Kathimerini.gr
Άρης Αλεξανδρής
«Την είδες;», «Αυτή είναι!», «Εχει αδυνατίσει πολύ!», «Εβαψε το μαλλί;». Το κλίμα που επικρατούσε στις 9/1/2023 στην αίθουσα 1 του Πρωτοδικείου Αθηνών έμοιαζε με το κλίμα που επικρατεί σε θεατρική πλατεία λίγο πριν ξεκινήσει μια υπερπαραγωγή, της οποίας το καστ έχει τσακωθεί δημοσίως χίλιες φορές. Μόλις η Ρούλα Πισπιρίγκου εισήλθε στην αίθουσα, φορώντας χειροπέδες και συνοδευόμενη από αστυνομικούς, το σούσουρο των θεατών που ήρθαν από νωρίς ειδικά γι’ αυτήν, ξέσπασε σαν κουνημένο αναψυκτικό. Ανάμεσα στους υπεράριθμους δημοσιογράφους, υπήρχαν και άτομα χωρίς επίσημη ιδιότητα: κυρίες και κύριοι που ήρθαν στο δικαστήριο για να δουν από κοντά τη φερόμενη ως δολοφόνο του παιδιού της· τη γυναίκα που μέσα από τις ειδησεογραφικές αφηγήσεις είχε προσλάβει διαστάσεις φρικώδους ποπ αντιηρωίδας. Με το που η κατηγορούμενη κάθισε στη θέση που της υπέδειξαν, το κοινό ξεκίνησε να την παρατηρεί διεξοδικά: κάποιοι την κοιτούσαν σαν να βλέπουν σταρ· άλλοι την αναθεμάτιζαν σιωπηλά ή όχι και τόσο σιωπηλά (ακούστηκαν πολλά συριστικά τς-τς-τς απαξίωσης)· μερικοί προσπαθούσαν να τραβήξουν το βλέμμα της, ίσως για να διαπιστώσουν αν θα παγώσουν μόλις τους το χαρίσει.
Αγρα βλεμμάτων
Η ίδια έδειχνε να αντιλαμβάνεται την προσοχή και ως έναν βαθμό να την απολαμβάνει. Αυτό θα αποδεικνυόταν εν μέρει και στη δίκη που ακολούθησε και διήρκεσε πάνω από ένα χρόνο: η Ρούλα Πισπιρίγκου δίνει μεγάλη σημασία στο ποιοι και πώς τη βλέπουν. Μερικές φορές, κατά τη διάρκεια της δίκης, τα άμεσα επικοινωνιακά ερεθίσματα –η αποστροφή ενός μάρτυρα, η διατύπωση ενός ενόρκου– δείχνουν να την απασχολούν περισσότερο από την κατηγορία που τη βαραίνει. Μορφάζει, μειδιά, σχολιάζει σκωπτικά με τους διπλανούς της. Η πολυκύμαντη σχέση της με τον πρώην σύντροφό της, οι περιπέτειες που πέρασε με τα παιδιά της, ο τρόπος που κατανοεί τον εαυτό της ως κοινωνικό υποκείμενο, όλα τους συντείνουν σε μία προσωπικότητα όχι ακριβώς κλεισμένη στο καβούκι της. Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας μοιάζει να αλλάζει πολλά πρόσωπα: χαριτολογεί με την ομάδα των δικηγόρων της, χαμογελάει, δέχεται με καλή διάθεση τα αστεία μιας γυναίκας που δηλώνει φίλη της· έπειτα, γίνεται απότομα σκυθρωπή, μετά η ματιά της χάνεται στο κενό για αρκετή ώρα και, ακολούθως, φαίνεται βαριεστημένα δυστυχισμένη, σαν να συνειδητοποιεί ξαφνικά πού βρίσκεται και για ποιον λόγο. Πρόκειται για μία συμπεριφορά εξίσου παράξενη και φυσιολογική. Είναι παράξενο να βρίσκεται κανείς σε αυτή τη θέση και είναι φυσιολογικό, εφόσον βρεθεί, να φέρεται παράξενα.
