Του Απόστολου Κουρουπάκη
Οι συγγραφείς Γιάννης Αγησιλάου και Ελένη Ξένου δοκιμάζουν για πρώτη φόρα να δουλέψουν με έργα τους, παρουσιάζοντάς τα υπό τη μορφή σκηνοθετημένου αναλογίου, διαβάζω στο δελτίο Τύπου και μου ακούγεται μια ενδιαφέρουσα πρόταση, και έτσι απευθύνθηκα στους συντελεστές της δράσης «Συγγραφείς σκηνοθετούν έργα τους» και ζητώ να μάθω πώς από το θέατρο του σκηνοθέτη φτάνουμε στο θέατρο του συγγραφέα. Μιλήσαμε λοιπόν με τον Μάριο Μεττή, ο οποίος είχε την ιδέα, τους συγγραφείς Ελένη Ξένου και Γιάννη Αγησιλάου, και την ηθοποιό Έρικα Μπεγέτη, η οποία θα ερμηνεύσει τα έργα και θα σκηνοθετηθεί από τους συγγραφείς.
Μάριος Μεττής
–Μάριε, τι προσδοκάς από αυτό το πείραμα και τι έχει να προσφέρει θεατρικά;
–Στην Κύπρο, όπως και στην Ελλάδα, αλλά και στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες επικρατεί το θέατρο του σκηνοθέτη. Σε αυτήν τη συνθήκη ο σκηνοθέτης είναι ο άρχων και ο συγγραφέας μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Το σκηνοθετικό όραμα μπορεί ενδεχομένως να επισκιάσει την πρόθεση του συγγραφέα. Για παράδειγμα μία σύλληψη πολύ δυνατή εικαστικά, η οποία ενδεχομένως παρεκκλίνει από τη συγγραφική γραμμή, μπορεί να εντυπωσιάσει τον θεατή, αλλά αυτό να γίνεται εις βάρος της συγγραφικής πρόθεσης. Τα αναλόγια «Συγγραφείς σκηνοθετούν έργα τους» δίνουν στον θεατή την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τον κόσμο και τη συγγραφική πρόθεση του συγγραφέα και δημιουργού του έργου.
–Κατά τη διάρκεια της συγγραφής σκεφτήκατε και πώς θα θέλατε να παρασταθεί το έργο σας, άρα γιατί να μην το σκηνοθετήσετε κιόλας...;
Γιάννης Αγησιλάου: Όταν γράφεις ένα θεατρικό έργο, υπάρχει κάποιο πλαίσιο αναφοράς όσον αφορά τον χώρο, την ατμόσφαιρα... Εκείνο όμως στο οποίο επικεντρώνεσαι είναι κυρίως ο λόγος· ο λόγος ως φορέας συναισθημάτων και ανθρωπίνων σχέσεων και ως όχημα που θα σε οδηγήσει από μία κατάσταση πραγμάτων σε κάποιαν άλλη. Υπάρχει ένας πυρήνας και ό,τι συμβαίνει –ο λόγος και η δράση– περιστρέφονται ή οδηγούν προς τα εκεί. Όχι. Ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ πώς θα ήθελα να παρασταθεί το έργο μου –τουλάχιστον το συγκεκριμένο– πέραν αυτών που ανέφερα· πόσο μάλλον να το σκηνοθετήσω! Θεώρησα, και θεωρώ, ότι αυτό είναι δουλειά άλλων.
Ελένη Ξένου: Η αλήθεια είναι πως κατά τη διάρκεια της συγγραφής δεν μου περνούσε καν από το μυαλό ότι θα τύγχανα αυτής της πρόκλησης, να «σκηνοθετήσω» η ίδια το θεατρικό μου σε ένα σκηνοθετικό αναλόγιο. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής ζούσα και άκουγα και περιεργαζόμουν και παρατηρούσα και ένιωθα την ηρωίδα του μονολόγου μου. Τίποτα άλλο δεν ήμουν σε θέση να κάνω παρά μόνο να την αφουγκράζομαι και να την αισθάνομαι.
–Πώς υποδεχθήκατε την πρόκληση;
Ελένη Ξένου: Βρήκα την πρόσκληση-πρόκληση του Μάριου Μεττή ένα ενδιαφέρον δημιουργικό πείραμα, το οποίο προσωπικά δεν το εκλαμβάνω σαν σκηνοθετική απόπειρα αλλά σαν μια απόπειρα να επικοινωνηθεί και να διδαχθεί το έργο από τον συγγραφέα απευθείας στον ηθοποιό με προσδοκία η ερμηνεία να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στις προθέσεις του συγγραφέα αλλά και σαν ένα εποικοδομητικό μάθημα για τον συγγραφέα μέσα από το οποίο έχει τη δυνατότητα να εντοπίσει τα όποια τρωτά και αδυναμίες του κειμένου του από άποψη θεατρικότητας και ρυθμικότητας.
