ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

50 χρόνια οδύσσεια από τον Πρίνο στην ExxonMobil

Από τις φαντασιώσεις της χούντας ότι «η Ελλάδα κάθεται σε πετρέλαια» μέχρι τα χίλια κύματα της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα και τις έρευνες νοτίως της Κρήτης

Kathimerini.gr

Παύλος Παπαδόπουλος 

Τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης που συμπληρώνονται τον Ιούλιο, υπολείπονται ελάχιστους μήνες του μισού αιώνα προσδοκιών εύρεσης πετρελαίου στις ελληνικές θάλασσες, που ήδη συμπληρώθηκαν στα τέλη του 2023. Συγκεκριμένα, το φθινόπωρο του 1973 ωρίμασαν σχέδια που είχαν εκκίνηση το 1960, καθώς και έρευνες που ξεκίνησαν το 1969, έπειτα από την υπογραφή σχετικής συμφωνίας ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση υπό τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο και την αμερικανική εταιρεία Oceanic Explorations (η οποία διατηρεί άθικτα έως σήμερα δικαιώματα πραγματοποίησης ερευνών στο Β. Αιγαίο). Στις τάξεις των κυβερνώντων επικρατούσε κλίμα αισιοδοξίας, έστω κι αν η σύσταση του πετρελαίου ή το βάθος στο οποίο υπολογίστηκε ότι βρισκόταν (και προφανώς εξακολουθεί να βρίσκεται) αντιμετωπίζονταν ως δεδομένα δευτερεύουσας σημασίας, τόσο από τη χούντα όσο και από πολλές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις.

Οι «πετρελαιο-σκεπτικιστές» πάντοτε ανέφεραν τα δύο παραπάνω δεδομένα (μεγάλο βάθος, αμφιλεγόμενη ποιότητα) ως ενδείξεις ότι ο θησαυρός θα αποδειχθεί άνθρακας, ωστόσο η Αγκυρα δεν εφησύχασε όταν έμαθε ότι η Ελλάδα πραγματοποιούσε γεωτρήσεις στην περιοχή του Πρίνου και έτσι έδρασε για πρώτη φορά την 1η Νοεμβρίου 1973. Πιο συγκεκριμένα, παραχώρησε 27 άδειες αναζήτησης πετρελαίου σε ένα πεδίο που περιέκλειε σχεδόν το μισό Βόρειο Αιγαίο, μια περιοχή ανάμεσα στη Λέσβο, στη Χίο, στον Αγιο Ευστράτιο και στη Λήμνο. Ηθελε με αυτόν τον τρόπο να τονίσει ότι πέραν των χωρικών υδάτων των νήσων (6 μίλια από την ακτή), τα διεθνή ύδατα του Αιγαίου θα πρέπει να ανήκουν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική υφαλοκρηπίδα. Ή, με άλλα λόγια, η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου θα πρέπει να χωριστεί στη μέση.

Κατά συνέπεια, π.χ., οι περιοχές μεταξύ Λέσβου και Χίου, καθ’ ότι βρίσκονται πιο κοντά στην τουρκική ηπειρωτική ακτή από όσο στην ελληνική ηπειρωτική ακτή, θα πρέπει να θεωρείται ότι ανήκουν στην τουρκική υφαλοκρηπίδα (με αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, να δικαιολογούνται οι τουρκικές έρευνες). Η άποψη αυτή για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και τη μηδενική επήρεια των νησιών σε αυτή, δεν έγινε αποδεκτή από την Ελλάδα. Η Τουρκία αντέτεινε ότι αν η Αθήνα διαφωνεί τότε θα πρέπει να ακολουθήσουν διμερείς διαπραγματεύσεις προτού η Ελλάδα προχωρήσει σε οποιαδήποτε επέκταση των χωρικών υδάτων της στα 12 μίλια ή σε οποιαδήποτε έρευνα πέραν των 6 μιλίων των χωρικών υδάτων των νήσων της. Επί χούντας η Ελλάδα απέφυγε να διαπραγματευθεί. Επί δημοκρατίας επικράτησε η άποψη περί παραπομπής της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη. Στην πράξη δεν έγινε τίποτα.

