Του Βασίλη Νέδου
Την παραμονή των Χριστουγέννων στη διάρκεια του υπουργικού συμβουλίου της τουρκικής κυβέρνησης, ο υπουργός Μεταφορών και Υποδομών Αμπντουλκαντίρ Ουράλογλου αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην πιθανότητα υπογραφής ενός τουρκοσυριακού μνημονίου για τον καθορισμό θαλάσσιας δικαιοδοσίας.
Αν και η συγκεκριμένη αποστροφή προσέλκυσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην Ελλάδα, λόγω της επίπτωσης που θα είχε μια τέτοια συμφωνία στα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η πιο σημαντική εξαγγελία του κ. Ουράλογλου αφορούσε την αναβίωση του συριακού τμήματος του σιδηροδρόμου της Χετζάζ.
Το σχέδιο είχε συλλάβει ο τελευταίος σουλτάνος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Αμπντουλχαμίντ Β΄, ο οποίος τυγχάνει να είναι το ίνδαλμα του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και θα συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τη Δαμασκό, το Αμάν και στο τέλος με τη Μέκκα.
Το έργο χρηματοδοτήθηκε και υλοποιήθηκε από την οθωμανική αυτοκρατορία, καθώς ο Αμπντουλχαμίντ Β΄ το θεωρούσε απόδειξη απεξάρτησης από τη Δύση.
Η γραμμή δεν έφτασε παρά 400 χιλιόμετρα από τη Μέκκα έως τη Μεδίνα, προτού –μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου– την καταπιεί η έρημος και η Ιστορία…
Μια κάθετη γραμμή ένωνε τη Δαμασκό με μια πόλη η οποία σήμερα ανήκει σε ένα κράτος που δεν υπήρχε πριν από 100 χρόνια: τη Χάιφα στο Ισραήλ.
Αν στη Δαμασκό εδραιώνεται σιγά σιγά μια κυβέρνηση που είναι ελεγχόμενη από την Τουρκία και γίνεται, όπως φαίνεται, εργαλείο στις ιδιάζουσες νεοοθωμανικές αντιλήψεις που έχουν εγκατασταθεί στην Αγκυρα, το Ισραήλ δεν μοιράζεται καθόλου το όραμα του κ. Ερντογάν.
Αντιθέτως, είναι σε αυτή τη φάση ο πιο σκληρός αντίπαλος της Τουρκίας, μάλιστα με παρουσία –προς το παρόν– στα νοτιοδυτικά της Συρίας.
Επεκτατισμός
Η προσπάθεια επιστροφής της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή έναν αιώνα μετά την απομάκρυνση των Οθωμανών δεν ήταν προαπαιτούμενο για τη στενότερη και πιο στρατηγική σχέση της Αθήνας με την Ιερουσαλήμ.
Η τουρκική τακτική επέκτασης της δικαιοδοσίας της σε μεγάλα τμήματα της Ανατολικής Μεσογείου και η ταυτόχρονη προσπάθεια αυτός ο επεκτατισμός να λάβει και χαρακτηριστικά χερσαία στη Μέση Ανατολή, μάλιστα την ίδια στιγμή που η Τουρκία αποτέλεσε ασφαλές κρησφύγετο για χιλιάδες στελέχη και μέλη της Χαμάς, φέρνει Ελλάδα και Ισραήλ και εκ παραλλήλου τη Λευκωσία πιο κοντά.
Αυτή τη στιγμή το Ισραήλ έχει αποκτήσει για την Ελλάδα τεράστια γεωπολιτική σημασία, για πολλούς και διαφόρους λόγους και αυτή προκύπτει από πολλαπλές εξελίξεις. Κατ’ αρχάς το Ισραήλ, λόγω στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία, μπορεί εκ των πραγμάτων να ασκήσει πίεση στη Δαμασκό. Ακόμη κι αν οι νέοι κυβερνήτες της Συρίας επηρεάζονται κατά κύριο λόγο από την Αγκυρα, οι μελλοντικές αποφάσεις της Δαμασκού δεν μπορεί να αποτελούν απλή αντανάκλαση των τουρκικών επιθυμιών.
Ως εκ τούτου, ακόμη και η πιθανότητα τουρκοσυριακού μνημονίου δεν αφήνει αδιάφορη την κυβέρνηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Η Αθήνα τους τελευταίους μήνες έχει ζητήσει τη βοήθεια του Ισραήλ και στα ζητήματα που αφορούν την ενέργεια.
Η –εξ αναβολής– επίσκεψη του υπουργού Ενέργειας του Ισραήλ, Ελι Κοέν, στην Αθήνα πριν από λίγες ημέρες και η συνάντηση με τον ομόλογό του Θόδωρο Σκυλακάκη, ήταν ένα σήμα στήριξης στα διάφορα έργα που σχεδιάζει η Ελλάδα, ανάμεσα στα οποία και η ηλεκτρική διασύνδεση 2GSI (Great Sea Interconnector) που, όπως είναι γνωστό, έως τώρα έχει σκοντάψει στην τουρκική στάση στα νότια Κάσου και Καρπάθου.
