ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Tαξίδι αποκάλυψη: Σιέρα Λεόνε

Κάτι έπρεπε να υποψιαστώ όταν από το κέντρο δημόσιας υγείας μού έδωσαν τα χάπια για την ελονοσία τυλιγμένα σε μια χαρτοπετσέτα

Kathimerini.gr

Ταχύρρυθμα μαθήματα ενηλικίωσης τρία χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.

Κάτι έπρεπε να υποψιαστώ όταν από το κέντρο δημόσιας υγείας μού έδωσαν τα χάπια για την ελονοσία τυλιγμένα σε μια χαρτοπετσέτα... Δεν έδωσα σημασία, καλά να πάθω. Έναν μήνα μετά –δηλαδή δύο εβδομάδες αφότου είχα φτάσει στη Σιέρα Λεόνε– βρέθηκα ξαπλωμένη σε μια παραλία, τέζα, με ένα κεφάλι-πυρηνικό αντιδραστήρα έτοιμο να εκραγεί. Το πίσω μέρος, από τον σβέρκο έως την κορυφή, το αισθανόμουν σαν αυτοκινητόδρομο όπου τρακάρουν νταλίκες, το μέτωπο σαν μια πίστα πυροβασίας, με τους αναστενάρηδες να χοροπηδούν πάνω σε κάρβουνα, τα μάτια δύο μαύρες τρύπες πίσω από τις οποίες γίνεται το Big Bang. Έως τότε δεν ήξερα ότι ένα κεφάλι μπορεί να νιώσει τόσες διαφορετικές αποχρώσεις του πόνου, και μάλιστα ταυτόχρονα. Αυτά ήταν τα πρώτα συμπτώματα της ελονοσίας.

Από την παραλία βρέθηκα σε ένα αυτοκίνητο στον δρόμο προς το νοσοκομείο, με τα συμπτώματα να αυξάνονται. Έδωσα την παράσταση της ζωής μου μπροστά σε εκστασιασμένα μαυράκια που τσίριζαν χαρούμενα βλέποντάς με να κάνω εμετό από το παράθυρο του αμαξιού – ίσως γιατί πρώτη φορά αντίκριζαν λευκό τόσο ανήμπορο. Στο νοσοκομείο, ο γιατρός μού έκανε το τεστ, που μέσα σε ένα τέταρτο έδειξε ότι πρόκειται πράγματι για μαλάρια και όχι για κάποια άλλη τροπική αρρώστια. Εξήγησε ότι το πλασμώδιο της ελονοσίας μεταλλάσσεται και γι’ αυτό μάλλον δεν έδρασαν τα «χάπια της χαρτοπετσέτας», τα οποία, ποιος ξέρει, ίσως να βρίσκονταν στις δημόσιες αποθήκες φαρμάκων από την εποχή που η γιαγιά μου κλεινόταν στο σπίτι για να αποφύγει τους αεροψεκασμούς του DDT.

 

Η ελονοσία είναι ένας από τους λόγους που το ταξίδι στη Σιέρα Λεόνε διεύρυνε την αντίληψή μου για τη ζωή, όχι όμως και ο μόνος. Πήγα το 2005, τρία χρόνια αφότου είχε τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος στη χώρα. Ήμουν 22 χρονών και έμεινα στην πρωτεύουσα Freetown επί έναν μήνα, φιλοξενούμενη σε μια γνωστή μου οικογένεια δύο ευγενέστατων ανθρώπων που είχαν μετακομίσει εκεί λόγω δουλειάς. Ήμασταν πέντε (οι οικοδεσπότες, η κόρη τους, εγώ κι ένας ακόμα φίλος μας) και ζούσαμε σε ένα διώροφο σπίτι πάνω σε έναν λόφο, σε πλήρη αντίθεση με τον μέσο όρο των ντόπιων, που κατοικούσαν σε παράγκες και χαοτικές γειτονιές. Τα μεσημέρια τρώγαμε σε ένα μακρύ τραπέζι από μαύρο ξύλο, σαν κοσμικοί ιεραπόστολοι. Τα απογεύματα καθόμασταν στο μπαλκόνι, άλλος διάβαζε βιβλία της σχολής και άλλος χάζευε τους γύπες που χόρευαν κλακέτες στις στέγες. Τα βράδια κοιμόμασταν με κλειδωμένα τα κάγκελα ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο πάτωμα, σε περίπτωση που ο φύλακας του σπιτιού αποφάσιζε να αφήσει κάποια συμμορία να μπει μέσα για να κλέψει, πράγμα όχι απίθανο σε μια χώρα σαν κι αυτήν, ευάλωτη οικονομικά και κοινωνικά.

