Kathimerini.gr
Τασούλα Επτακοίλη
Από πρώην υπουργό και βουλευτή κόμματος της αντιπολίτευσης λαμβάνω σχεδόν καθημερινά τουλάχιστον ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: για ομιλίες, άρθρα και έντυπες συνεντεύξεις του, ακόμη και για ολιγόλεπτες παρεμβάσεις του σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές σε όλη την Ελλάδα· καταιγισμός ενημέρωσης ακόμη και για «ψύλλου πήδημα», δηλαδή. Tα σβήνω αμέσως. Ντρέπομαι να ζητήσω την απεγγραφή μου από τη λίστα του, το παραδέχομαι.
Εργαζόμενος σε τμήμα δημοσίων σχέσεων δισκογραφικής εταιρείας, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, μου στέλνει πάντα πληροφορίες για τις δραστηριότητες των καλλιτεχνών τους εις διπλούν – το ίδιο μήνυμα δύο φορές, συχνά και τρεις. Δεν τα διαβάζω πλέον ποτέ. Ούτε αποφασίζω, όμως, να του ζητήσω να με βγάλει από τους παραλήπτες των δελτίων Τύπου, από ενσυναίσθηση σε έναν εργαζόμενο που προσπαθεί να είναι αποτελεσματικός (έχω βρεθεί σε αντίστοιχη θέση και γνωρίζω την πίεση που δέχεται).
«Σε μένα αποδίδει αρκετά καλά η διαλειμματική ηλεκτρονική νηστεία: αποφεύγω το Διαδίκτυο, δηλαδή, για συγκεκριμένες ώρες κάθε μέρα ή και ολόκληρο το Σαββατοκύριακο».
Το να τσεκάρω καθημερινά στο email μου μηνύματα ων ουκ έστιν αριθμός και να πατάω κάθε τόσο το «delete» είναι ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μου που μου προκαλεί κούραση, δυσφορία, συχνά και θυμό. Οσες φορές και αν προχωράω σε μαζικές εκκαθαρίσεις, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της απεγγραφής από δεκάδες λίστες, νέοι αποστολείς (φορείς, εταιρείες, καλλιτέχνες, πολιτικοί, «ειδικοί») ξεφυτρώνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Υδρας. Κάποιοι, μάλιστα, επιμένουν να κάνουν αποστολή του ενημερωτικού (εντός ή εκτός εισαγωγικών η λέξη) υλικού τους ακόμη και μέσα στο Σαββατοκύριακο. Τι πιο εκνευριστικό από το να δέχεσαι ένα επαγγελματικό email βράδυ Κυριακής;
Σε αυτές τις πρώτες παραγράφους πάρα πολλοί θα δουν πιθανότατα τον εαυτό τους. Η ψηφιακή κόπωση έχει εξελιχθεί σε μία ακόμη πανδημία. Γιατί δεν είναι μόνο τα email. Προσθέστε σε αυτά τα δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες μηνύματα που δεχόμαστε μέσα στο εικοσιτετράωρό μας: από τα sms στο κινητό μας και τους λογαριασμούς μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέχρι την επικοινωνία σε ομάδες, επαγγελματικές ή κοινωνικές, σε πλατφόρμες επικοινωνίας όπως το Viber ή το Slack. Πώς τα διαχειριζόμαστε; Πώς ξεχωρίζουμε την ήρα από το στάρι ώστε να μη χάνουμε πολύτιμο χρόνο; Πότε προλαβαίνουμε να απαντάμε εγκαίρως σε αυτά που χρήζουν άμεσης απάντησης; Με ποιον τρόπο προφυλάσσουμε το μυαλό μας; Ποιες είναι οι θεατές και αθέατες όψεις αυτού του καταιγισμού πληροφοριών, που έρχεται να προστεθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, στον συνολικό χρόνο που αφιερώνουμε σερφάροντας στο Διαδίκτυο για ποικίλους λόγους; Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι, σύμφωνα με πρόσφατη αμερικανική έρευνα που διεξήχθη σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, 38% των συμμετεχόντων –στην πλειονότητά τους κάτω των 40 ετών– δήλωσαν ότι συχνά σκέφτονται να παραιτηθούν γιατί δεν αντέχουν την «email fatigue», το άγχος και την κούραση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων.