Γιάννης Αγησιλάου: Τώρα... το πώς υποδέχθηκα την πρόκληση αυτή... Όταν με πήρε τηλέφωνο ο Μάριος ο Μεττής για να μου αναφέρει την ιδέα και την πρόθεσή του και για να με ρωτήσει αν θα μ’ ενδιέφερε κάτι τέτοιο, ανεπιφύλακτα του απάντησα «ναι». Όπως στην αρχιτεκτονική υπάρχει το σχέδιο, ή η μελέτη, ως το μέσο ή το εργαλείο που θα σε οδηγήσει στο κατ’ εξοχήν έργο, που είναι το κτήριο ή οποιαδήποτε άλλη κατασκευή ή χώρος, έτσι και στο θέατρο, ο λόγος και οι λέξεις είναι, ας πούμε, η παρτιτούρα για το έργο που θα πρέπει να εκτελεστεί. Το κατεξοχήν έργο είναι η παράσταση. Κάθε θεατρικό έργο είναι και έργο λογοτεχνικό, αλλά είναι και κάτι πέραν αυτού. Οπότε, ναι, χάρηκα και δέχτηκα αμέσως την πρόσκληση-πρόκληση να «σκηνοθετήσω» ο ίδιος το έργο μου, θεωρώντας το ως ευκαιρία για το επόμενο βήμα· δηλαδή την παράστασή του. Εξάλλου, φρόντισε ο Μάριος να με καθησυχάσει εξαρχής, λέγοντάς μου ότι το εγχείρημα θα επικεντρωνόταν (κυρίως) στον λόγο και την ερμηνεία, και πολύ λιγότερο έως καθόλου στα υπόλοιπα μέσα μιας θεατρικής παράστασης, όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε σκηνοθετημένο αναλόγιο.
Ελένη Ξένου: Η συνάντηση ηθοποιού-θεατρικού συγγραφέα χωρίς την παρεμβολή του σκηνοθέτη ενέχει μια ιδιαίτερη γοητεία, άξια δημιουργικής επεξεργασίας και μετατροπής της σε πηγή περαιτέρω ερεθισμάτων.
–Νιώθετε ότι υπερβαίνετε κάποιου είδους ιεραρχίας;
Γιάννης Αγησιλάου: Όχι, δεν ένιωσα ούτε σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Δεν έχω σκοπό να γίνω σκηνοθέτης, μου αρκούν και με υπερκαλύπτουν η αρχιτεκτονική και η (θεατρική) συγγραφή όσον αφορά αυτόν τον τομέα, της τέχνης και της δημιουργίας ως ανάγκη έκφρασης. Θα ήθελα, αν μου δινόταν η ευκαιρία, να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη σκηνογραφία, η οποία δεν μου φαίνεται καθόλου ξένη ως προς την ιδιότητά μου , αυτή του αρχιτέκτονα και του θεατρικού συγγραφέα. Η αρχιτεκτονική, στην πραγματικότητα, είναι διευθέτηση χώρου, όπου ζει και κινείται ο άνθρωπος. Η σκηνογραφία είναι και πάλι διευθέτηση χώρου, σε ένα άλλο επίπεδο, ίσως πιο «εικαστικό», αλλά υπάρχουν και εδώ έννοιες όπως η λειτουργικότητα και η εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού. Τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στη σκηνογραφία η «αισθητική» δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός και δεν υφίσταται από μόνη της. Θα ένιωθα ότι θα υπερέβαινα κάποιου είδους ιεραρχία, αν δοκίμαζα να «σκηνοθετήσω» το έργο κάποιου άλλου θεατρικού συγγραφέα, είτε εν ζωή είτε όχι. Όταν όμως αυτό το κάνεις μ’ ένα δικό σου έργο, εκείνο που επιδιώκεις είναι να φτάσει ο λόγος και το «τι θέλεις να πεις» όσο πιο άμεσα στο κοινό. Αυτός ήταν άλλωστε και ο στόχος του διοργανωτή.
Ελένη Ξένου: Όχι δεν το αισθάνομαι καθόλου έτσι, γιατί για εμένα δεν παύει από το να είναι ένα δημιουργικό πείραμα, ένα δημιουργικό «παιχνίδι» που δεν έχει να κάνει σε καμία περίπτωση με την επιδίωξη ούτε δική μου ούτε και του Γιάννη να γίνουμε σκηνοθέτες, αλλά αφορά περισσότερο τη συγγραφική μας περιέργεια, να δούμε ο καθένας την ηρωίδα του θεατρικού του να «ζωντανεύει» όσο πιο κοντά στην εικόνα που είχαμε στο μυαλό μας την ώρα που την πλάθαμε. Και να επεξεργαστούμε μαζί με τον ηθοποιό την αμεσότητα του λόγου και τη διεισδυτικότητά του. Η συνάντηση ηθοποιού-θεατρικού συγγραφέα χωρίς την παρεμβολή του σκηνοθέτη ενέχει μια ιδιαίτερη γοητεία, άξια δημιουργικής επεξεργασίας και μετατροπής της σε πηγή περαιτέρω ερεθισμάτων.
Γιάννης Αγησιλάου: Επικεντρώθηκα περισσότερο στο να «αποκαλύψω» το τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις, ποιος είναι ο στόχος του έργου, και, μαζί με την ηθοποιό, να εντοπίσουμε τις μεταβάσεις και γενικά, το πώς οι λέξεις θα γίνουν φορείς συναισθημάτων.
