Του Απόστολου Κουρουπάκη
Θεωρώ πως η ενασχόληση με το αρχαίο δράμα θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Αυτό δεν το λέω από προγονολατρεία ή δέος για το αρχαίο κάλλος, που δεν πρέπει να το αγγίζουμε, αλλά για να γίνει κατορθωτό το αρχαίο κείμενο να φτάσει στο κοινό και να προβληματιστεί για την ανθρώπινη φύση. Ακόμα και αν πρόκειται για διασκευή, θα πρέπει να υπάρχει έγνοια στο αρχικό κείμενο και στην ουσία του. Αυτή, λοιπόν, την έγνοια δεν την είδα στις «Νεφέλες» που παρουσίασε το Θέατρο Αντίλογος, σε σκηνοθεσία Μάριου Κακουλλή. Αντιθέτως, αυτό που παρακολούθησα ήταν ένα περίεργο σκηνοθετικό εγχείρημα, το οποίο έπνιγε τις «Νεφέλες», χωρίς να αφήνεται καμία διέξοδος για ανοικτό ορίζοντα, ώστε να βρεθεί οδός εκτόνωσης για όσα θίγει ο Αριστοφάνης. Ίσως όσα ο κωμωδιογράφος θέτει στο κοινό του ως προβληματισμούς, ως κινδύνους για την αθηναϊκή κοινωνία του 5ου αιώνα ο σκηνοθέτης να θέλησε να τα στρέψει στις παραβάσεις, τονίζοντας τα σημερινά αδιέξοδα και προβλήματα, που έμοιαζε ως διάλεξη.
Πράγμα που το βρήκα κουραστικό, ένα αχρείαστο μάθημα, κούνημα του δακτύλου προς γνώση και συμμόρφωση, και για πράγματα που πολλάκις έχουν ειπωθεί ή που θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο συζήτησης, σε μία πολιτική συγκέντρωση και όχι στο κέντρο ή στο περιθώριο μιας θεατρικής παράστασης και μάλιστα με αυτό τον τρόπο. Χρειαζόταν θεωρώ να είχε βρει ο σκηνοθέτης μια άλλη θεατρική λύση, για να ενισχύσει τις παραβάσεις, ώστε να θιγούν τα κακώς κείμενα της εποχής μας. Με οδηγό το ίδιο το κείμενο και να μας μιλήσουν οι ηθοποιοί για την ηθική που χάνεται, για τις αιρετικές καινοτομίες των σοφιστών και με έναν περισσότερο θεατρικό τρόπο να φέρει στο σήμερα όσα ο Αριστοφάνης θίγει στις «Νεφέλες» του.
Η μετάφραση του Φώτη Φωτίου είναι ίσως ένας ακόμη παράγοντας που κατά τη γνώμη μου δεν βοήθησαν την παράσταση. Λίγο κοινή ελληνική, λίγο κυπριακά της καθημερινότητας, με λέξεις που φλέρταραν με τη λόγια ελληνική, αφαιρούσαν από πολλά από το αριστοφανικό κείμενο, και εδώ ίσως να αδικώ τον μεταφραστή, ίσως, γιατί υπήρχαν επί μέρους προσθήκες εν τη εξελίξει της παραγωγής. Θεωρώ πως μία εξ ολοκλήρου μεταφορά του κειμένου στην κυπριακή ελληνική με τις απαραίτητες γλωσσικές διαφοροποιήσεις ανά ρόλο θα είχε οπωσδήποτε ενδιαφέρον. Η παρούσα πολύ ελεύθερη μετάφραση και θεατρικά ξένη, κατά τη γνώμη μου, υπονόμευσε το τελικό αποτέλεσμα.
Η σύγχρονη ματιά στο σκηνικό και στα κοστούμια, καθώς και η μουσική δεν μπόρεσαν να σώσουν την παράσταση, αφού θέατρο κυρίως είναι ο λόγος και η αποτύπωση χαρακτήρων, με τις ερμηνείες να μην καταφέρνουν να σώσουν το τελικό θεατρικό αποτέλεσμα. Η σκηνοθετική προσέγγιση και η αποδόμηση του ίδιου του έργου δεν άφηναν πολλά περιθώρια στους ηθοποιούς, ώστε να ξεκαθαρίσουν τους ρόλους τους. Ο Βαλεντίνος Κόκκινος ως Στρεψιάδης και ο Ανδρέας Κουτσόφτας ως Φειδιππίδης έπαιξαν τους ρόλους τους ο καθένας από τη θέση του, χωρίς να διακρίνεται η γονική σχέση, η αντίθεση των γενεών, η διαλογική συζήτηση μεταξύ τους για το δίκαιο και το μη δίκαιο. Ο Δημήτρης Αντωνίου ως Σωκράτης περισσότερο διακωμωδούσε το πρόσωπο παρά τα όσα ο φιλόσοφος κόμιζε στους νέους, χάνοντας ο ρόλος -κατά τη γνώμη μου- την ουσία του· δεν είναι καρικατούρα ο Σωκράτης, είναι ένας γνωστός φιλόσοφος της Αθήνας, είναι ο κάθε «προβληματισμένος» πολίτης που σήμερα, αντί να τον βλέπουμε στην αγορά και στα λουτρά, τον συναντάμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στην τηλεόραση ή ακόμα και σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, είναι το πρόσωπο, που κατά τον συγγραφέα, είναι ικανό να διαφθείρει του νέους και να διασαλεύσει την τάξη... άρα χρειαζόταν περισσότερη προσοχή στο πώς θα τον παρουσιάσεις στη σκηνή το 2023... Τη μάχη του Δίκαιου εναντίον του Άδικου Λόγου την είδα περισσότερο σαν μία δικαστική διαδικασία μεταξύ δικηγόρων, παρά μία αντιπαράθεση εν μέση οδώ. Η διαμάχη του χθες και του σήμερα, της «συντήρησης» και της πρωτοπορίας, χανόταν, από την έλλειψη έντασης και ειρωνείας, παρά τις προσπάθειες της Αντωνίας Χαραλάμπους και της Πολυξένης Σάββα να κρατήσουν τη μάχη ενδιαφέρουσα.
Εν ολίγοις η παράσταση «Νεφέλες» του Θεάτρου Αντίλογος πόρρω απείχε από τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, τουλάχιστον όπως εγώ τις έχω στο μυαλό μου, ακόμα και ως διασκευή. Η επιφανειακή σκηνοθετική προσέγγιση και η υπεραπλουστευμένη μετάφραση έπνιξαν την όποια πρόθεση υπήρχε να μιλήσει ένα κείμενο του 423 π.Χ. στο 2023 μ.Χ. Η διασκευή χρειάζεται γερή σκευή, ώστε να γίνει κατορθωτό να αντιληφθεί ο/η θεατής/τρια γιατί αυτά τα κείμενα μάς προκαλούν ακόμα και σήμερα να τα επισκεπτόμαστε.