Η «δίαιτα»
«Υπάρχει πράγματι πρόβλημα με αυτό που αποκαλούμε “information burnout” και μάλιστα πολύ σοβαρό. Ιδιαίτερα αν κάποιος έχει και διοικητική θέση, όπως εγώ, η κατάσταση μπορεί να πάρει κωμικοτραγικές διαστάσεις», λέει ο Ευθύμιος Καξίρας, καθηγητής Θεωρητικής – Εφαρμοσμένης Φυσικής και Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και πρόεδρος του Τμήματος Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. «Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: πολλές φορές, τις ώρες αιχμής του email, όπως το πρωί της Δευτέρας ή στο τέλος της ημέρας, πριν κλείσουν τα γραφεία, κάνω κλικ για να διαβάσω ένα μήνυμα και ανακαλύπτω ότι έχω ανοίξει κατά λάθος κάποιο άλλο, γιατί στον χρόνο που μου πήρε να αποφασίσω ποιο θα διαβάσω, η λίστα των εισερχόμενων μηνυμάτων έχει ανανεωθεί και η σειρά τους έχει αλλάξει. Τα περισσότερα τα σβήνω με βάση τον τίτλο τους, χωρίς καν να τα ανοίξω. Από τα υπόλοιπα, όσα αφορούν διοικητικά θέματα τα στέλνω… αδιάβαστα (στην κυριολεξία) στη γραμματέα μου, που απαντάει όσα μπορεί και μου προωθεί μόνον όσα είναι απολύτως αναγκαίο να διαβάσω ο ίδιος. Κάποια τα αφήνω για το Σαββατοκύριακο. Μέχρι τότε, βέβαια, τα πιο πολλά δεν χρειάζονται πια απάντηση, οπότε μπορούν να διαγραφούν.
Οι περισσότεροι συνάδελφοι στο Χάρβαρντ έχουν καθιερώσει μια αυτόματη απάντηση, που ενημερώνει ότι το email τους έχει γίνει μη διαχειρίσιμο και προτρέπει όποιον πρέπει οπωσδήποτε να πάρει απάντησή τους να επικοινωνήσει με τη γραμματεία τους. Οσο για τα μηνύματα που έρχονται στο κινητό μου; Τα διαγράφω αμέσως, εκτός εάν προέρχονται από αριθμό που γνωρίζω. Το ίδιο ισχύει και για τα τηλεφωνήματα που δέχομαι. Με τους συνεργάτες και τους φοιτητές μου επικοινωνούμε μέσω μιας ομάδας στο Slack. Αυτό δουλεύει σχετικά καλά. Γενικά, η τεχνολογία έχει πάντα κάποιο κόστος», καταλήγει ο κ. Καξίρας.
Αντίστοιχη είναι η περίπτωση του Πέτρου Κουμουτσάκου, καθηγητή και προέδρου του Τμήματος Εφαρμοσμένων Μαθηματικών επίσης του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και μέλους της Εθνικής Ακαδημίας Μηχανικών των ΗΠΑ. «Εχω αποδεχθεί αυτόν τον όγκο πληροφοριών ως κομμάτι της προσωπικής και επαγγελματικής μου ζωής, πείθοντας τον εαυτό μου ότι ουδέν κακόν αμιγές καλού», παραδέχεται. «Προσπαθώ –όχι πάντα με επιτυχία, είναι αλήθεια– να θέτω προτεραιότητες, να καταλαβαίνω τι χρειάζεται κάθε μήνυμα κρίνοντας από τον αποστολέα και το θέμα που αναφέρει, και να ξεδιαλύνω τις χρήσιμες πληροφορίες μέσα από τις χιλιάδες λέξεις που λαμβάνω σε καθημερινό επίπεδο. Είναι δύσκολο, δεν το κρύβω, αλλά η καθημερινή… προπόνηση μας κάνει καλύτερους».
Ρωτώ τον κ. Κουμουτσάκο ποια συμβουλή θα έδινε σε όποιον νιώθει ότι βρίσκεται στο κατώφλι του burnout. «Καθένας βρίσκει αυτό που του ταιριάζει και αποδεικνύεται αποτελεσματικό με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθημερινότητάς του, προσωπικής και επαγγελματικής. Σε μένα, για παράδειγμα, αποδίδει αρκετά καλά το “intermittent internet fasting”, η διαλειμματική ηλεκτρονική νηστεία: αποφεύγω γενικά το Διαδίκτυο, δηλαδή, για συγκεκριμένες ώρες κάθε μέρα, ή και ολόκληρο το Σαββατοκύριακο».
