Kathimerini.gr
Λίνα Γιάνναρου
Ήταν 29 Νοεμβρίου του ’23, μια μέρα βροχερή, και στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών η κίνηση ήταν αναπάντεχα περιορισμένη. Πού ήταν οι ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις; Πού ήταν οι κάμερες και τα συνεργεία να καταγράψουν τη συνέχιση της απολογίας της γυναίκας που φέρεται να έχει διαπράξει το ειδεχθέστερο έγκλημα στα ελληνικά χρονικά;
Ενιωθες ότι κάθε μέρα όλα γίνονται λίγο χειρότερα. Σταδιακά, το μόνο που άρχισε να ενδιαφέρει ήταν αν στο δικαστήριο «κοιτάχτηκε» με τον Δασκαλάκη.
Όπως προέκυψε, όλοι ήξεραν ότι η δίκη δεν θα συνεχιζόταν λόγω της απεργίας των δικηγόρων, όλοι πλην εμού. Το δημοσιογραφικό φιάσκο θα μετριαζόταν αισθητά μετά την είσοδο στην αίθουσα της Ρούλας Πισπιρίγκου, της κατηγορουμένης αυτοπροσώπως.
Για τον αμύητο σε δικαστικά δράματα και προφανώς σε επαφές με φερόμενους ως παιδοκτόνους ήταν μια σκηνή βγαλμένη από ταινία. Η κατηγορουμένη, με σκούρα ενδυμασία, φορώντας τη μάσκα της και χειροπέδες, μπήκε συνοδεία αστυνομικών και πήρε τη θέση της πίσω από το εδώλιο. Κοίταξα γύρω να δω αν κόπηκε το αίμα και άλλων από τους λιγοστούς παρισταμένους, αλλά όχι, όλοι παρέμεναν απορροφημένοι στα κινητά ή στα «πηγαδάκια» τους. Εμεινα να παρατηρώ τη μικροσκοπική γυναίκα, τα μαλλιά της, τις κινήσεις της, το πώς συνομιλούσε με τους δικηγόρους της. Ηταν «κανονική», αν ευσταθεί τέτοιος χαρακτηρισμός. Μια κανονική γυναίκα, χωρίς τίποτα το αποκρουστικό, που έκανε small talk. Κάποια στιγμή μάλιστα γέλασε κιόλας.
«Πώς είναι δυνατόν»
Πώς γίνεται; Μάλλον η φρίκη συνηθίζεται ακόμη κι αν την έχεις προκαλέσει ο ίδιος. Δύο χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που η 35χρονη σήμερα γυναίκα έφθασε για πρώτη φορά στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων με ισχυρή αστυνομική δύναμη και φορώντας αλεξίσφαιρο, λαμβάνοντας προθεσμία για να απολογηθεί. Το προηγούμενο βράδυ στη ΓΑΔΑ ήταν σκεπτική και επαναλάμβανε «πώς είναι δυνατόν να σκότωσα εγώ τα παιδιά μου;».
Τότε το ίδιο επαναλαμβάναμε όλοι. Πώς είναι δυνατόν μια μαμά να σκοτώσει τα τρία της παιδιά; Δεν το χωρούσε το μυαλό. Οι πιο θερμοκέφαλοι θέλησαν να διατρανώσουν τον αποτροπιασμό τους με συγκεντρώσεις έξω από το σπίτι της οικογένειας στην Πάτρα. Στα παντζούρια γράφτηκε «θάνατος στους παιδοκτόνους», άλλοι χτυπούσαν τις πόρτες και φώναζαν συνθήματα –«κρεμάστε την»–, κάποιοι έβγαζαν σέλφι με φόντο την πολυκατοικία. Ο κίνδυνος λιντσαρίσματος οικείων της Πισπιρίγκου ήταν παραπάνω από ορατός και το κακό αποφεύχθηκε στο τσακ. Το τεκμήριο της αθωότητας είχε κουρελιαστεί με ευθύνη όλων.
Ηταν πρωτοφανείς εικόνες, καταστάσεις. Ο ένας μετά τον άλλο οι δικηγόροι της παραιτούνταν από την υπεράσπισή της. Ενιωθες ότι κάθε μέρα σπάει ένα ρεκόρ, ότι κάθε μέρα όλα γίνονται λίγο χειρότερα.
Στα δύο χρόνια που ακολούθησαν, καταναλώσαμε τόνους ειδησεογραφίας για την υπόθεση, πληροφορίες επί πληροφοριών για την Τζωρτζίνα, την Ιριδα, τη Μαλένα, την κεταμίνη, τη σπιτονοικοκυρά, το τάμπλετ, την καταγγελία για κακοποίηση της Τζωρτζίνας που έπεσε στο κενό, την πρώτη απόπειρα δολοφονίας της που απέτυχε, καθιστώντας το άτυχο κοριτσάκι παραπληγικό, έρμαιο μιας μάνας σε δολοφονική παράκρουση στο Νοσοκομείο Παίδων.
Μάθαμε το σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου, μια μορφή κακοποίησης στην οποία ο «φροντιστής», συνήθως η μητέρα, «σκοπίμως προκαλεί (ή παραπλανητικώς αναφέρει στους γιατρούς) συμπτώματα ασθένειας στο πρόσωπο το οποίο φροντίζει έτσι ώστε το τελευταίο να λάβει ιατρική βοήθεια η οποία, με κάποιο τρόπο, προσφέρει ικανοποίηση στον προκαλούντα αυτήν τη σωματικώς και ψυχικώς παθογενή κατάσταση». Κάναμε βουτιά σε ένα νοσούντα ψυχισμό. (Το σύνδρομο πάντως, σύμφωνα με τους ειδικούς, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη συγκρότησης ψυχιατρικής νόσου που μπορεί να θεμελιώσει ακαταλόγιστο ή μειωμένο καταλογισμό.)
Κάθε νέο στοιχείο «μαδιόταν» στις οθόνες μέχρι που έχανε την αξία του. Σταδιακά, το μόνο που άρχισε να ενδιαφέρει ήταν αν στο δικαστήριο «κοιτάχτηκαν» η Πισπιρίγκου με τον Δασκαλάκη, τι γίνεται με τη σχέση τους. Ο θάνατος των τριών παιδιών άρχισε να γίνεται το φόντο ενός σίριαλ, το backstory, ίσως η μεγαλύτερη ύβρις που έχει ποτέ διαπραχθεί.
Κι εμείς; Εμείς συνηθίσαμε. Επί δύο χρόνια δηλητηριαζόμαστε καθημερινά με μικροδόσεις τοξικότητας. Αναπτύξαμε ανοχή στο δηλητήριο.