Του Απόστολου Κουρουπάκη
Παρακολούθησα την παράσταση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Κώστα Σιλβέστρου και ομολογώ πως μετά από τρεις και πλέον ώρες παράστασης δεν βγήκα πλουσιότερος ως θεατής. Η σκηνοθεσία του Κώστα Σιλβέστρου θεωρώ ότι χάθηκε μεταξύ των λέξεων και των προθέσεων του έργου του Μπρεχτ, και γι’ αυτό θεωρώ πως δεν ευοδώθηκε το όραμά του για το ανέβασμα του έργου. Αν η σκηνοθετική θεώρηση του Σιλβέστρου είχε αφετηρία το μπρεχτικό Επικό Θέατρο, όπου η αφήγηση έχει κεντρικό ρόλο στην παράσταση και την πυροδότηση σκέψεων, μάλλον υπερέβαλε εαυτόν, παίρνοντας κατά γράμμα τον ορισμό του «επικού θεάτρου». Οπωσδήποτε αυτή η μπρεχτική θεώρηση δεν είχε προσαρμοστεί στις ανάγκες του σύγχρονου κοινού, αλλά και ούτε είχε οργανωθεί με τέτοιο τρόπο δραματουργικά ώστε να είναι χρήσιμη.
Ουδείς νομίζω πως μπορεί να αρνηθεί πως η παραγωγή του ΘΟΚ «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» ήταν μία καλή παραγωγή, ωστόσο το δραματουργικό αποτέλεσμα δεν ακολουθεί.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών σε μία τροχιά εξπρεσιονιστική, με πολλές από αυτές να κινούνται στο όριο της καρικατούρας, ήταν μεν σε ένα τέμπο, αλλά εν συνόλω δεν έφτιαχναν μία συμπαγή ομάδα. Το αποτέλεσμα ήταν να φαίνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης επί μέρους αδυναμίες στους ηθοποιούς να περάσουν διά του λόγου τους τα πάθη τους. Δυστυχώς, οι ερμηνείες των περισσοτέρων ηθοποιών δεν λειτουργούσαν υπέρ της παράστασης, ήταν κατώτερες των απαιτήσεων του ίδιου του έργου, αλλά και της λογικής του «επικού θεάτρου». Δυστυχώς και οι ερμηνείες των Σπύρου Σταυρινίδη (πρώτος θεός) και Αντώνη Κατσαρή (δεύτερος θεός) ήταν μακράν του αναμενόμενου, παρά τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές τους.
Ο απαιτητικός μπρεχτικός ρόλος της Σεν Τε / Σούι Τα χρειάζεται ισχυρή σκηνοθετική καθοδήγηση, αλλά και τεράστια υποκριτική σκευή, διότι είναι ένας ρόλος που λέει πολλά λόγια, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να δείχνει και περισσότερα απ’ όσα αφηγείται. Είναι εκ των ων ουκ άνευ η εισπήδηση –ας μου επιτραπεί η φράση– από τον ένα Τόπο στον Άλλο, από τη σύνεση και την καλοσύνη στη σκληρότητα και τον υπολογισμό, ώστε αργότερα η φράση της Σεν Τε «Μα φτάνει το άδικο να κάνω, για να είμαι δυνατός [...] Κάτι δεν πάει στον κόσμο σας καλά. Γιατί να αμείβεται η κακία;» να έχει νόημα και να λειτουργεί ως γνώση και συμμόρφωση.
Θεωρώ λοιπόν πως η σκηνή μάλλον επιβλήθηκε στη Μαρίνα Αργυρίδου (Σεν Τε / Σούι Τα), αντί να συμβεί το αντίστροφο. Η Αργυρίδου δεν κατάφερε να αποδώσει τον διχασμό των ηρώων της, η ερμηνεία της ήταν χωρίς εσωτερικές εντάσεις, χωρίς περιδίνηση, ώστε όταν άλλαζε προσωπίδα το κοινό να αναρωτιέται ενστικτωδώς πώς γίνεται ένας άνθρωπος με μία προσωπικότητα να έχει δύο όψεις.
Το σκηνικό της Μαρίζας Παρτζίλη λιτό εξυπηρετούσε την παράσταση, αν και θεωρώ πως ήταν σε δυσαρμονία με το μέγεθος της σκηνής, ιδίως όταν επρόκειτο για το καπνοπωλείο, που έκανε ωστόσο νόημα για τις στενόκοπες συνθήκες διαβίωσης των φίλων και των συγγενών της Σεν Τε). Εξαιρετικό το εικαστικό περιβάλλον στη σκηνή της συνάντησης της Σεν Τε με τον πιλότο Γιανγκ. Η μουσική στην παράσταση (Θοδωρής Οικονόμου, μουσική, Σταύρος Σταύρου, επιμέλεια στίχων τραγουδιών και Κωνσταντίνος Ανδρονίκου, μουσική διδασκαλία), που έπαιζε σημαντικό ρόλο στην παράσταση είχε τον δικό της χώρο, αν και σε περιπτώσεις το τραγουδιστικό αποτέλεσμα μάλλον την αδικούσε.
Ο κόσμος της πόλης του Σε Τσουάν στην παράσταση του ΘΟΚ μάλλον θαμπώθηκε από τις δυνατότητες παραγωγής του Οργανισμού, δίνοντας ένα αποτέλεσμα που καθιστούσε το μπρεχτικό σύμπαν περισσότερο πνιγηρό από όσο είναι. Όσο για την παράφραση του επιλόγου του ίδιου του έργου ήταν μάλλον άστοχη.