Παράλληλα σύμπαντα
Σ’ αυτή τη δίκη ήταν πολύ δύσκολο να εστιάσει κανείς στην ουσία και όχι στα θεαματικά της παρελκόμενα. Δεν ήταν μόνο η προσωπικότητα της κατηγορούμενης που ενθάρρυνε τους δραματικούς αντιπερισπασμούς· ήταν και η ειδική περίπτωση του συνηγόρου της: οι γνώσεις του στη δικονομία, η μιντιακή του εκπαίδευση και το κινηματογραφικό θάρρος που του χαρίζουν τα παραπάνω έδωσαν τροφή στο παράλληλο, σκανδαλιστικό δρώμενο δίπλα στο κεντρικό, αμιγώς δικαστικό. Στην ουσία η δίκη αυτή ήταν διττή. Περιελάμβανε αφενός όσα συνέβαιναν στη δικαστική αίθουσα και, αφετέρου, όσα το παιχνίδι της δημοσιότητας μετουσίωνε σε κοινό παραστασιακό τόπο. Ο,τι βλέπαμε και ακούγαμε, στο τέλος διχοτομούνταν: Η Πισπιρίγκου ως κατηγορούμενη και ως ερωτευμένη γυναίκα, ο σύντροφός της ως χαροκαμένος πατέρας και ως «κλαρινογαμπρός» (έτσι τον αποκαλούσε ο συνήγορος της πρώην συντρόφου του), ο φόνος ενός παιδιού ως έγκλημα και ως θρίλερ προς λαϊκή κατανάλωση: αυτή η αμφίσημη επιτέλεση ήταν ο ιός μιας σύγχυσης που προσέβαλε κάθε φάση της δίκης.
Για όποιον παρακολουθούσε τη δίκη, κάποια πράγματα ήταν εξαρχής δεδομένα αν και δεν διατυπώνονταν ευθέως: οι δικαστές ανησυχούσαν για την ασφάλεια και την εικόνα τους (οι τοίχοι της ιδιωτικής τους αίθουσας ήταν λεπτοί, πολλές από τις σκέψεις τους διέρρεαν λόγω της κακής μόνωσης). Οι μάρτυρες ανέβαζαν πίεση ή ανέβαλλαν την εμφάνισή τους όσο τους το επέτρεπε η ανοχή του δικαστηρίου· δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσουν τις πρωτεϊκές διαθέσεις του συνηγόρου της κατηγορούμενης, που μέσα σε δευτερόλεπτα μεταπηδούσαν από το «Το φάγατε το παιδί!» στο «Είστε άρτια επιστήμων, το αναγνωρίζω». Οι δημοσιογράφοι, με «ψείρες» στα αυτιά και έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να βγουν από την αίθουσα για μια ζωντανή σύνδεση, αναζητούσαν διαρκώς μια ευπώλητη οπτική γωνία, υπό τον κίνδυνο ωστόσο να τσαντίσουν τους θερμόαιμους της δίκης και να τραμπουκιστούν σωματικά ή να δεχτούν μια κουστουμαρισμένα αγοραία απειλή, του τύπου «Μη γελάς βρωμιάρη, θα σε λιώσω!». Οι τυπικοί και άτυποι παράγοντες της δίκης δημιούργησαν ένα έδαφος ιδιαίτερα ολισθηρό για την απόδοση της δικαιοσύνης, μια διαδικασία ευάλωτη σε επιρροές άσχετες με τα στοιχεία και τις αποδείξεις, αλλά πολύ σχετικές με προκατασκευασμένες εντυπώσεις και εμπάθειες. Μάθαμε πόσο καιρό θήλαζε η κατηγορούμενη· μάθαμε ότι ο σύντροφός της ήθελε να γίνει τραγουδιστής· μάθαμε ποιος απάτησε ποιον, πότε και για πόσο περίπου· μάθαμε πόσο καλή μπάλα παίζει ο συνήγορος και πώς είναι στην υγεία του. Δεν ακούσαμε όμως πού βρήκε η Πισπιρίγκου τη φονική ουσία.
