Kathimerini.gr
Μια ενδεχόμενη επικράτηση του Τζο Μπάιντεν στις προσεχείς προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, είναι πιθανό να αναδιαμορφώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Πολλοί θεωρούν μάλιστα, ότι θα προσπαθήσει να δώσει μια συνέχεια στην παρακαταθήκη που άφησε ο Μπαράκ Ομπάμα. Άλλωστε, ο ίδιος, εκείνη την περίοδο, διατελούσε αντιπρόεδρος της αμερικανικής κυβέρνησης.
Ένα από τα πρώτα πράγματα, τα οποία αναμένεται να πράξει σε περίπτωση εκλογικής νίκης, είναι να «διορθώσει» ορισμένες πολιτικές του νυν προέδρου και «αντιπάλου» του, Ντόναλντ Τραμπ. Ποιες είναι αυτές; Η βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ – Ιράν και η επαναφορά των ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισιών για την Κλιματική Αλλαγή.
Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Φίφε, αναλυτή της Argus Media, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών είναι πολύ πιθανό να επαναφέρει το καλό κλίμα στις σχέσεις με την Τεχεράνη, οι οποίες είχαν διαρραγεί το 2018, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. «Προφανώς, μια προεδρία Μπάιντεν θα στραφεί γρήγορα σ’ ένα είδος επαναπροσέγγισης με το Ιράν» σχολιάζει χαρακτηριστικά.
Αυτή τη στιγμή, οι σχέσεις Τεχεράνης – Ουάσιγκτον είναι οι χειρότερες δυνατές, καθώς πέραν της εξόδου από την πυρηνική συμφωνία, οι ΗΠΑ έχουν επιβάλλει μια σειρά κυρώσεων, πλήττοντας ιδίως τον χρυσοφόρο -για το Ιράν- πετρελαϊκό κλάδο. Περαιτέρω λάδι στη φωτιά έριξε τους προηγούμενους μήνες και η «εξόντωση» του Κασέμ Σουλεϊμανί, ανώτερου στρατιωτικού ηγέτη του Ιράν, κατά τη διάρκεια αμερικανικής επιχείρησης στη Βαγδάτη.
Την ίδια ώρα, αλλαγές αναμένονται και στην πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κλιματικής Αλλαγής. «Ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει να επαναφέρει τις ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισιών» εκτιμά ο Φίφε. Άλλωστε, πέρυσι, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών προανήγγειλε επενδύσεις, ύψους 1,7 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, στην έρευνα για «καθαρές» μορφές ενέργειας, καθώς και στην αναβάθμιση του ενεργειακού δικτύου.
Υπενθυμίζεται ότι η Συμφωνία των Παρισιών υπεγράφη τον Απρίλιο του 2016, με τη συμμετοχή των ΗΠΑ (σ.σ. επί προεδρίας Ομπάμα). Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να αποχωρήσει από τη διεθνή συμφωνία, επικαλούμενη τον κίνδυνο επιβράδυνσης της αμερικανικής ανάπτυξης λόγω των δεσμεύσεων για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Με πληροφορίες από CNBC