Του Αντρέα Γιωργαλλά
Όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ώρες με αφορμή την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας για τις οφειλές του ΑΠΟΕΛ, ύψους 2,3 εκατομμυρίων ευρώ, στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων επαναφέρουν στο προσκήνιο τη διαχρονική ανοχή του κράτους ως προς τις οφειλές των σωματείων ή αν πρέπει να μιλήσουμε με πιο σύγχρονους όρους των ποδοσφαιρικών εταιρειών. Μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις λύγιζαν μπροστά στην επιρροή και τη δύναμη των σωματείων, αφού οι οπαδοί τους μεταφράζονται σε ψηφοφόρους που δεν έπρεπε να δυσαρεστηθούν. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι η συζήτηση των διακανονισμών ή ακόμα και των διαγραφών χρεών σε κάποιες περιπτώσεις άνοιγε χρονικά κοντά σε εκλογικές διαδικασίες με τα σωματεία να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τα διαπραγματευτικά τους χαρτιά.
Η έναρξη δικαστικής διαδικασίας αλλά και οι επίσημες δηλώσεις από τον υπουργό Οικονομικών κ. Κεραυνό ότι δεν διαφοροποιείται η στάση της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο θέμα στέλνουν το μήνυμα ότι η περίοδος χάριτος για τα σωματεία έχει τελειώσει. Οι εποχές ρομαντισμού όταν τα σωματεία μας λειτουργούσαν πρώτα ως πυρήνες προώθησης του αθλητικού ιδεώδους έχουν παρέλθει προ πολλού. Τα τελευταία χρόνια τα δεδομένα έχουν αλλάξει, τα σωματεία μας λειτουργούν πρωτίστως ως εταιρείες που διαχειρίζονται εκατομμύρια ευρώ, τα όποια προέρχονται από χορηγίες, τηλεοπτικά συμβόλαια, πωλήσεις ποδοσφαιριστών, μπόνους από τη συμμετοχή σε Ευρωπαϊκούς Ομίλους ή όπως είναι τελευταία της μόδας από επενδυτές. Στην παρούσα φάση δεν εξετάζουμε από πού εισρέουν και με ποιους τρόπους τα χρήματα στα ταμεία των ομάδων αλλά το οξύμωρο της όλης κατάστασης. Όταν σχεδόν κάθε χρόνο οι ομάδες μας (κυρίως οι μεγάλες) έχουν προϋπολογισμούς εκατομμυρίων, πώς είναι δυνατόν να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις οφειλές τους που έχουν διακανονιστεί αρκετές φόρες μέσα στα χρόνια. Πώς είναι δυνατόν, όταν το κράτος θέλει τα λεφτά του, οι ομάδες να φωνασκούν ως άλλα κακομαθημένα σχολιαρόπαιδα που και καλά έχουν τιμωρεί αδίκως από τον «κακό» διευθυντή; Πώς είναι δυνατόν να προσπαθούν με επικοινωνιακά προπετάσματα καπνού, κάνοντας επίκληση στο οπαδικό συναίσθημα να στέψουν τα βλέμματα αλλού; Πώς είναι δυνατόν να μην έχουν καμιά διάθεση αυτοκριτικής και να μην αναγνωρίζουν ότι είναι η δική τους διαχρονική κακοδιαχείριση των οικονομικών που τις έφερε σε αυτό το σημείο; Και πώς είναι δυνατόν εμείς ως οπαδοί να μην έχουμε την απαίτηση όλες οι ομάδες (μέσα και η δική μας) να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει κανένας «αόρατος εχθρός», ούτε καμιά συνωμοσία που στήθηκε σε κάποια Στοά για πλήξει τη μία ή την άλλη ομάδα. Είναι απλή λογιστική, χρωστάς και πρέπει να πληρώσεις, όπως κάνει ο κάθε πολίτης και η κάθε εταιρεία και αν δεν το κάνεις πρέπει να υποστείς τις επιπτώσεις.
Η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη έχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρίας να μην υποκύψει στις πιέσεις και να πάρει μέχρι τέλους αυτή τη διαδικασία ώστε οι διαχρονικοί κακοπληρωτές να πληρώσουν μέχρι και το τελευταίο ευρώ που χρωστούν. Είναι καιρός να ακουστούν οι ψύχραιμες φωνές των οπαδών, αυτές που θα ασκήσουν κριτική στις διοικήσεις των ομάδων τους, αυτές οι φωνές που αναγνωρίζουν ότι διαχρονικά λάθη των διοικούντων έφερε τις ομάδες τους να είναι με την πλάτη στον τοίχο.