«Θα σε πάρω μαζί μου»
Το θέμα της απόδειξης ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης μια κατάσταση σχετική και συγκεχυμένη. Το σκεπτικό του κατηγορητηρίου ήταν πως η Ρούλα Πισπιρίγκου δηλητηρίασε με κεταμίνη την κόρη της, Τζωρτζίνα, στο πλαίσιο ενός εκβιαστικού παιχνιδιού εξουσίας που έπαιζε εις βάρος του άντρα της. Το παιδί, σύμφωνα με αυτή τη λογική, ήταν ένας μοχλός πίεσης ώστε ο Μάνος Δασκαλάκης να μένει κοντά στην κατηγορούμενη όποτε εκείνη το ήθελε, και να τιμωρείται όταν αρνούνταν να υποταχθεί στις επιθυμίες της. «Κοίτα με, μπορώ να κλάψω», έλεγε κυνικά η κατηγορούμενη, σύμφωνα με τον πρώην σύντροφό της, όταν, στις αρχές της σχέσης τους, εξασκούσε μπροστά του την ικανότητά της στη χειραγώγηση. Ο μοχλός της πίεσης, βέβαια, κάποια στιγμή έσπασε, μόλις ο ανταγωνισμός του ζευγαριού έπιασε το νομοτελειακό του ταβάνι. Μετά τον θάνατο της Τζωρτζίνας, η γλώσσα του εκβιασμού φέρεται να άλλαξε: «Αν με κατηγορήσουν για κάτι, θα σε πάρω μαζί μου». Στην αίθουσα διαβάστηκαν άπειρα ερωτικά και εχθρικά μηνύματα τυπωμένα σε κόλλες Α4, μπόλικες Greeklish εκφράσεις του γραπτού λόγου αποδόθηκαν προφορικά όπως όπως, emojis ερμηνεύθηκαν από τους δικηγόρους κάθε πλευράς εν μέσω χάχανων, σε μια προσπάθεια να δοθεί συνεκτική μορφή στην ομιχλώδη κι αντιφατική σχέση του ζεύγους. Αυτό που γέννησαν, όμως, οι καταδύσεις στα ενδότερα ενός προβληματικού γάμου δεν ήταν τα πειστήρια ενός εγκλήματος, αλλά οι λεπτομέρειες μιας σαπουνόπερας.
Για την έδρα, οι μαρτυρίες περί συζυγικής απιστίας και κλοπής σπέρματος με σκοπό τα μάγια, ήταν ενδεικτικές της ηθικής ποιότητας της Πισπιρίγκου. Οπως ακούστηκε στην αίθουσα, άλλωστε, μια μέρα που ο σύντροφός της δεν γύρισε στο σπίτι την προσδοκώμενη ώρα, η κατηγορούμενη «πήγε στη χαρτορίχτρα και ζήτησε τα λεφτά της πίσω». Πόσο σχετικές ήταν όμως οι πληροφορίες αυτές με το έγκλημα; Σε πολλές περιπτώσεις, το σκάλισμα του παρελθόντος της κατηγορούμενης έμοιαζε με μηχανισμό ενοχοποίησης, καλολαδωμένο μάλιστα με μισογυνικά λιπαντικά: γιατί την απασχολούσε αν ο άντρας της φορούσε βέρα, ενώ το παιδί της ήταν στο νοσοκομείο; Γιατί δεν ήταν όσο ταραγμένη οφείλει να είναι μια μητέρα, όταν το παιδί της έπαθε ανακοπή στο Καραμανδάνειο; Μέχρι και η υπεράσπιση απέτυχε να αντισταθεί στη σεξιστική αποτίμηση της κατηγορούμενης: «Δεν ήταν η εντολέας μου καμιά σουρτούκω να γυρνάει αποδώ κι αποκεί, κυρία πρόεδρε!». Σε ένα μεγάλο μέρος της δίκης, η κατηγορούμενη δεν δικάστηκε για κάποια ποινικώς κολάσιμη πράξη, αλλά για το αν πείθει ως καλό κορίτσι και καλή «μανούλα».