–Τι είναι αυτό που σας δυσκόλεψε, αλλά και σας ιντρίγκαρε σε όλη αυτή τη διαδικασία;
Γιάννης Αγησιλάου: Δεν θα έλεγα με δυσκόλεψε, αλλά με προβλημάτισε η ίδια η μεθοδολογία της προσέγγισης. Βρίσκεσαι μπροστά σε μια επαγγελματία ηθοποιό, και μάλιστα καταξιωμένη και έμπειρη και, άπειρος εσύ, παρά την ιδιαίτερη σχέση και την αγάπη που έχεις για το θέατρο, καλείσαι να «διδάξεις» το έργο στην ηθοποιό. Ευτυχώς, η Έρικα Μπεγέτη με έκανε εξαρχής να νιώσω άνετα, λειτούργησε με απόλυτο επαγγελματισμό, και ούτε στιγμή δεν μου επέτρεψε να νιώσω ότι παραβιάζω κάποια όρια, κάποιους κανόνες, ή οποιουδήποτε είδους ιεραρχία. Επικεντρώθηκα περισσότερο στο να «αποκαλύψω» το τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις, ποιος είναι ο στόχος του έργου, και, μαζί με την ηθοποιό, να εντοπίσουμε τις μεταβάσεις, να δούμε το πώς τις διαχειριζόμαστε και, γενικά, το πώς οι λέξεις θα γίνουν φορείς συναισθημάτων, εσωτερικής ή εξωτερικής δράσης, και πώς θα λειτουργήσουν οργανικά σε σχέση με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα της ηρωίδας. Για μένα όλο αυτό ήταν και ένα μάθημα σε σχέση με την ίδια την συγγραφή, διότι, στα σημεία που η ηθοποιός δυσκολεύεται να ενσωματώσει κάτι, αντιλαμβάνεσαι ότι συνήθως αυτό οφείλεται στο ότι ο λόγος, στο συγκεκριμένο σημείο, δεν λειτουργεί οργανικά μέσα στο έργο. Μακάρι να είχαμε την ευκαιρία να περνούσαμε αυτή την διαδικασία με κάθε μας έργο!
Ελένη Ξένου: Ομολογώ πως εκείνο που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν η λέξη «σκηνοθετώ» ακριβώς επειδή έχω επίγνωση πως δεν είμαι σκηνοθέτης και επειδή σέβομαι και εκτιμώ την δουλειά των σκηνοθετών. Προτιμούσα λοιπόν να αντικαθιστώ την λέξη στο μυαλό μου, με άλλες πιο οικείες μου φράσεις και να λέω πως αυτό που επιχειρούμε σε αυτά τα σκηνοθετημένα αναλόγια είναι να μεταδώσουμε εμείς απευθείας στην ηθοποιό την φτιαξιά του χαρακτήρα του έργου μας (ποια είναι, τι κρύβεται κάτω από τις λέξεις της, πώς την φανταστήκαμε την ώρα που την δημιουργούσαμε κτλ.) και αυτή τη μεταφορά των προθέσεων μας να την μοιραστούμε με το κοινό. Ευτύχημα σε όλη τη διαδικασία ήταν ότι δέκτης αυτής της προσπάθειας μας ήταν η καταπληκτική και έμπειρη ηθοποιός Έρικα Μπεγιέτη κι αυτό μας βοήθησε πολύ και ανήγαγε αυτή την συνάντηση σε πολύτιμη εμπειρία.
Έρικα Μπεγέτη
–Τι σημαίνει για μία ηθοποιό να τη σκηνοθετεί ο συγγραφέας και όχι ο καθ’ υλην αρμόδιος;
–Σημαίνει πως έχεις τη δυνατότητα να αποσαφηνίσεις οποιαδήποτε απορία σχετικά με το τι «εννοεί ο ποιητής». Σημαίνει πως δεν υπάρχει η ενδιάμεση ερμηνεία του σκηνοθέτη που πολλές φορές δεν συμπίπτει με την αίσθηση που έχει ο ηθοποιός από το κείμενο. Αίσθηση πάνω στην οποία σχηματίζεται η ραχοκοκαλιά του ρόλου.
–Νιώθετε άβολα και ίσως επιφυλακτικότητα, όταν το τιμόνι το παίρνει κάποιος άλλος πέραν του σκηνοθέτη;
–Όχι, δεν ένιωσα κάτι τέτοιο. Φυσικά, ίσως να οφείλεται στην προσωπικότητα των συγκεκριμένων συγγραφέων με τους οποίους συνεργαστήκαμε υπέροχα. Όχι καμία επιφυλακτικότητα.
Πληροφορίες
Τα σκηνοθετημένα αναλόγια θα παρουσιαστούν στις 28 και 29 Μαρτίου, στις 8:00 μ.μ. στο Φυτώριο του Συνδέσμου Εικαστικών Καλλιτεχνών και θεωρητικών τέχνης (μέσα στο Δημοτικό Κήπο)
Για εισιτήρια στο hammbroductions.com
Πληροφορίες: 96127050