Την ελπίδα του ότι μετά τις εκλογές στην Τουρκία, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, θα μπορούσαν να επικρατήσουν συνθήκες που ίσως επιτρέψουν να βελτιωθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εκφράζει με συνέντευξή του στην «Κ» ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος ∆ένδιας. Σημειώνει, ωστόσο, ότι τα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν μπορεί να εξαφανιστούν ως διά μαγείας, ακόμα και αν το 2023 αλλάξει ο πρόεδρος της Τουρκίας. Επισημαίνει, μάλιστα, τη συστημική διείσδυση της ακροδεξιάς και εθνικιστικής ρητορικής στο επίκεντρο της τουρκικής πολιτικής σκηνής. Ο υπουργός Εξωτερικών κάνει και έναν συνολικό απολογισμό της τριετούς παρουσίας του στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ενώ αναφερόμενος στις σχέσεις με τη Ρωσία υπογραμμίζει ότι η διάρρηξή τους δεν αποτελεί ελληνική επιλογή, τονίζοντας, μάλιστα, τις προσπάθειες που ο ίδιος είχε κάνει για τη βελτίωσή τους πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
– Έχουν περάσει πέντε μήνες από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Δεν διαφαίνεται σύντομος τερματισμός των εχθροπραξιών. Παράλληλα αυξάνεται η πίεση στους Ευρωπαίους πολίτες. Η Ελλάδα πήρε σαφή θέση. Μήπως, όμως, επικρατούν δεύτερες σκέψεις; Μήπως η διάρρηξη των σχέσεων με τη Ρωσία αποβεί εις βάρος μας;
– Κύριε Νέδο, σας ευχαριστώ για την ερώτηση αυτή. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι σαφής. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανέτρεψε τα δεδομένα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου στην Ευρώπη, αλλά και ευρύτερα. Πλέον, δυστυχώς, βρισκόμαστε μπροστά στη δημιουργία μιας νέας «σιδηράς κουρτίνας», η οποία χωρίζει την Ευρώπη, για να μου επιτρέψετε να παραφράσω τη γνωστή ρήση του Ουίνστον Τσώρτσιλ. Η ουσιαστική διαφορά με την εποχή εκείνη είναι ότι δεν πρόκειται για έναν ιδεολογικό διχασμό, αλλά για έναν διχασμό αρχών και αξιών. Από τη μία πλευρά έχουμε τις χώρες που ασπάζονται αρχές όπως ο σεβασμός στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο, την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία όλων των κρατών, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη ∆ημοκρατία. Και από την άλλη, χώρες που βεβαίως είτε δεν ασπάζονται τις θέσεις αυτές, είτε τηρούν επαμφοτερίζουσα στάση.
Η θέση της Ελλάδας ήταν και παραμένει σαφής. ∆εν κάνουμε εκπτώσεις στις αρχές πάνω στις οποίες έχουμε οικοδομήσει την πολιτική μας. Το ίδιο πράττει και το σύνολο των κρατών-μελών της E.E. Και αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα βαρύ τίμημα για την πολιτική αυτή. Αλλά το τίμημα που θα πληρώναμε θα ήταν πολύ βαρύτερο εάν δεν είχαμε τηρήσει αυτή τη στάση αρχής. Επειδή, όμως, αναφερθήκατε στη Ρωσία, επιτρέψτε μου να κάνω τρεις παρατηρήσεις.
Πρώτον. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατέβαλα μεγάλες προσπάθειες για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων με τη Ρωσία. ∆υστυχώς, όμως, οι σχέσεις αυτές έχουν διαρραγεί, αλλά όχι με δική μας υπαιτιότητα.
∆εύτερον. Η Ελλάδα ανέκαθεν στήριζε τη συμμετοχή της Ρωσίας σε ένα «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι», για να δανειστώ τη φράση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Πιστεύουμε ότι η Ρωσία πρέπει να αποτελεί μέρος και μέλος της Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Ασφαλείας. Αλλά σεβόμενη τους θεμελιώδεις κανόνες, κάτι που δεν ισχύει σήμερα.
Τρίτον. Η Ελλάδα έχει παραδοσιακούς ιστορικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Η Ρωσία είναι η πατρίδα συγγραφέων, ποιητών και μουσουργών παγκοσμίου εμβέλειας. ∆εν θα σταματήσουμε να διαβάζουμε Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Μαγιακόφσκι ή να ακούμε Τσαϊκόφσκι και Προκόφιεφ λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.
Διαβάστε τη συνέντευξη στο Βασίλη Νέδο στην έντυπη έκδοση της «Κ».
Γίνετε συνδρομητής της έντυπης έκδοσης στο κινητό σας, με μια εβδομάδα δωρεάν συνδρομή.