Εάν η παραπάνω «σκακιέρα» σάς θυμίζει κάτι, έχετε απόλυτο δίκιο. Τίποτα δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά τα τελευταία 50 και πάνω χρόνια, αφού οποιαδήποτε ανακίνηση της υπόθεσης της υφαλοκρηπίδας δεν είναι παρά μια επανάληψη, έπειτα από την οποία το όλο ζήτημα επιστρέφει στην αρχική του μορφή. Δηλαδή, «πάγωμα» ερευνών με «αντάλλαγμα» την ηρεμία μεταξύ των δύο χωρών. Μάλιστα, η Τουρκία εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο και στην Κρήτη όσα έκανε παλαιότερα στο Βόρειο Αιγαίο για να περιορίσει τις ελληνικές έρευνες εντός χωρικών υδάτων. Ολα αυτά τα πενήντα χρόνια η διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας παραμένει ένα ζήτημα που καμία από τις δύο χώρες δεν ρισκάρει να επιλύσει (διότι καμία δεν μπορεί να υπολογίσει με βεβαιότητα ποια χώρα θα βγει περισσότερο κερδισμένη από το αποτέλεσμα μιας παραπομπής της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης).

Η κυριότερη έξαρση των προσδοκιών για πετρελαϊκά πλούτη σημειώθηκε το 1973, περίπου τρεις εβδομάδες μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου που οδήγησαν στην ανατροπή του Παπαδόπουλου και στην ανάληψη της εξουσίας από τον «αόρατο δικτάτορα» Δημήτριο Ιωαννίδη, ο οποίος εγκατέστησε στην πρωθυπουργία τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο. Στις 17 Δεκεμβρίου 1973 ανακαλύφθηκε το κοίτασμα στην περιοχή «Πρίνος 1» κοντά στη Θάσο και μέσα στους επόμενους μήνες, όταν ολοκληρώθηκε η ερευνητική επιχείρηση, η Αθήνα είχε στα χέρια της στοιχεία ότι υπάρχουν κι άλλα κοιτάσματα ακόμη καλύτερης ποιότητας.

Οπως σημειώνει ο Αλέξης Παπαχελάς στο βιβλίο του «Ενα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021), ο Ιωαννίδης ήταν ενθουσιασμένος με το κοίτασμα του Πρίνου και τις υπόλοιπες πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του και έλεγε στους συνεργάτες του: «Η Ελλάδα κάθεται πάνω σε πετρέλαια». Ολα αυτά συνέπεσαν με την πετρελαϊκή κρίση του Οκτωβρίου 1973, όταν η ενεργειακή ανασφάλεια εξαπλωνόταν παγκοσμίως. Η χούντα πίστευε ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει μεγάλες οικονομικές δυνατότητες, που όχι μόνον θα την εδραίωναν στην εξουσία για πολλά χρόνια ακόμη, αλλά και ότι η διαφαινόμενη ισχυροποίηση της χώρας θα της επέτρεπε να πραγματοποιήσει την ένωση με την Κύπρο, καταγράφοντας ούτε λίγο ούτε πολύ έναν ιστορικό άθλο.

Σημειώνεται πως ήδη από τον Απρίλιο του 1974 η Αγκυρα ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε έρευνες για πετρέλαιο δυτικά της Λήμνου, ενώ τον Ιούνιο έστειλε στο Αιγαίο το υδρογραφικό «Τσανταρλί» συνοδεία 37 πολεμικών σκαφών. Μερικά από αυτά τα σκάφη βρίσκονταν καθ’ οδόν προκειμένου να πάρουν μέρος σε μια διμερή νατοϊκή άσκηση με την ονομασία «Καλή φιλία». Με άλλα λόγια, μέσα στο 1974 η ένταση και η αμοιβαία καχυποψία σιγόβραζαν στο Αιγαίο, αλλά τελικά η κρίση εκδηλώθηκε στην Κύπρο.

Η ανακάλυψη της Χάγης

Στις αρχές του 1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρότεινε στην Αγκυρα την από κοινού παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία αρχικά δέχθηκε, αλλά στη συνέχεια υπαναχώρησε. Τον Αύγουστο του 1976 οι Τούρκοι, έχοντας πληροφορίες για ελληνικές έρευνες, έστειλαν στο Αιγαίο το «Σισμίκ Ι» (που έγινε γνωστό ως «Χόρα») μεταξύ Λήμνου και Λέσβου. Ο Καραμανλής συμφώνησε με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ντεμιρέλ στο Πρωτόκολλο της Βέρνης, βάσει του οποίου οι δύο χώρες δεν θα προχωρήσουν σε έρευνες σε περιοχές οι οποίες «θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα».