Αν και η ισραηλινή πλευρά έχει δεσμευτεί με τρόπο γενικό στη στήριξη των συγκεκριμένων έργων, η σταδιακή συγκέντρωση υποστήριξης αποτελεί ένα ακόμη βέλος στη φαρέτρα της ελληνικής κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, για το συγκεκριμένο έργο αναζητείται φόρμουλα ικανοποιητικής απεμπλοκής από την τρέχουσα προβληματική κατάσταση.
Η αμυντική συνεργασία
Μια διόλου ευκαταφρόνητη πτυχή της ελληνοϊσραηλινής σχέσης είναι η συνεργασία στον τομέα της άμυνας. Το Ισραήλ έδωσε στην Ελλάδα, δίχως χρονοβόρες διαδικασίες, πρόσβαση σε οπλικά συστήματα τεχνολογικής ποιοτικής αιχμής (qualitative edge), ενώ η συνεργασία αναμένεται να επεκταθεί.
Αν και η διαδικασία για τη δημιουργία του διπλού θόλου αντιαεροπορικής – αντιπυραυλικής και anti-drone προστασίας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, οι Ισραηλινοί προτείνουν στην Ελλάδα συστήματα τύπου Barak για την ηπειρωτική χώρα (προς αντικατάσταση των ΧΩΚ) και Spyder για τα νησιά και τον Εβρο (προς αντικατάσταση των ανατολικής προέλευσης OSA-AK και TOR-M1). Οι σχέσεις έχουν, ωστόσο, μεγαλύτερο βάθος. Ουσιαστικά οι Ισραηλινοί, μέσω της εταιρείας ELBIT, διαχειρίζονται το Διεθνές Κέντρο Αεροπορικής Εκπαίδευσης στην Καλαμάτα, από το οποίο επωφελείται η Πολεμική Αεροπορία.
Αποτελεί μάλιστα μια μακροπρόθεσμη συμφωνία ύψους περίπου 1,4 δισ. ευρώ με ορίζοντα εικοσαετίας (έως το 2045), που δείχνει και την προοπτική των σχέσεων. Και υπάρχει βεβαίως και ο ιδιωτικός τομέας, μάλιστα στην υψηλή τεχνολογία, όπου οι Ισραηλινοί απέκτησαν παρουσία στην Ελλάδα (εξαγορά του 90% της Intracom Defense-IDE από την ΙΑΙ).
Αυτές οι εξελίξεις δεν είναι αποσυνδεδεμένες από ευρύτερα σχέδια για εμβάθυνση της ελληνοϊσραηλινής συνεργασίας στον αμυντικό τομέα και περιλαμβάνει την προοπτική βιομηχανικής παραγωγής που θα εξυπηρετεί τόσο τις ανάγκες των εξαγωγών όσο και –σε κάποιες περιπτώσεις– ανάγκες των ισραηλινών αμυντικών δυνάμεων (IDF).
Η πιο δύσκολη πτυχή των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων στην παρούσα φάση συνδέεται με τις επιπτώσεις του πολέμου στη Γάζα και τη σύγκρουση του Ισραήλ με τους διεθνείς πολυμερείς οργανισμούς, κυρίως τον ΟΗΕ, για μια σειρά από θέματα. Στην αρχή του πολέμου (τέλη Οκτωβρίου 2023) η Ελλάδα απείχε από την υιοθέτηση ψηφίσματος για την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, ωστόσο ενδιάμεσα ενέκρινε άλλα, όπως για παράδειγμα σχετικά με τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) της Χάγης.
Η Αθήνα, ως χώρα που υποστηρίζει τη διεθνή Δικαιοσύνη, δεν θα μπορούσε να μην εγκρίνει ένα ψήφισμα το οποίο ουσιαστικά ζητεί από τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να συλλάβουν τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου εφόσον εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο έδαφός τους.
Ωστόσο, μόλις πρόσφατα (19.12) η Ελλάδα απείχε εκ νέου από ψήφισμα που είχε ξεκινήσει από τη Νορβηγία και κατατέθηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με αίτημα προς το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να υποχρεώσει το Ισραήλ σε ανθρωπιστική στήριξη της Γάζας.
Οι διπλωματικές αποχρώσεις μπορεί να φαίνονται λεπτές στον εξωτερικό παρατηρητή, ωστόσο διατηρούν τη σημασία τους, παρά το γεγονός ότι τους τελευταίους 14 μήνες οι επαφές μέσω διαφόρων διαύλων ανάμεσα στις δύο πλευρές έχουν αποτρέψει τις παρεξηγήσεις ουκ ολίγες φορές.
Σ’ αυτή τη χρονική καμπή, περίπου τρεις εβδομάδες πριν από την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ, η σχέση με το Ισραήλ αποκτά κεφαλαιώδη σημασία για την Ελλάδα.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν πρόκειται να αλλάξει τακτική έναντι του Ισραήλ, που –όπως όλα δείχνουν– εμπίπτει στο μοναδικό τμήμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο οποίο πιθανές αλλαγές θα συντείνουν στη μεγαλύτερη ενίσχυση της Ιερουσαλήμ από την Ουάσιγκτον.
