Ρέα Γρηγορίου
Η συνομιλία με το γήρας συντελείται σε ένα αισθητικά πολυμορφικό θεατρικό βίωμα, σε ένα θέαμα κίνησης και ακινησίας, ήχου και σιωπής, σε ένα εντυπωσιακά εικαστικό, ακραία φορμαλιστικό θέατρο. Το θέατρο του Ρόμπερτ Γουίλσον. Και στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» (1991) του Εντ. Αλμπι, ο Αμερικανός σκηνοθέτης καλλιεργεί την τέχνη του στυλιζαρίσματος των μορφών, των κινήσεων, των βλεμμάτων, των χειρονομιών και των δραματικών καταστάσεων, φιλοτεχνεί το κάδρο, στο οποίο περικλείεται η συλλεκτική παράσταση.
«Γινόμαστε μάρτυρες μιας τριγωνικής διαλεκτικής σχέσης», υπογραμμίζει ο Charles Chemin στο δραματουργικό σημείωμα του προγράμματος. Και επεξηγεί ότι η απόσταση μεταξύ των σωμάτων, η ένταση στον χώρο, αλλά και τα σχήματα που παίρνει η τριάδα των ανώνυμων θηλυκών υπάρξεων, εκφράζουν μια αυστηρά «εξελικτική γεωμετρία» της μνήμης της βασικής ηρωίδας. Η γυναίκα Α είναι μια γοητευτική γυναίκα 92 ετών, που επιμένει να λέει ότι είναι 91. Αναπολεί την ευτυχισμένη παιδική και νεανική της ηλικία, θυμάται με λύπη την απιστία του συζύγου της και την ομοφυλοφιλική ταυτότητα του θετού της γιου. Στο τέλος του βίου της, περιβάλλεται από τη γυναίκα Β (52 ετών) και τη γυναίκα Γ (26 ετών), οι οποίες σταδιακά παίρνουν τη μορφή του νεότερου εαυτού της. Η στόχευση του σκηνοθέτη είναι σαφής ως προς την ανάδυση του μεταφορικού νοήματος του έργου.
Οι τρεις ψηλές φιγούρες απεικονίζουν τις διαφορετικές ηλικίες της ίδιας γυναίκας. Τρεις κούκλες, τρεις μπαλαρίνες, τρεις στυλιζαρισμένες γυναικείες μορφές που συνομιλούν διαρκώς, εκθέτουν βιώματα, ξορκίζουν τον θάνατο, παρουσιάζουν διαφορετικές οπτικές του υπαρξιακού άγχους για τη φθορά του σώματος, αλλά στην πραγματικότητα ο ρόλος είναι ένας. Αυτή η τριπλή διάσταση του ρόλου στο έργο του Αλμπι, η συνομιλία μεταξύ των πολλαπλών ειδώλων του ίδιου δραματικού προσώπου, η σκιαγράφηση τριών πορτρέτων του ίδιου γυναικείου ρόλου, συνθέτουν ένα μεταφορικό επίπεδο που υπονομεύει διαρκώς την οποιαδήποτε ρεαλιστική συνθήκη. Με την αναγνωρίσιμη τεχνική της ολιστικής διαχείρισης του χώρου και του χρόνου, ο Γουίλσον σκηνοθετεί, σκηνογραφεί και σχεδιάζει τους φωτισμούς σε αυτό το σκηνικό αποτύπωμα των πολλαπλών αντανακλάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το πρώτο μέρος υπερβολικά αργό, το δεύτερο λιγότερο στατικό. Ο σκηνικός χώρος εντελώς αφαιρετικός με ένα «ψηλό» κρεβάτι και φωτισμούς που υποβάλλουν μια πανδαισία χρωμάτων της ανατολής και της δύσης του ηλίου, φωτοσκιάσεις που δημιουργούν τη μαγεία μιας σκηνικής ατμόσφαιρας που θυμίζει έντονα αίθουσα έργων τέχνης, γκαλερί όπου εκτίθενται τρίπτυχα γυναικείων πορτρέτων. Οι ήχοι που πλαισιώνουν την όποια δράση είναι απαλοί, παφλασμοί των κυμάτων της θάλασσας, αλλά και εκκωφαντικοί ήχοι βίαιων αστραπών της καταιγίδας που συνταράσσει το σύμπαν, ήχοι γλυκιάς μελωδίας παιδικών παιχνιδιών, αλλά και ήχοι πρωτότυπης μουσικής που συνέθεσε ο Θοδωρής Οικονόμου.