Αρχικά ο στόχος του ταξιδιού ήταν να συμμετάσχουμε σε εθελοντικές δράσεις οργανώσεων που δραστηριοποιούνταν στη μετεμφυλιακή Σιέρα Λεόνε, πράγμα που αποδείχτηκε αρκετά δύσκολο. Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς γιατί δεν ενσωματωθήκαμε και δεν μας έδιναν να κάνουμε κάτι – εκ των υστέρων υποθέτω ότι ο τρόπος που λειτουργούσαν οι συγκεκριμένες ΜΚΟ ήταν μάλλον δύστροπος. Παρ’ όλα αυτά, μπορέσαμε να πάμε σε κάποιες από τις αποστολές μαζί τους. Μία από αυτές ήταν σε ένα χωριό, έναν λασπότοπο γεμάτο καλύβες, όπου οι υπεύθυνοι έκαναν μια εφ’ όλης της ύλης ενημέρωση στον ντόπιο πληθυσμό: από το πώς χρησιμοποιείται το προφυλακτικό (ώστε να σταματήσει η διασπορά του HIV) μέχρι τι είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα (μια γυναίκα ρώτησε αν ανθρώπινο δικαίωμα είναι το χέρι της, δεν είχε δηλαδή καμιά εξοικείωση με τον όρο).

Μια άλλη αποστολή έγινε σε ένα camp με κορίτσια, κάποια εκ των οποίων είχαν πέσει θύματα κακοποίησης. Ζούσαν κοινοβιακά και μάθαιναν να φτιάχνουν σαπούνι, για να μπορέσουν κάποια στιγμή να ανεξαρτητοποιηθούν. Κι αν στο άκουσμα μιας κατασκήνωσης με γυναίκες-θύματα βιασμού παγώσαμε από την αμηχανία, η πραγματικότητα μας διέψευσε, όχι γιατί αυτό που είχαν ζήσει τα συγκεκριμένα κορίτσια δεν ήταν βαρύ, αλλά γιατί δεν το έδειχναν. Αντιθέτως, το κλίμα ήταν ζωηρό, οι κοπέλες κλασικές φωνακλούδες Αφρικανές, ενθουσιάστηκαν που μας είδαν, μας περιεργάζονταν όσο τις περιεργαζόμασταν, ενώ λίγο πριν φύγουμε με έβαλαν κάτω και βάλθηκαν να μου πλέξουν τα μαλλιά κοτσιδάκια. Έχω κρατήσει μια φωτογραφία από αυτό το στιγμιότυπο: μια παρέα μαυρούλες όρθιες και στη μέση εγώ, καθιστή, με τα μισά μαλλιά λυτά και τα άλλα μισά κοτσίδες. Αυτή νομίζω είναι και η κληρονομιά που μου άφησε το συγκεκριμένο ταξίδι. Πήγα με μαλλιά άπλεκα, με ιδέες αόριστες για το πώς λειτουργεί ο κόσμος και πώς σκέφτονται άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί από μένα, και γύρισα με κάποια από αυτά πλεγμένα σε κοτσίδες.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Ταξίδια: Τελευταία Ενημέρωση

X