Διαγνώσεις και δάκρυα
Οι γιατροί που παρέλασαν από την αίθουσα ως μάρτυρες –παιδίατροι, νευρολόγοι, καρδιολόγοι και άλλοι– επέμειναν ότι η Τζωρτζίνα δεν ήταν άρρωστη, τουλάχιστον όχι όσο θα έπρεπε, ώστε η κατάληξή της να δικαιολογείται κλινικά. Επικαλούμενοι εξετάσεις και αντικειμενικά δεδομένα, δήλωσαν ομόφωνα πως κανένα στοιχείο απ’ όσα είχαν στη διάθεσή τους δεν περιέγραφε ένα ετοιμοθάνατο παιδί. Σε ό,τι αφορά την κεταμίνη, οι περισσότεροι έδειξαν μια παράδοξη για την επιστημονική τους ιδιότητα απροθυμία να τη σχολιάσουν, ενώ όσοι παραδέχτηκαν ότι γνωρίζουν την ουσία απέκλεισαν το ενδεχόμενο να έκανε χρήση της κάποιος γιατρός. Οπως δήλωσε άλλωστε και ο αναισθησιολόγος που επανέφερε την Τζωρτζίνα στη ζωή μετά την απόπειρα δηλητηρίασής της, δεν υπήρχε ιατρικός λόγος να χρησιμοποιηθεί κεταμίνη από κάποιον γιατρό κατά την ανάνηψη, έστω κατά λάθος (όπως η υπεράσπιση άφησε να εννοηθεί)· μία κατεσταλμένη ασθενής δεν χρειάζεται ένα βαρύ κατασταλτικό φάρμακο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι γιατροί κάνουν τα απολύτως αναγκαία για να κρατήσουν τον ασθενή στη ζωή – δεν πραγματοποιούν πειράματα, ούτε παρεκκλίνουν από το πρωτόκολλο. «Δεν μπορώ να σας περιγράψω την ένταση και το στρες της στιγμής», πρόσθεσε συγκινημένος ο ίδιος γιατρός, φέρνοντας δάκρυα και στα μάτια της προέδρου. Σαν από στρατηγικό αυτοματισμό, σε εκείνο το σημείο δάκρυσε και η κατηγορούμενη.
Το πιο καθοριστικό στοιχείο του φερόμενου ως τελεσθέντος εγκλήματος, λοιπόν, κατά τη διάρκεια της δίκης λειτούργησε ως άυλο μπαλάκι που η μία πλευρά πετούσε στην άλλη, χωρίς καμία να μπορεί να το πιάσει στα χέρια της για να το φωτίσει. Η Πισπιρίγκου καταδικάστηκε για τη φονική χρήση μιας ουσίας, η οποία αιωρείται πάνω από τη δίκη περίπου σαν φάντασμα. Τη θέση της απόδειξης κατέλαβε η επίκριση: δεν σταματήσαμε να ακούμε πόσο ζηλιάρα ήταν η κατηγορούμενη, πόσο ανισόρροπη, πόσο αφύσικη σε όλα της. Μπορεί και να ήταν, όντως. Αυτό μας νοιάζει όμως;
Η θέση της υπεράσπισης ήταν εξαρχής πως ο θάνατος της Τζωρτζίνας οφείλεται σε ιατρικό λάθος, όχι κατ’ ανάγκην λόγω της χρήσης κεταμίνης, αλλά λόγω μιας ευρύτερης και παρατεταμένης αμέλειας από την πλευρά των γιατρών. «Θα έπρεπε να ντρέπεστε που κατηγορείτε μια αθώα και φτωχή γυναίκα» άκουσαν κάμποσοι γιατροί ενώ προσπαθούσαν να ανακαλέσουν βήμα βήμα τη συνάντησή τους με την Τζωρτζίνα και τη μητέρα της. Hταν αναμενόμενο, έτσι, πως η δίκη θα μετατρεπόταν σε διαζευκτική αντιπαράθεση: ποιος σκότωσε το παιδί, η μάνα του ή οι γιατροί του; Πάνω σ’ αυτήν τη