«Λαμβάνω εκατοντάδες μηνύματα κάθε μέρα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο. Τα περισσότερα δεν θα απαντηθούν ποτέ, δεν θα διαβαστούν καν. Αλλά μόνο και βλέποντάς τα αγχώνομαι. Είναι μια καταδίκη! Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, υπάρχουν στο inbox μου 1.535 νέα emails», λέει η Αναστασία Αϊλαμάκη, καθηγήτρια Επιστημών Υπολογιστών και Επικοινωνιών στο Ομοσπονδιακό Πολυτεχνείο της Ελβετίας στη Λωζάννη και συνιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος της RAW Labs SA, μιας ελβετικής εταιρείας που αναπτύσσει υποδομές ανάλυσης ετερογενών δεδομένων από πολλαπλές πηγές σε πραγματικό χρόνο. «Υπάρχουν πολλοί συνάδελφοι που έχουν καθιερώσει συγκεκριμένες ώρες μέσα στη μέρα για την ανάγνωση της ηλεκτρονικής τους αλληλογραφίας και δεν παρεκκλίνουν από το πρόγραμμά τους. Αυτό, όμως, απαιτεί τεράστια αυτοπειθαρχία, την οποία εγώ δυστυχώς δεν διαθέτω. Δεν έχω βρει τρόπο να νικήσω το… τέρας. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να δούμε μία ακόμη πτυχή του ζητήματος: το email μπορεί να μην είναι ούτε ασφαλής ούτε ιδιωτικός τρόπος επικοινωνίας· ας το νομίζουν οι περισσότεροι. Είναι όμως ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας που αποτελεί δημόσιο αγαθό. Τι εννοώ: πέρα από τους παρόχους (βλ. Google κ.ά.), ως μηχανισμός, ως αλγόριθμος, είναι προσβάσιμος από τους πάντες. Ολοι μπορούμε να έχουμε λογαριασμό email. Είναι, δηλαδή, ένα εξαιρετικό εργαλείο. Αν η χρήση του είναι λανθασμένη, εμείς ευθυνόμαστε. Το σφυρί, για παράδειγμα, είναι απαραίτητο για πολλές εργασίες. Αν την ώρα που χρησιμοποιείται η πρόκα στραβώσει ή γίνει ζημιά στον τοίχο, το σφυρί θα ευθύνεται ή ο χειριστής του;».
Μειώνεται το IQ μας
Ο χειριστής ευθύνεται, αλλά το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: ένας φαύλος κύκλος, που αυξάνει τις ώρες εργασίας μας και μειώνει την ποιότητα της ζωής μας, επηρεάζοντάς μας σε πολλά επίπεδα. «Ο εγκέφαλός μας, όσο περίπλοκος και θαυμάσιος κι αν είναι, δεν μπορεί να μοιράσει την προσοχή του ταυτόχρονα σε περισσότερες από δύο εργασίες· δεν το επιτρέπει η αρχιτεκτονική του. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να εναλλάσσει πολύ γρήγορα την επεξεργασία των δύο εργασιών, ενώ χρειάζεται 18 λεπτά για την πλήρη συγκέντρωση στη μία από αυτές, εφόσον απαιτείται εμβάθυνση ή μεγάλη προσοχή. Δεδομένου ότι συνήθως χρησιμοποιούμε το κινητό τηλέφωνο περίπου μία φορά κάθε 15 λεπτά (κατά μέσον όρο), προκειμένου να ελέγχουμε τις εισερχόμενες ειδοποιήσεις, για παράδειγμα, επέρχεται εύκολα πνευματική κόπωση», επισημαίνει ο ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής Δημήτρης Παπαδημητριάδης.