Ως εκ τούτου η καλή σχέση της Αθήνας με την Ιερουσαλήμ, αλλά και το εβραϊκό λόμπι στην Ουάσιγκτον, αν μη τι άλλο, μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη επικοινωνία με το περιβάλλον του κ. Τραμπ. Είναι πλέον απολύτως σαφές και στην Αθήνα ότι η κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ συνέβη με το Ισραήλ πλήρως ενημερωμένο για τις εξελίξεις, προφανώς όχι από την Αγκυρα, αλλά από την Ουάσιγκτον.
Προστασία των χριστιανών
Μια πτυχή στην οποία απαιτείται καλύτερη (από την υφιστάμενη μάλλον προβληματική) συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ισραήλ αφορά το μόνο ζήτημα που προσφέρει στην Αθήνα μια δυνατότητα ουσιώδους παρουσίας στην περιοχή: την προστασία των γηγενών χριστιανικών πληθυσμών. Μόλις την περασμένη Πέμπτη ο κ. Ερντογάν υποδέχθηκε στο προεδρικό παλάτι στην Αγκυρα τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο.
Αν και λεπτομέρειες της συνάντησης δεν έγιναν γνωστές, η Αγκυρα επιθυμεί να εμφανιστεί ως εγγυήτρια της προστασίας των χριστιανών που εμπίπτουν στην ευθύνη του Πατριαρχείου Αντιοχείας (με έδρα τη Δαμασκό). Στην ευρύτερη περιοχή, στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας η επιρροή της Ελλάδας παραμένει σημαντική, αν και σε διαφορετικό βαθμό.
Οι σχέσεις Ισραηλινών – Πατριαρχείου Ιεροσολύμων παραμένει προβληματική και τούτο δεν οφείλεται αποκλειστικά στα σκάνδαλα των προηγούμενων πολλών χρόνων, αλλά στο γεγονός ότι το ποίμνιο παραμένει στη συντριπτική πλειονότητά του αραβικό, ως εκ τούτου ο έλεγχος εμπίπτει σε ζητήματα ασφαλείας για τις ισραηλινές κυβερνήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, σε παρασκηνιακό επίπεδο η Αθήνα έχει ζητήσει αρκετές φορές να τηρηθεί μια στάση που δεν θα υπονομεύει τα ιστορικά δικαιώματα του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου, όπως για παράδειγμα συνέβη το φετινό Πάσχα σε μια προσπάθεια «κρατικοποίησης» της τελετής του Αγίου Φωτός από τις ισραηλινές αρχές.
Ολα αυτά δεν υποβαθμίζουν τα επιτεύγματα της Τουρκίας στη Συρία, όπως αυτά εισπράττονται από τη Δύση γενικότερα. Κατ’ αρχάς η Τουρκία ουσιαστικά κατήγαγε πλήγματα στην υψηλή στρατηγική της Ρωσίας και του Ιράν στη Συρία. Το συγκεκριμένο –ιστορικό πια– γεγονός αναγνωρίζεται από τους συμμάχους της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Ηδη στην Αθήνα καθίσταται σαφές πως εντός ΝΑΤΟ το γόητρο της Τουρκίας έχει αναβαθμιστεί, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι σύμμαχοι είναι εξαιρετικά ανήσυχοι για τον συνολικότερο ρόλο στη σταθερότητα της περιοχής. Αυτή η πραγματικότητα φαίνεται από διάφορα «σκληρά δεδομένα». Η Τουρκία διατηρεί τα τελευταία χρόνια μια ζώνη 35 χιλιομέτρων στη βόρεια Συρία, όπου έχει εγκαταστήσει τουρκογενείς πληθυσμούς, ενώ ίδρυσε σχολεία (διδασκαλεία τουρκικών) και ελέγχει πλήρως το περιβάλλον ασφαλείας με μονάδες των ειδικών δυνάμεων της τουρκικής αστυνομίας, παρουσία στελεχών της ΜΙΤ (μυστικές υπηρεσίες).
Παζάρι με τη Ρωσία
H Αγκυρα αποτρέπει τις συριακές πολιτοφυλακές γύρω από τις δύο ρωσικές βάσεις –το λιμάνι της Ταρτούς και το αεροδρόμιο της Χμεϊμίμ– να προβούν σε κινήσεις εναντίον των ρωσικών δυνάμεων, που σταδιακά μεταφέρονται στην Ανατολική Λιβύη.
Παζάρι και με τις ΗΠΑ
Η Τουρκία διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ, που διατηρούν 900 στελέχη (ένοπλες δυνάμεις και CIA) στα βορειοανατολικά της Συρίας, δηλαδή στις περιοχές όπου οι Κούρδοι ζουν τα τελευταία χρόνια αυτόνομα.