Kathimerini.gr
Η ομάδα εργασίας του Εθνικού Παρατηρητηρίου Δασικών Πυρκαγιών, που λειτουργεί από το 2016, κάθε χρόνο κάνει την ίδια ευχή: «να έχουμε ένα ήρεμο καλοκαίρι. Δυστυχώς, ειδικά φέτος, η ευχή μας δεν υλοποιήθηκε». Όπως σχολιάζει ο καθηγητής του ΑΠΘ και επιστημονικός υπεύθυνος του ΕΠαΔαΠ κύριος Ιωάννης Γήτας, οι αριθμοί που έχει καταγράψει η ομάδα του είναι αποθαρρυντικοί καθώς οι καμένες εκτάσεις για τις περιοχές Φυλής του Νομού Αττικής και Αλεξανδρούπολης του Νομού Έβρου μέχρι τις 12 μ.μ. (23/08/2023) ξεπερνούν τα 50.000 και 617.000 στρέμματα αντίστοιχα.
Πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Έβρου έχουν καεί 261.000 στρέμματα δάσους και 250.000 στρέμματα θαμνωδών εκτάσεων τα οποία αντιστοιχούν σε 42% και 40% της συνολικής καμένης έκτασης. «Σκεφτείτε μόνο ότι στην καταστροφική πυρκαγιά του 2021 στη Βόρεια Εύβοια είχαμε λιγότερα καμένα στρέμματα, ήταν 500.000. Η φετινή φωτιά της Αλεξανδρούπολης είναι όπως όλα δείχνουν η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Βέβαια να σημειώσουμε ότι έχει χαρτογραφηθεί πρόχειρα από δορυφόρους με μικρή διακριτική ικανότητα (ευκρίνεια), οπότε μάλλον θα αναθεωρηθεί ελαφρώς προς τα κάτω όταν γίνει η τελική χαρτογράφηση». Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου επιπλέον έχουν καεί και 97.000 στρέμματα γεωργικών εκτάσεων (αντιστοιχούν στο 16%), 3.535 στρέμματα βιομηχανικής ζώνης, 3.396 στρέμματα υγροτόπων, 2.189 στρέμματα λιβαδικών εκτάσεων (λιβάδια), 471 στρέμματα ορυχείων και λοιπών επιφανειών και τέλος 170 στρέμματα αστικού ιστού.
Πάρνηθα: Ενα δάσος που καίγεται συχνά χάνει την ικανότητά του να αναπαραχθεί φυσικά
Αντίστοιχα, από την πυρκαγιά στην περιοχή της Φυλής στην Πάρνηθα έχουν πληγεί 28.000 στρέμματα θαμνωδών εκτάσεων και 12.000 στρέμματα δασών τα οποία αντιστοιχούσαν στο 56% και 24% αντίστοιχα της συνολικής καμένης έκτασης. Ο κύριος Γήτας διευκρινίζει ότι «από δασολογική άποψη είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όταν ολοκληρωθεί το έργο της κατάσβεσης και μπορέσουμε να έχουμε ξεκάθαρη τελική εικόνα, να ελέγξουμε το ποσοστό επικάλυψης με τη μεγάλη πυρκαγιά του 2007. Ένα δάσος που καίγεται συχνά, δηλαδή κάθε 10-15 χρόνια, χάνει την ικανότητά που έχει να αναπαραχθεί με φυσική αναγέννηση και χρήζει ειδικής διαχείρισης ώστε να μπορέσει να επανέλθει. Οπότε είναι σημαντικό να έχουμε πλήρη εικόνα της κατάστασης». Επιπλέον στην περιοχή της Φυλής Αττικής κάηκαν 2.442 στρέμματα βιομηχανικής ζώνης, 2.929 στρέμματα λιβαδικών εκτάσεων, 1.699 στρέμματα γεωργικών εκτάσεων, 1.339 στρέμματα αραιής ή καθόλου βλάστησης και 1.166 στρέμματα αστικού ιστού. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέσα στις επόμενες μέρες αναμένονται καινούργιες δορυφορικές εικόνες για να γίνει ακόμη πιο λεπτομερής και πλήρης χαρτογράφηση των περιοχών που επλήγησαν από τις δύο πυρκαγιές.
