Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Μάριος Ιωάννου σκηνοθετεί τις Μαρίνα Μακρή, Κατερίνα Καμπανέλλη, Δήμητρα Χατζηγιάννη, Άννα Φαρμακά και Πέννυ Φοινίρη, οι οποίες κλήθηκαν να ερμηνεύσουν μονόλογους για το θεατρικό έργο «Οι Αγνοημένες», που βασίζεται στο βιβλίο «Αγνό Μένος: 50 Χρόνια Αγνοημένες Μονολογούν» της Κατερίνας Νικολάου. Ο Μάριος Ιωάννου στο σκηνοθετικό του σημείωμα αναφέρει: «Οι μαυρόασπρες γυναίκες που συμπόνεσα μικρός, μετρούν πενήντα χρόνια ζωής. Έγιναν έγχρωμες, έγιναν digital, μα δεν μεγαλώνουν, οι πληγές τους παραμένουν ανοιχτές. Η μαυρόασπρη γυναίκα δεν σωπαίνει» και γι’ αυτές τις γυναίκες ο Μάριος Ιωάννου μού λέει ερωτώμενος τι τον δίδαξαν πως του θύμισαν πράγματα που έχουν τσιμεντωθεί και καλυφθεί με γελοίες μουτσούνες διεφθαρμένων πολιτικών... Τη βαθιά του ευαισθησία ο Μάριος Ιωάννου ξέρει να τη μετατρέπει σε ανυπόκριτο συναίσθημα, γνωρίζει να πώς να προσεγγίζει τα πρόσωπα που ένα έργο ή ένας ρόλος χρειάζονται τη φροντίδα του. «Επιθυμία μου να ακούσουμε τι έχουν να πουν. Ατόφιος λόγος από ατόφιες γυναίκες. Ούτε τραίνα ούτε πλοία!», μού λέει και ανυπομονώ να ακούσω εκείνες που αγνοήθηκαν...
–Τι είναι αυτό που σε δίδαξαν αυτές οι γυναίκες, οι αγνοημένες;
–Δεν με δίδαξαν αλλά μου θύμισαν... Μου θύμισαν πράγματα που έχουν τσιμεντωθεί και καλυφθεί με γελοίες μουτσούνες διεφθαρμένων πολιτικών, Χρυσά διαβατήρια, Shopping malls γεμάτα Ισραηλινούς, Κινέζους, Ρώσους αγοραστές αντιρυτιδικών προϊόντων, πύργους στη Λεμεσό που τα κατοικούν παντοφλάκια με στρασάκια. Μου θύμισαν τι σημαίνει καρτερία, υπομονή, ανθρωπιά, αξιοπρέπεια.
–Μυστική άσκηση αντοχής, λες στο σκηνοθετικό σημείωμά σου... σε τι συνίστανται αυτές οι ασκήσεις;
–Αναφερόμουν στα βιβλία που είχαμε όλα τα σπίτια τη δεκαετία του ’80. Βιβλία με φωτογραφίες από το πραξικόπημα και την εισβολή. Σκοτωμένοι άνθρωποι, εκτοπισμένοι άνθρωποι, μαυροφορεμένες γυναίκες, κρατώντας στα χέρια φωτογραφίες αγνοουμένων και άλλα και άλλα... που έφεραν οι μαύρες για τον τόπο μας μέρες. Ένα αθώο παιδί άνοιγε τα βιβλία και μετρούσε πόση ώρα θα άντεχε κάθε φορά. Εγώ ήμουν αυτός. Είχα ενσυναίσθηση ανεπτυγμένη και δεν άντεχα πολύ. Έγινα ηθοποιός και σκηνοθέτης. Έμαθα την ενσυναίσθησή μου να τη μετουσιώνω σε δημιουργία.
–Δυσκολεύτηκες να τις κατανοήσεις, πώς τις αποκωδικοποίησες;
–Καθόλου δεν δυσκολεύτηκα. Οικείες πολύ. Έφτανε μόνο να ζωντανέψουν οι γωνιές που με πότισαν οι εικόνες τους στα πρώτα χρόνια της ζωής μου μέχρι την εφηβεία μου.
–Υπάρχει κάποια πτυχή των γυναικών αυτών που θέλεις να δείξεις περισσότερο;
–Γεννήθηκα το 1972. Θέλησα να τις αναγνώσω στην ολότητά τους. Ακολούθησα το νόημα των μονολόγων που έγραψε η Κατερίνα Νικολάου, Όλα είναι εκεί... Επιθυμία μου να ακούσουμε τι έχουν να πουν. Ατόφιος λόγος από ατόφιες γυναίκες. Ούτε τραίνα ούτε πλοία!