Οι «Τρεις ψηλές γυναίκες» της παράστασης ερμηνεύονται έξοχα από το δυναμικό τρίο των ηθοποιών Ρένης Πιττακή (Α), Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη (Β) και Λουκίας Μιχαλοπούλου (Γ). Παραπέμπουν έντονα σε γυναίκες της βικτωριανής εποχής, κλεισμένες στα αυστηρά ενδύματα της εποχής με κρινολίνα και φουσκωτά μανίκια, σχεδιασμένα από τη Flavia Ruggeri με έντονα χρώματα, δηλωτικά ενός συναισθηματικού φορτίου.
Τρεις κούκλες που γλιστρούν στον πάγο ή ισορροπούν ανάλαφρα στην επιφάνεια της θάλασσας με κινήσεις απαλές, σχεδόν μπαλετικές, τρεις γυναικείες μορφές απόλυτα εναρμονισμένες με την αισθητική της λευκής μάσκας συνδυασμένης με τις χάλκινες περούκες τους, άριστα σχεδιασμένες μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια από τη Manu Halligan. Τρεις ψηλές γυναικείες φιγούρες εναρμονισμένες απόλυτα με τα σχήματα, τα περιγράμματα, τις φωτοσκιάσεις, τις οπτικές εικόνες που εναλλάσσονται ως φόντο αυτής της φυσιολογικής διαδικασίας της φθοράς της ύπαρξης λόγω της γήρανσης του σώματος. Η Ρένη Πιττακή κυριάρχησε στο ερμηνευτικό τρίο, εξισορροπώντας τις αντίρροπες δυνάμεις σε αυτό το παιχνίδι των ρόλων και των ταυτοτήτων.
Ο Γουίλσον ισοπέδωσε κατά κάποιον τρόπο την ιδιαίτερη υφή των δραματικών προσώπων, όπως τουλάχιστον σκιαγραφήθηκαν από τον Αλμπι, και η Πιττακή πέτυχε με την ερμηνεία της τη διαφοροποίηση του ρόλου.
Η σκηνοθεσία ευθυγράμμισε τις φωνές και τις κινήσεις των τριών ηθοποιών. Η Πιττακή επιχείρησε τις αναγκαίες διαφυγές από τη γραμμική απόδοση του ρόλου. Η ηθοποιός αφομοίωσε πλήρως το σκηνοθετικό όραμα, ξέφυγε ωστόσο από την οριζόντια ερμηνευτική γραμμή, λειτούργησε ως τεθλασμένη υποκριτική μονάδα και ένωσε τις άλλες δύο ερμηνείες αυτού του αυστηρού γεωμετρικού τριγώνου. Συγκινητική στις στιγμές που ομολογεί την απώλεια μνήμης λόγω γεροντικής άνοιας: «Δεν μπορώ να θυμηθώ, τι δεν μπορώ να θυμηθώ!». Και τη στιγμή που εξομολογείται την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής: «Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή. Οταν όλα έχουν τελειώσει. Οταν σταματάμε. Οταν μπορούμε να σταματήσουμε».
Οταν πέφτει η αυλαία προκαλείται το ερώτημα: Η παράσταση είναι Γουίλσον ή Αλμπι; Ο Γουίλσον ισορρόπησε ανάμεσα στη μουσική και στη σιωπή, στην κίνηση και στην ακινησία. Αλλωστε για τον ίδιο, κάθε κίνηση συνεχίζεται ακόμη και όταν σταματάει. Ακόμη και στην ακινησία, ο ηθοποιός εξακολουθεί να κινείται. Ακόμη και όταν όλα είναι σιωπηλά, υπάρχει ήχος: ο ήχος της αναπνοής, ένας ήχος που δεν σταματά ποτέ, ακόμη και όταν μιλάμε.
Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.