Αυτό φαίνεται πως έχει αντίκτυπο όχι μόνο άμεσο –κούραση, άγχος, εκνευρισμός, αδυναμία συγκέντρωσης ή/και λήψης αποφάσεων– αλλά και μακροπρόθεσμο, στη νοητική μας επίδοση συνολικά. Ο κ. Παπαδημητριάδης το επιβεβαιώνει: «Ερευνα του Πανεπιστημίου του Λονδίνου διαπίστωσε ότι οι συμμετέχοντες που επιχειρούσαν πολλαπλές επεξεργασίες παρουσίαζαν μείωση στον δείκτη νοημοσύνης τους παρόμοια με εκείνη ανθρώπων που αγρυπνούν. Σε ορισμένους, όσο διαρκούσε η ατυχής προσπάθεια multitasking, το IQ τους μειωνόταν έως και κατά 15 μονάδες, δηλαδή πλησίαζε σ’ εκείνο οκτάχρονου παιδιού. Η συνεχής διάσπαση της προσοχής μας και η δυσκολία μας να ανταποκριθούμε επαρκώς στα καθημερινά μας (ηλεκτρονικά) καθήκοντα, συντηρούν μια δυσλειτουργική διακύμανση της κορτιζόλης, της ορμόνης του στρες, με συνέπεια ποικίλα συμπτώματα άγχους και ψυχογενών σωματικών εκδηλώσεων από διάφορα συστήματα του οργανισμού, όπως το καρδιαγγειακό και το γαστρεντερικό».
Επιπλέον, επιστρατεύεται ο βρόχος ανατροφοδότησης της ντοπαμίνης, του νευροδιαβιβαστή της ευφορίας, στα νευρωνικά κυκλώματα επιβράβευσης του εγκεφάλου, όπως εξηγεί ο κ. Παπαδημητριάδης. «Αυτό συμβαίνει γιατί ο εγκέφαλός μας έχει προτίμηση στην επεξεργασία καινούργιων ερεθισμάτων και συμπεριφέρεται όπως το βρέφος, του οποίου την προσοχή καταφέρνουμε να αποσπάσουμε με κάποιο νέο αντικείμενο στο οπτικό του πεδίο. Καθώς, λοιπόν, παίρνουμε πολλά… σφηνάκια ντοπαμίνης και διάσπασης μέσω της οθόνης του κινητού ή του υπολογιστή μας –με κατά κανόνα ανούσιες πληροφορίες– επιβραβεύεται η απώλεια της εστίασής μας και η αναζήτηση αυτής της διάσπασης γίνεται εθιστική. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε μήνυμα που φτάνει στα εισερχόμενα, διεγείρει την αυθόρμητη ανάγκη να το διαβάσουμε. Αν το κάνουμε, λαμβάνουμε την ανταμοιβή μας με ντοπαμίνη, διαφορετικά υποφέρουμε από την εκκρεμότητα. Ειδικά στους εργαζομένους, όλα αυτά είναι συστατικά μιας νέας “νόσου”, που οι ειδικοί ονομάζουμε ψηφιακή εξουθένωση».
Κάποιες χώρες έχουν συνειδητοποιήσει τους τεράστιους κινδύνους που ελλοχεύουν στην εξάπλωση αυτής της «ψηφιακής ασθένειας» και έχουν ήδη λάβει μέτρα. Νόμο του γαλλικού κράτους αποτελεί εδώ και πέντε χρόνια το «δικαίωμα στην αποσύνδεση» για τους εργαζομένους. Βάσει αυτού, οι επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 υπαλλήλους είναι υποχρεωμένες να καθορίσουν συγκεκριμένο πλαίσιο, ώστε οι εργαζόμενοι να μην αναγκάζονται να απασχολούνται με εταιρικές υποθέσεις (διαβάζοντας το email τους, για παράδειγμα), εκτός του ωραρίου τους.
Η πανδημία του κορωνοϊού έκανε ακόμη δυσκολότερα τα πράγματα. Με την τηλεργασία, τα όρια μεταξύ εργασίας και ιδιωτικής ζωής είναι δυσδιάκριτα. Τι μπορεί να κάνει, λοιπόν, κανείς; «Μια καλή λύση είναι η συνειδητή αποσύνδεση από την ηλεκτρονική πραγματικότητα για συγκεκριμένες ώρες ή ημέρες, περίπου όπως ζητούμε από τους εθισμένους σε τυχερά παιχνίδια τον αυτοαποκλεισμό τους από τα καζίνο», τονίζει ο ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής Δημήτρης Παπαδημητριάδης. «Αυτό δίνει τη δυνατότητα στον εγκέφαλο και στον υπόλοιπο οργανισμό μας να ανακτήσουν δυνάμεις. Και, βέβαια, συνιστούμε εξειδικευμένη βοήθεια σε ανθρώπους που αντιλαμβάνονται ότι έχουν περάσει τα όρια της αντοχής τους…».