–Οι γυναίκες της τραγωδίας του 1974 είναι διπλά θύματα των ηττημένων του πολέμου;
–Θύματα είναι όσοι δεν έχουν αγάπη μέσα τους. Οι γυναίκες αυτές είχαν και έχουν αγάπη. Ίσως στην «κοσμική» ανάγνωση των πραγμάτων να νόμισαν όσοι τις εργαλειοποίησαν ή τις εκμεταλλεύτηκαν πως οι γυναίκες αυτές ήταν θύματα. Ο Χριστός ήταν θύμα που σταυρώθηκε;
–Μπορούν να επιστρέψουν οι γυναίκες αυτές στο γιασεμί των ευτυχισμένων χρόνων τους;
–Όχι. Όσες πέθαναν πήγαν στο γιασεμί της αυλής τους ή όπου αλλού ήθελαν, μια και στην άλλη διάσταση ο Θεός θα δώσει αυτό που αγαπήσαμε πολύ στη ζωή. Όσες ζουν, είμαι σίγουρος πως τα νοσταλγικά απογεύματά τους, πάνε εκεί με το πνεύμα.
–Σε φοβίζει η ιδέα της ΑΙ, την αναφέρεις στο σημείωμά σου...;
–Εμένα δεν με τρομάζει. Με στεναχωρεί μάλλον για τους ανθρώπους που θα το χρησιμοποιήσουν τόσο ώστε θα χάσουν την επαφή με την πηγή της έμπνευσης και της δημιουργικότητάς τους. Την επαφή με το πνεύμα, την ψυχή. Τον άνθρωπο μέσα τους δηλαδή. Την ύπαρξη την ίδια.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Από το βιλίο «Αγνό Μένος»
εκδ. Κυπρογένεια, στο οποίο βασίζεται η παράσταση «Οι Αγνοημένες»
ΣΚΗΝΙΚΟ: [Το σκηνικό είναι ένα ορθογώνιο Τραπέζι Κουζίνας (η κουζίνα ως φυσικό περιβάλλον της Γυναίκας) και πέντε Καρέκλες, η μία ανήκει στον άντρα που λείπει, είναι μια design Ghost, η κάθε καρέκλα έρχεται από άλλη εποχή, τόνενη, πλαστική, οι διάφορες πραγματικότητες. Μια οθόνη, αφού μόνο μέσα από τα μίντια οι πολίτες «λαμβάνουν μέρος» στο Κυπριακό, οι εξελίξεις, η «πρόοδος» ή τα αδιέξοδα του Κυπριακού είναι σε «θέα». Ένας μεγάλος ανεμιστήρας, το Κυπριακό είναι σε εμμηνόπαυση και έχει εξάψεις. Στην κουζίνα η γυναίκα καθαρίζει, μαγειρεύει, ταΐζει, φροντίζει, business as usual, εκεί θα περάσει τις ώρες της, θα κρυφτεί για να κλάψει, θα συνομιλήσει με τον αγνοούμενο. Εκεί θα μαζευτεί η οικογένεια, ο χώρος γεμίζει και αδειάζει, η γυναίκα μένει μόνη... Το τραπέζι μεταμορφώνεται στο τραπέζι του πάνελ, όπου η πενηντάρα δίνει συνέντευξη για δουλειά, διαθέτει όλο το βιογραφικό και την εμπειρία, την πνίγουν τα δίκια της, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.
Το τραπέζι είναι και ο πάγκος όπου τοποθετείται ή προβάλλεται ο σκελετός του αγνοούμενου] στο πλαίσιο της διαδικασίας, ταυτοποίησης, παράδοσης στους συγγενείς για ταφή. Στη διάρκεια της παράστασης προβάλλεται οπτικό υλικό, σε οθόνη ή τηλεοράσεις, όπως εξελίχθηκαν τεχνολογικά μέσα σε μισό αιώνα από τη μαυρόασπρη στην έγχρωμη, στο video wall, όπου θα αξιοποιηθούν ιστορικά γεγονότα, ειδήσεις δελτίων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών, συνεντεύξεις και οι γνωστές φωτογραφίες από συλλαλητήρια, αγνοούμενους, προέδρους, ηγέτες, συνομιλητές, κατάρρευση γκράφιτι και animation. Η παράσταση αποτελείται από μονολόγους, ενώ στη σκηνή/οθόνη κυκλοφορούν τα φαντάσματα του κυπριακού προβλήματος. Η οικογένεια φεύγει, ο αγνοούμενος μένει, τα μνημεία μένουν, η ιστορία μένει, ο πόνος μένει, το Κυπριακό μάς έμεινε..