Το 1987 το ελληνικό κράτος αποφασίζει την αγορά μεριδίων ξένων εταιρειών της Κοινοπραξίας Βορείου Αιγαίου. Ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα ρωτάει το ΥΠΕΞ αν η Ελλάδα πρόκειται να προχωρήσει σε έρευνες. Η απάντηση του υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Καψή είναι ότι η Ελλάδα έχει δικαίωμα να κάνει όσες έρευνες θέλει. Οι Τούρκοι ερμήνευσαν την απάντηση ως «σήμα» επικείμενων ερευνών, με αποτέλεσμα το υδρογραφικό «Πίρι Ρέις» συνοδεία πέντε πολεμικών να φτάσει έως τα ανοιχτά της Χαλκιδικής. Στη συνέχεια επέστρεψε στον Μαρμαρά περιμένοντας οδηγίες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κλείνει για μία ημέρα την αμερικανική βάση στο Ελληνικό και εμφανίζεται αποφασισμένος να βυθίσει το «Πίρι Ρέις» αν επιστρέψει. Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα, Εντμουντ Κίλι, διαβεβαιώνει την Αγκυρα ότι δεν σχεδιάζονται ελληνικές έρευνες και το «Πίρι Ρέις» δεν επιστρέφει.

Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και Κωνσταντίνος Καραμανλής υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Βέρνης τον Νοέμβριο του 1976. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου η Αγκυρα είχε στείλει το «Σισμίκ Ι» (που έμεινε γνωστό ως «Χόρα») μεταξύ Λήμνου και Λέσβου.

Τον Φεβρουάριο του 1988, στο Νταβός, ο Παπανδρέου και ο Τούρκος πρόεδρος Τουργκούτ Οζάλ συμφωνούν στο δόγμα «μη πόλεμος». Ο «μη πόλεμος» αποκτά περιεχόμενο με το μνημόνιο της Βουλιαγμένης (Μάιος 1988) και το μνημόνιο της Κωνσταντινούπολης (Σεπτέμβριος 1988), με τα οποία οι υπουργοί Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας και Μεσούτ Γιλμάζ ουσιαστικά «φρεσκάρουν» τη Βέρνη. Το ρεζουμέ ήταν ότι οι δύο χώρες δεν θα πραγματοποιούν έρευνες στο Αιγαίο πέρα από τα 6 μίλια των χωρικών υδάτων.

Στις 23 Ιανουαρίου 1995 συζητείται στη Βουλή (και στις 8 Φεβρουαρίου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) ο νόμος 2289 που κατέθεσε ο υπουργός Βιομηχανίας Κώστας Σημίτης με τίτλο «Αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων». Τρεις ημέρες μετά, στις 26 Ιανουαρίου 1995, εισάγεται στη Βουλή η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, γνωστή ως σύμβαση του Montego Bay. Πρόκειται για την πρώτη διεθνή σύμβαση που προβλέπει ρητά ότι ένα κράτος έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα έως τα 12 μίλια.

Η σύμβαση αργεί να ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή (τελικά ψηφίζεται στις 31 Μαΐου 1995). Προτού ακόμη δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (κάτι που έγινε στις 23.6.1995 ως νόμος 2321/95), η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψηφίζει διά βοής στις 8 Ιουνίου 1995 την εξουσιοδότηση προς την τουρκική κυβέρνηση να θεωρήσει αιτία πολέμου (casus belli) οποιαδήποτε επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.

