Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ένα έργο που είναι τοποθετημένο στον συντηρητικό αμερικανικό Νότο, της δεκαετίας του 1950, όπου η αυτοδιάθεση προσωπική και συλλογική ακόμα είναι κάτι το άπιαστο. Οι αμερικανικές λευκές παραδόσεις είναι κυρίαρχες, η ασφυξία όσων είναι σε οποιαδήποτε αντιπέρα όχθη υπάρχει, οι προσπάθειες ανάσας πολλές. Η «Λυσσασμένη γάτα» μιλάει για όλα αυτά, μιλάει για τον έρωτα, τον θάνατο, το συμφέρον, την ανθρώπινη μικρότητα και τις προσωπικές μικροπολιτικές.
Όλα τα παραπάνω νομίζω πως ήταν αρκετά δυσδιάκριτα στην προσέγγιση του Πάρι Ερωτοκρίτου, και νομίζω πως οι τρεισήμισι ώρες που διήρκησε η παράσταση έβαζαν τον θεατή σε πολύ δύσκολη θέση. Ο θεατής ήταν αναγκασμένος να μπαίνει συνεχώς σε νέες διαδικασίες θέασης, από τη σκηνή να μεταφέρεται στη χρήση βίντεο και της ζωντανής κινηματογράφησης, στα παρασκήνια και πάλι στη σκηνή και σε μια οθόνη, και όλα αυτά σε ένα κακοφωτισμένο τοπίο. Η όλη θεατρική εμπειρία εν τέλει γινόταν αντιθεατρική, τα επί σκηνής δρώμενα έμπαιναν σε μια άλλη διάσταση, σχεδόν ενοχλητική. Υπερβολικές και οι χρήσεις της ζωντανής μουσικής, υπερκάλυπταν τα λόγια των ηθοποιών, αλλά και την ίδια τη θεατρική πράξη, όπως όταν το συνθεσάιζερ με τους μουσικούς τοποθετήθηκε στο κέντρο της σκηνής, με αποτέλεσμα η όποια δράση στη σκηνή να μην είναι ορατή.
Ο σκηνοθέτης επέλεξε να κάνει την παράστασή του και λίγο ντοκιμαντέρ, να δώσει στοιχεία για τη δουλεία, την τηλεόραση και την εξάπλωσή της στις ΗΠΑ, να χρησιμοποιήσει σημειώσεις, που κατά τη γνώμη μου δεν προσέφεραν τίποτε στο θεατρικό αποτέλεσμα, απλώς σύγχυση και αποστασιοποίηση από τα θεατρικά δρώμενα. Όπως τίποτε δεν προσέφεραν όλες εκείνες οι εξωθεατρικές αφηγήσεις, οι οποίες επίσης λειτουργούσαν εναντίον του θεατή. Οι αναφορές στις σκηνοθετικές επιλογές, στο πώς και πότε έγιναν οι αλλαγές, και αυτές δεν αντιλήφθηκα πού χρησίμευαν.