Όπως σχολιάζει ο κύριος Γήτας, από το 2016 που λειτουργεί επιχειρησιακά το Παρατηρητήριο φέτος παρατηρούνται τα υψηλότερα νούμερα όσον αφορά τη συνολική καμένη έκταση της χώρας και εξηγεί πως φέτος υπήρξαν και πολλές καιρικές ιδιαιτερότητες. «Αρχικά είχαμε πολλές βροχές τον Ιούνιο με αποτέλεσμα να έχουμε πολύ πράσινη βλάστηση. Στη συνέχεια είχαμε απανωτούς καύσωνες που μετέτρεψαν αυτή τη βλάστηση σε καύσιμη ύλη. Σε συνδυασμό με τους δυνατούς ανέμους του Ιουλίου και του Αυγούστου δημιουργήθηκε ένας εκρηκτικός συνδυασμός. Ως αποτέλεσμα, οι φωτιές που δεν έσβησαν όσο ήταν ακόμα μικρές βγήκαν μέσα σε πολύ λίγο χρόνο εκτός ελέγχου».
Χωρίς δασική υπηρεσία δεν θα υπάρχουν δάση
Όπως εξηγεί στην «Κ» ο κύριος Γήτας, το Παρατηρητήριο χαρτογραφεί τις καμένες εκτάσεις και στη συνέχεια τις αποστέλλει τόσο στην κεντρική Δασική Υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όσο και στα τοπικά Δασαρχεία. «Με αυτόν τρόπο βοηθάμε τα υποστελεχωμένα Δασαρχεία να ανταποκριθούν καλύτερα στο έργο τους και να κηρύξουν τις καμένες εκτάσεις ως αναδασωτέες εντός της χρονικής περιόδου που απαιτεί ο νόμος». Η χαρτογράφηση γίνεται με την αξιοποίηση διαφόρων δορυφορικών δεδομένων από Ευρωπαϊκούς και Αμερικανικούς δορυφόρους και καλύπτει κυρίως πυρκαγιές μεσαίας και μεγάλης έκτασης. Σε περιπτώσεις όμως που οι πυρκαγιές έχουν λάβει χώρα σε απομακρυσμένες ή δύσβατες περιοχές υπάρχει η δυνατότητα χαρτογράφησης και μικρών πυρκαγιών, μετά από αίτημα του τοπικού δασαρχείου. Όσον αφορά το κομμάτι της πρόληψης των πυρκαγιών ο κύριος Γήτας σχολιάζει ότι «το θεσμικό πλαίσιο αρμοδιοτήτων πρόληψης και καταστολής των πυρκαγιών μεταξύ πυροσβεστικού σώματος, δασικής υπηρεσίας, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλων φορέων, στην παρούσα μορφή, δημιουργεί σύγχυση ως προς τα καθήκοντα κάθε φορέα». Επιπλέον, επισημαίνει την έλλειψη προσωπικού που παρατηρείται στη Δασική Υπηρεσία. «Χρόνο με τον χρόνο παρατηρούμε πως αριθμητικά αυτοί οι άνθρωποι μειώνονται και πως όσοι έχουν μείνει δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες της αποδυναμωμένης Υπηρεσίας τους. Αν θέλουμε ως κοινωνία να σώσουμε τον δασικό πλούτο της χώρας και να τον παραδώσουμε στις επόμενες γενιές θα πρέπει να στηρίξουμε τη δημιουργία μιας σύγχρονης, στελεχωμένης και λειτουργικής δασικής υπηρεσίας. Αλλιώς δεν θα έχουμε δάση».
*Η ομάδα εργασίας του Εθνικoύ Παρατηρητηρίου Δασικών Πυρκαγιών αποτελείται από τους/τις: Κωνσταντίνο Αντωνιάδη, Νίκο Γεωργόπουλο, Μιχάλη Σισμάνη, Δημήτρη Σταυρακούδη, Αργύρη Λεφάκη, Έλενα Γκουντή και Αλεξάνδρα Στεφανίδου, με επιστημονικά υπεύθυνο τον κ. Ιωάννη Γήτα, Καθηγητή ΑΠΘ.