του στην Κίνα, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είχε δύο πολύ σημαντικούς στόχους: να πείσει τον πρόεδρο Σι να διαδραματίσει έναν πιο εποικοδομητικό ρόλο στον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και να δείξει ότι η Ευρώπη μιλάει με μία φωνή και έναντι της Κίνας. Απέτυχε και στα δύο μέτωπα. Θα ήταν ούτως ή άλλως δύσκολο να αποσπάσει κάποια ουσιώδη παραχώρηση σχετικά με τη στάση της Κίνας στον πόλεμο, δεδομένου ότι ο Σι βασίζει την υποστήριξή του στον Πούτιν στη μακροπρόθεσμη ανάγκη να έχει τη Ρωσία στο πλευρό του στην αντιπαράθεσή του με τις ΗΠΑ. Αλλά θα άξιζε ο Μακρόν να στείλει το μήνυμα ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αγγίζει θεμελιώδη ευρωπαϊκά συμφέροντα και πως οποιαδήποτε περαιτέρω υποστήριξη του Πεκίνου στη Μόσχα, συμπεριλαμβανομένης της αποστολής οπλισμού, θα έχει σοβαρές συνέπειες για τη σχέση Ε.Ε. Κίνας. Συνοδευόμενος από μια επιχειρηματική αντιπροσωπεία 50 ατόμων, ο Μακρόν έστειλε μάλλον ένα μήνυμα business as usual στον Σι – έδωσε την εικόνα μιας Γαλλίας και μιας Ευρώπης που νοιάζονται περισσότερο για τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές συμφωνίες παρά για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Ο Μακρόν κάλεσε επίσης την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να ταξιδέψει μαζί του στο Πεκίνο, όμως στη συνέχεια υπονόμευσε τα κεντρικά μηνύματά της περί περιορισμού των κινδύνων (de-risking) στις οικονομικές σχέσεις με την Κίνα και περί αποθάρρυνσης της χρήσης στρατιωτικής βίας κατά της Ταϊβάν. Ο Μακρόν μετέτρεψε το ταξίδι στην Κίνα σε επίδειξη ευρωπαϊκής διχόνοιας. Ακόμη χειρότερα, ο Μακρόν έμοιαζε να αποδέχεται την πρόθεση του κινεζικού καθεστώτος να θέσει υπό τον έλεγχό του την Ταϊβάν. Εμφανίστηκε να καθιστά τις Ηνωμένες Πολιτείες αποκλειστικά υπεύθυνες για την όξυνση στην περιοχή, αγνοώντας τόσο τη δημοκρατική βούληση 24 εκατομμυρίων Ταϊβανέζων όσο και τις επιθετικές κινήσεις του Σι. Η ζημία μάλιστα είναι ακόμη βαθύτερη: αποφεύγοντας να επικρίνει τον Σι και στρεφόμενος κατά των ΗΠΑ, ο Μακρόν παρείχε άφθονα πυρομαχικά στους εντός της Ε.Ε. επικριτές της ατζέντας του για την «ευρωπαϊκή κυριαρχία», τη στιγμή ακριβώς που χρειαζόμαστε επενδύσεις για μια πιο ισχυρή Ευρώπη.
ΣΙΜΠΕΛ ΟΚΤΕΪ ChicagoCouncilonGlobalAffairs
Φόβοι εγκατάλειψης
Τα πρόσφατα σχόλια του Μακρόν αποκαλύπτουν δύο φαινόμενα που παρατηρούμε επανειλημμένως στη γαλλική εξωτερική πολιτική. Η Γαλλία ήταν ιστορικά επιφυλακτική σχετικά με την εξάρτηση από τις ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ευρώπης τουλάχιστον από την εποχή του Σαρλ ντε Γκωλ. Τα σχόλια του Μακρόν περί στρατηγικής αυτονομίας είναι απλώς αναζωπύρωση μιας χρόνιας κατάστασης. Τα σχόλια για την Ταϊβάν είναι πιο σημαντικά. Σηματοδοτούν σαφώς τους φόβους της Γαλλίας για εγκατάλειψη της Ευρώπης εκ μέρους των ΗΠΑ. Ιστορικά, η Ταϊβάν ήταν πάντα ένα «αγκάθι» στο πλευρό των συμμάχων του ΝΑΤΟ, επειδή πίστευαν ότι μια σύγκρουση στην Ασία θα οδηγούσε τις ΗΠΑ να στρέψουν την προσοχή τους μακριά από την Ευρώπη. Ο Μακρόν έδωσε φωνή σε αυτήν την ανησυχία εκφράζοντας την επιθυμία του να μην είναι «ακόλουθος της Αμερικής». Οι ΗΠΑ θα πρέπει να θεωρούν τα σχόλιά του όχι ως προδοσία, αλλά ως ένδειξη του προβληματισμού των Ευρωπαίων συμμάχων. Πώς μπορεί η Ουάσιγκτον να συνεχίσει να παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας στην Ευρώπη μας, ενώ αντιμετωπίζει την απειλή της Κίνας; Αυτό είναι το ερώτημα.