Στο κομμάτι της υποκριτικής φαίνεται πως ο σκηνοθέτης, έχοντας ίσως δώσει μεγαλύτερη σημασία σε εξω-υποκριτικά στοιχεία, δεν παρείχε στους ηθοποιούς του τα κατάλληλα εργαλεία, ώστε να χτιστούν οι προσωπικότητες του έργου. Έτσι, κανείς από τους ηθοποιούς δεν κατάφερνε να αποδώσει με σαφήνεια τον χαρακτήρα που υποδυόταν. Η Μαρία Σκουλά ως Μάγκι στο πρώτο μέρος της παράστασης αισθανόσουν ότι υποδυόταν όχι μία γυναίκα με ανάγκες, ανασφάλειες, αμφιβολίες, και ταυτόχρονα με την ανάγκη της ύπαρξης, έστω και πάνω σε ένα καυτό τσίγκο, τουναντίον μία σχεδόν ασταθή γυναίκα, καθ’ υπερβολή υστερική, με αχρείαστη κίνηση, και σχεδόν ενοχλητική ένταση από μέρους της. Ο δε Γιώργος Κριθάρας ως Μπρικ ήταν σχεδόν ανύπαρκτος στη σκηνή, η παρουσία του έμοιαζε σχεδόν ενός βαριεστημένου προσώπου, σε καμία περίπτωση δεν ήταν ένας μέθυσος, ένα πρόσωπο μπερδεμένο, ένα πρόσωπο που ξεγελούσε τον ίδιο του τον εαυτό, που αναζητούσε καταφύγιο. Οι συγκρούσεις της Μάγκι με τον Μπρικ σχεδόν μονόλογος της πρώτης, με τον Μπρικ να μην μπορεί να παραστήσει την ανημπόρια του, τη συντριβή του, τις αδυναμίες του. Η δε Μάγκι θεωρώ θα έπρεπε να είναι γεμάτη δύναμη να θέλει να ζήσει, στην παράσταση του ΘΟΚ πάλευε απλώς να είναι παρούσα, σχεδόν παρασυρόμενη στο τέλος από τον Μπρικ.
Ο Χάρης Πισίας δεν κατάφερνε να πείσει ως Πατέρας, ως βλοσυρός γαιοκτήμονας, ως βαριεστημένος σύζυγος. Η δε σύγκρουσή του με τον Μπρικ πόρρω απείχε από αυτό που θα έλεγε κάποιος σύγκρουση κόσμων, συνηθειών και ιδεών. Η Έρικα Μπεγέτη ως μητέρα, η Μαρία Φιλίππου ως Μέι και ο Μάριος Μεττής ως Γκούπερ είχαν μία παρουσία αξιοπρεπή, χωρίς να ξεφεύγουν ωστόσο από τη θεατρική τους πεπατημένη, και έμοιαζαν σχεδόν παραπληρωματικοί, σχεδόν απόντες από την ίδια την ουσία του έργου. Ανούσια, χωρίς καθαρή γραμμή, και η παρουσία επί σκηνής των Ανδρέα Βούλγαρη ως Αιδεσιμότατου Τούκερ, που θα έπρεπε να είναι περισσότερο εμφανής, εφόσον μιλάμε για υποκρισία, ήθη που αμφισβητούνται (πέραν της σκηνής με την απογύμνωση από τα χρυσαφικά), αλλά και της Σοφίας Ιωάννου ως Δόκτωρος Μπω. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης ήταν η σιωπηλή παρουσία του Σκίπερ, ή ενός παρελθόντος, πράγμα που ούτε η Σκουλά, ούτε ο Κριθαράς μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν επί σκηνής.
Εν κατακλείδι ο Πάρις Ερωτοκρίτου αισθάνομαι ότι ξέφυγε κατά πολύ από τα σκηνοθετικά όρια που ένα τέτοιο έργο μπορεί να σηκώσει σε μία Κεντρική Σκηνή. Οι όποιοι πειραματισμοί αισθάνομαι ότι δεν πέτυχαν τον σκοπό τους, και η πολύ μεγάλη χρήση πειραματικών στοιχείων ίσως να είναι μια παράφραση του «απορία ψάλτου βηξ» ως «απορία σκηνοθέτου ιδέες». Ίσως σε μία Πειραματική Σκηνή να ανέπνεαν καλύτερα οι νεωτεριστικές ιδέες του Πάρι Ερωτοκρίτου, ο οποίος σίγουρα αφήνει σε κάθε του δουλειά συγκεκριμένη υπογραφή.
Υγ. Η χρήση της διαλέκτου σε κάποια σημεία της παράστασης δεν αντιλήφθηκα πού ωφελούσαν και σε τι εξυπηρετούσαν.
Παραστάσεις
Θέατρο ΘΟΚ, Κεντρική Σκηνή «Αίθουσα Εύης Γαβριηλίδης» κάθε Παρασκευή στις 20:00, Σάββατο στις 19:00 και Κυριακή στις 18:00.