διαλεκτική πλατφόρμα, για περισσότερο από ένα χρόνο, γιατροί που είδαν την Τζωρτζίνα έστω και για μερικά λεπτά κλήθηκαν να αποδείξουν στο ακροατήριο ότι δεν είναι ελέφαντες. Ακριβώς όπως η Ρούλα Πισπιρίγκου κρίθηκε επί τη βάσει γνωρισμάτων πέρα από τον έλεγχό της (πόσο εύκολα συγκινείται ή ταράζεται, για παράδειγμα), έτσι και οι γιατροί που κατέθεσαν ως μάρτυρες κρίθηκαν για τις λεπτομέρειες που είχαν συγκρατήσει στη μνήμη τους από ένα περιστατικό δύο ετών και από τις πληροφορίες που παρέθεσαν για ζητήματα πέραν της ειδικότητάς τους. Ατελείωτες ώρες εξέτασης, ευτράπελα περιστατικά (αλλοδαποί μάρτυρες στο έλεος της ανικανότητας ενός διερμηνέα που δεν γνώριζε ελληνικά), μηνύσεις και προσωπικές προσβολές (μέχρι και υπόνοιες για εμπόριο οργάνων αφέθηκαν), οδήγησαν σε ένα πληθωρικό κενό. Μερικές φορές, η Πισπιρίγκου γελούσε με αυτά που άκουγε· άλλες, σχημάτιζε με τα χείλη της σιωπηλές συλλαβές ύβρεων.
Κανείς δεν εξεπλάγη
Κάποιοι λένε ότι το περίμενε. Η Πισπιρίγκου δεν εξεπλάγη όταν ανακοινώθηκε η πρωτόδικη καταδίκη της, ίσα ίσα, ήταν όσο συγκροτημένη χρειαζόταν ώστε να μιλήσει στην πρόεδρο σε τόνο ψύχραιμα εριστικό – σαν να της φύλαγε από καιρό μια μικροπράξη αψηφισιάς χωρίς τον φόβο των αντιποίνων. Ούτε ο συνήγορος εξεπλάγη, αν και ισχυρίστηκε το αντίθετο. Στις μετρημένες δηλώσεις του μετά το πέρας της συνεδρίασης έκανε βέβαια λόγο για «δικαστικό σκάνδαλο», αλλά χωρίς τις κορώνες που συνήθιζε τον τελευταίο χρόνο να επιφυλάσσει σε κάθε αντιφρονούντα, για ψύλλου πήδημα. Ο πατέρας του αδικοχαμένου παιδιού, από την άλλη, ακούγεται πως νιώθει δικαιωμένος. Σε τι έγκειται η δικαίωση, αλήθεια; Στην επικύρωση της ενοχής μιας γυναίκας, την εγκληματική ταυτότητα της οποίας ανακάλυψε ως διά μαγείας όταν της ασκήθηκε ποινική δίωξη; Πάντως, ούτε κι αυτός εξεπλάγη. Μαζί με αυτόν, τα πλήθη που πριν από δύο χρόνια εκδήλωναν βροντοφώνως τον αποτροπιασμό τους για το έγκλημα, υποδέχτηκαν την απόφαση με απόλυτη ψυχική ηρεμία. Ούτε εκστατική ανακούφιση, ούτε χαρά, ούτε εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης προς τη Δικαιοσύνη, όπως συνηθίζεται σε υποθέσεις κοινωνικά ερεθιστικές, παρατηρήθηκαν. Τι συνέβη;
Η Ρούλα Πισπιρίγκου, πρωτόδικα ένοχη πλέον για απόπειρα ανθρωποκτονίας και για τετελεσμένη ανθρωποκτονία, κατά κάποιον τρόπο δικάστηκε κοινωνικά πριν δικαστεί τυπικά. Πάνω- κάτω, αυτό συνέβη. Ποιος τέλεσε το έγκλημα; Η κατηγορούμενη το τέλεσε. Η Δικαιοσύνη, σε αυτό το στάδιο, αυτό λέει. Πόσο δίκαια δικάζεται όμως αυτός που δικάζεται από δέκα εκατομμύρια δικαστές;