Το casus belli ανέβασε την ένταση, η οποία ξέσπασε επτά μήνες αργότερα με μια άλλη μορφή, με την κρίση των Ιμίων. Ο Κώστας Σημίτης ακολούθησε στη συνέχεια ως πρωθυπουργός μια πολιτική που περιλάμβανε την άρση του ελληνικού βέτο για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Ε.Ε. – Τουρκίας με αντάλλαγμα να αποδεχθεί η Τουρκία την παραπομπή στη Χάγη των διαφορών για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο (συμφωνία του Ελσίνκι). Το 2004 ο Κώστας Καραμανλής επέτρεψε την έναρξη ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων χωρίς παραπομπή των διαφορών στη Χάγη, διότι εκτιμούσε ότι η συμφωνία του Ελσίνκι αναγνωρίζει δικαιώματα της Τουρκίας στο Αιγαίο (έστω κι αν αυτή η αναγνώριση προφανώς έχει συμβεί ήδη με το Πρωτόκολλο της Βέρνης του Κωνσταντίνου Καραμανλή) και κυρίως ότι η Χάγη μπορεί να λάβει αποφάσεις για την υφαλοκρηπίδα που να μην μπορεί να αποδεχθεί η ελληνική Βουλή.

Το άνοιγμα στη Μεσόγειο

Στις 22.8.2011 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 4001 (νόμος Μανιάτη), που φρεσκάρει τον νόμο Σημίτη του 1995 (και με τη σειρά του έχει εμπλουτιστεί από τον πρόσφατο Ν. 4994/2022). Το 2011, με κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, η νορβηγική εταιρεία PGS πραγματοποίησε έρευνες στο Ιόνιο Πέλαγος έως την ανατολική ακτή της Κρήτης. Την ίδια εποχή, τον Σεπτέμβριο του 2011, ένα μήνα μετά τη συμφωνία της Κύπρου με την αμερικανική Noble, η Τουρκία ανέθεσε σε νορβηγικές εταιρείες να διερευνήσουν περιοχές του Νοτιοανατολικού Αιγαίου κοντά στο Καστελλόριζο, διαμηνύοντας έτσι τη θέση της ότι το Καστελλόριζο δεν έχει υφαλοκρηπίδα…

Τον Φεβρουάριο του 1988, στο Νταβός, Παπανδρέου και Οζάλ συμφωνούν στο δόγμα «μη πόλεμος» το οποίο σφραγίζεται με το μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ. Εχει προηγηθεί μερικούς μήνες νωρίτερα η πλεύση του υδρογραφικού «Πίρι Ρέις» στα ανοιχτά της Χαλκιδικής, συνοδεία πέντε πολεμικών.

Τον Νοέμβριο του 2019 η Τουρκία υπέγραψε με τη Λιβύη το τουρκολιβυκό μνημόνιο, που δεν αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα στην Κρήτη πέρα από τα χωρικά ύδατα των έξι μιλίων. Παράλληλα, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2020 το ωκεανογραφικό πλοίο «Ορούτς Ρέις» έφτασε έως 6 μίλια από το Καστελλόριζο. Ολες αυτές οι κινήσεις σηματοδοτούν μια χάραξη και συμπυκνώνονται σε έναν απλό χάρτη, τον χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας», που ουσιαστικά αποτυπώνει την τουρκική θέση ότι κανένα ελληνικό νησί, ούτε καν η Κρήτη, δεν διαθέτει υφαλοκρηπίδα και ότι υφαλοκρηπίδα διαθέτει μόνο η ελληνική ηπειρωτική ακτή, η οποία σταματάει στο μέσον του Αιγαίου.

Το 2022 η κυβέρνηση Μητσοτάκη παραχώρησε στην αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία ExxonMobil το δικαίωμα να πραγματοποιήσει έρευνες σε περιοχές νοτιοδυτικά και δυτικά της Κρήτης. Δύο χρόνια μετά, έπειτα από διαδοχικές δεσμεύσεις περιοχών νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης και την πραγματοποίηση σεισμικών ερευνών (η πιο πρόσφατη έλαβε χώρα εντός του 2024) η διαδικασία φαίνεται να έχει ωριμάσει και αναμένεται να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις σχετικά με το ενδεχόμενο πραγματοποίησης δοκιμαστικών γεωτρήσεων το 2025, αν όχι νωρίτερα. Παράλληλα, λίγοι αμφιβάλλουν αν το ακανθώδες αυτό ζήτημα βρίσκεται στο «μενού» του ελληνοτουρκικού διαλόγου του τελευταίου έτους. Θα βρεθεί, λοιπόν, δεύτερος Πρίνος, θα γίνουν επιτέλους οι γεωτρήσεις ή θα επαναληφθεί το ίδιο έργο;

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση